Ο Ματίς είχε δηλώσει κάποτε: «Θέλω η ζωγραφική μου να είναι αναπαυτική σαν πολυθρόνα».

Από τον Γιαννη Αντωνιάδη

Κρατήστε ανά χείρας το βιβλίο αυτό και θαυμάστε αφενός έναν Βάλζερ αινιγματικό, νεανικό και ανατρεπτικό και αφετέρου έναν Γιάκομπ Φον Γκούντεν δομημένο πάνω σε παραμυθένια αλλά και στέρεα βάση. Πρόκειται για μία αφήγηση χειμαρρώδη και σχεδόν παραληρηματική, η οποία χαρακτηρίζεται από στοιχεία ονειρικά που παραπέμπουν σε υποσυνείδητες σκέψεις με διάθεση ανάδυσης γεγονότων και προσώπων που σημάδεψαν τον αφηγητή. Αφηγητής ο Γιάκομπ φον Γκούντεν, γόνος μίας αριστοκρατικής οικογένειας που αρνείται την ιδιότητα του πλουσίου και την πολυτέλεια της ασφάλειας για να κυνηγήσει κάτι άγνωστο, ασάλευτο και πλήρως αβέβαιο ως προς το μέλλον του. Η καταγραφή των συλλογισμών του καταιγιστική, ενίοτε νεφελώδης γιατί σύννεφα έχει ο ουρανός της ίδιας μας της ζωής και προσπαθούμε καθημερινά να τα ξεδιαλύνουμε για να προσχωρήσουμε παρακάτω. Δεν θα ανακαλύψετε την Αμερική διαβάζοντας τον προβληματισμό που εκφράζει γραπτά ο Βάλζερ μέσα από την σκιαγράφηση του πρωταγωνιστή του, θα έρθετε όμως αντιμέτωποι με έναν ήρωα της ίδιας της ζωής που πάσχει και αδημονεί να γνωρίσει τον ίδιο του τον εαυτό σαν ένας άλλος Σωκράτης, «εν οίδα ότι ουδέν οίδα». Αυτή η φράση συμπυκνώνει όλο το είναι του και όλη την φιλοσοφία που τον διακατέχει, αυτήν μας μεταλαμπαδεύει.

Μήπως εμείς οι άνθρωποι του 21ου αιώνα και των θαυμάτων της τεχνολογίας δεν αναζητούμε – όσοι βέβαια το αναζητούμε – το εγώ μας μέσα στο εμείς της κοινωνίας που μας περιτριγυρίζει και μας βομβαρδίζει ενδελεχώς με εικόνες και ερεθίσματα παντός τύπου και παντός καιρού; Αν ο Γιάκομπ ζούσε σήμερα θα ήταν εκτός εποχής, σε μία εποχή όπου το υλικό και η ιδιοτέλεια υπερτερούν της αλληλεγγύης και της ταπεινότητας. Γιατί αυτές τις αξίες εμπνέει ο ήρωας του Βάλζερ και κατά προέκταση ο ίδιος ο συγγραφέας, ο οποίος σκιαγραφεί εμμέσως πλην σαφώς το δικό του πρόσωπο, πίσω από την κουρτίνα του Γιάκομπ κρύβεται μία ψυχή που αισθάνεται, πάσχει και αγωνιά για το αύριο, για το ευ ζην της συνείδησής του. Αποφασίζει να απαρνηθεί τα όποια πλούτη και τις ανέσεις και με μία δονκιχωτική αύρα εγκαταλείπει το περιβάλλον στο οποίο μεγάλωσε και ανδρώθηκε για να γραφτεί σε μία σχολή υπηρετών για να νιώσει χρήσιμος, να εισέλθει στην διαδικασία της κοινωνικής δοκιμασίας, να τριφτεί με αυτό που αντέχει ή δεν αντέχει, να αντιμετωπίσει ανθρώπους με αδυναμίες, να απογοητευτεί από την κομπορρημοσύνη που κάποιοι γύρω του επιδεικνύουν. Ο Βάλζερ, θαυμαστής του οποίου μεταξύ άλλων ήταν και ο Κάφκα, ξεδιπλώνει μία ελεγεία πολυσύνθετη εδραιωμένη σε έναν κόσμο όχι μακρινό αλλά κοντινό και πολύ οικείο, σε μία σφαίρα που κινείται γύρω από τα δικά του προσωπικά βιώματα. Εμμένει δια μέσου της αφήγησής του στην ανάδειξη της ανθρώπινης φύσης του που αναζητά και ερευνά, που δεν ικανοποιείται με τίποτα ήδη σερβιρισμένο και σε όλο το φάσμα της ιστορίας που έχει ποικίλα διδάγματα ο Γιάκομπ εμφανίζεται ως ο υπηρέτης του ίδιου του εαυτού με απώτερο σκοπό να υπηρετήσει ως ένας άλλος Χριστός τον άνθρωπο.

Δεν είναι ήρωας μήτε και αφελής αν σπεύσετε να του κολλήσετε κάποια ταμπέλα, απλά προτιμά να αναδείξει τις αδυναμίες του, να αγωνιστεί με την ευρύτερη έννοια για έναν σκοπό και έναν στόχο χωρίς να στηριχθεί σε κάτι ήδη κερδισμένο ή κεκτημένο, το οποίο του προσφέρεται από την οικογενειακή του καταβολή. Ο αδερφός του, ο Γιόχαν τον συμβουλεύει να απαλλαγεί από όλη αυτή την ατμόσφαιρα, σπεύδει συνεχώς να τον διορθώσει και να του επισημάνει τα λάθη και τις παραλείψεις στις οποίες υποπίπτει δείχνοντας την στενότητα του πνεύματος του και με αυτήν του την συμπεριφορά καταλαβαίνει κανείς την μεγαλειότητα του πνεύματος και την μεγαλοσύνη της ψυχής του Γιάκομπ. Συνδέεται στενά με τον κύριο Μπενζαμέντα, ο οποίος αποδεικνύεται φίλος του και συμπαραστάτης στο έργο του, χτίζεται μία σχέση άκρως περίπλοκη και ενδιαφέρουσα ως προς την ετερόκλητη προσέγγιση των πραγμάτων, η οποία όμως στην πορεία εξελίσσεται σε κοινή συμπόρευση ιδεών και καταλήγει να βρίσκει στο πρόσωπο του «αφεντικού» του τον άνθρωπο που τον έβαλε στο μονοπάτι που λέγεται καινούργια ζωή. Εκεί έγκειται και η ομορφιά αυτού του βιβλίου, στο γεγονός δηλαδή πως όλο αυτό το πείραμα στο οποίο αυτοβούλως υποβάλλεται ο Γιάκομπ είναι η ανάγκη για αλλαγή που κανένας από εμάς δεν τολμά, που ελάχιστοι άνθρωποι βγαίνουν από το καβούκι τους για να βρεθούν στην άλλη άκρη του τούνελ από τον φόβο μήπως το τούνελ, το οποίο έχουν να διανύσουν, έχει παγίδες και δεν καταφέρουν να το διαβούν.

Υποτάσσεται σε όλα αυτά που η ζωή μας χαρίζει, την εξωτερική βία, τις ατιμώσεις, τις ζυμώσεις της εργασίας, τα παράξενα της συμβίωσης σε έναν χώρο άγνωστο και πολλές φορές απρόσωπο και αφιλόξενο. Δεν είναι σίγουρος για την ευτυχή κατάληξη, απογοητεύεται γιατί θέλει να απογοητευτεί, επιδιώκει την απόρριψη γιατί αυτή είναι το σχολείο που τον ωριμάζει, ξέρει πως θα ορθώσει τα πόδια του και θα ξανασταθεί σε αυτά όπως ένα παιδί που μπουσουλάει και ψάχνει τις ισορροπίες του και τα πατήματά του. Ο Γιάκομπ είναι κατά βάθος ένα παιδί αγνό, καλοπροαίρετο, αγαθό και αμόλυντο και η βουτιά που επιχειρεί είναι μέσα σε νερά γεμάτα μυστήριο και ο πάτος βαθύς όπως και οι αναζητήσεις του. Τι ωραίο αίνιγμα που είναι η ζωή, τι πέπλο μυστηρίου κρύβει μέσα της και τι μας επιφυλάσσει!

Ας μην τρέφουμε αυταπάτες, η ιστορία της ζωής του μπορεί να μην κυλάει όπως το νερό στο ποτάμι και να συναντάει προσχώματα εν τέλει όμως τον τελικό της προορισμό και την δική της Ιθάκη θα κατορθώσει να την ανταμώσει. Ας υποθέσουμε δηλαδή πως η ζωή του Γιάκομπ Φον Γκούντεν είναι ένα πλοίο και εκούσια επιλέγει να ταξιδέψει με μία σχεδία έχοντας επίγνωση των κινδύνων που κρύβει ένα τέτοιο εγχείρημα. Εκείνος βγαίνει νικητής από αυτό το ταξίδι και σαν ένας άλλος Οδυσσέας ξεπερνάει Σκύλλα και Χάρυβδη, Λωτοφάγους και μάγισσα Κίρκη γιατί στο πολυμήχανο αλλά συνάμα και ανήσυχο μυαλό του έχει την πεποίθηση πως αυτό το ταξίδι παρά τις μπόρες και τα κύματα θα τον βελτιώσει ως άνθρωπο, θα του προσδώσει εμπειρίες που υπό προϋποθέσεις ούριου ανέμου και ασφάλειας θα ήταν όνειρο καλοκαιρινής νυκτός η απόκτησή τους. Ο Βάλζερ μας θέλει συνεπιβάτες και συνοδοιπόρους σε αυτήν του την μετάβαση σε μίαν άλλη πραγματικότητα, εσείς θα του την αρνηθείτε;

«Έχω πάψει να εξελίσσομαι. Ίσως να μην απλώσω ποτέ κλαδιά και κλωνάρια. Κάποια μέρα θα σκορπίσω γύρω μου ένα άρωμα, θα πετάξω ανθούς και, για τη δική μου μόνο ευχαρίστηση, θα ευωδιάσω λιγάκι, κι έπειτα θα γείρω το κεφάλι, χέρια και πόδια θα μουδιάσουν παράξενα»