Η Βασιλική, ο γυναικείος μονόλογος της Βάσως Νικολοπούλου ολοκληρώνει και αυτόν τον κύκλο παραστάσεων στο Νέο Ελληνικό Θέατρο Γιώργου Αρμένη. Λίγο πριν πέσει η αυλαία η Αθηνά Μαξίμου που ερμηνεύει το ρόλο της Βασιλικής, μας λέει λίγα λόγια για αυτό τον ποιητικό μονόλογο, μιας νεαρής που γίνεται απότομα γυναίκα και αναζητά έναν χαμένο έρωτα, που την οδηγεί στην καταστροφή.
CultureNow: Η παράσταση Βασιλική επέστρεψε στο Νέο Ελληνικό Θέατρο για δεύτερη σεζόν. Πείτε μας λίγα λόγια για την επιτυχία της παράστασης και που οφείλεται αυτή. Πόσο την αγάπησε ο κόσμος;
Αθηνά Μαξίμου: Νομίζω πως όταν μια παράσταση έχει μια ειλικρίνεια, μια καθαρότητα στόχου και μια εσωτερική ανάγκη των συντελεστών της να πούνε κάτι, να μοιραστούν κάτι που τους αφορά βαθιά, τότε δεν υφίσταται η έννοια του σωστού και του λάθους της καλής παράστασης ή της κακής παράστασης, τότε απλά οι θεατές επικοινωνούν με αυτήν την καθαρότητα και την ειλικρίνεια και ίσως μπορούν να ανακουφίζονται και να καθαρίζουν και οι ίδιοι. Νομίζω πως η παράσταση της “Βασιλικής” έχει ακριβώς αυτό.
C. N.: Πρόκειται για ένα γυναικείο μονόλογο, βασισμένο στην ομώνυμη νουβέλα της Βάσως Νικολοπούλου. Ποια είναι η ιστορία της Βασιλικής και ποια σημεία της ιστορίας σας συγκλονίζουν περισσότερο;
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Α. Μ.: Η ηρωίδα μας μιλάει σε πρώτο πρόσωπο και μας διηγείται την ζωή της μέσα από το πρίσμα του έρωτα. Μία γυναίκα που ερωτεύτηκε άπαξ και στα δεκατρία της, ένα πρόσωπο που απολογείται μπροστά μας, μια αρχετυπική φιγούρα που μας μιλάει για τον απόλυτο έρωτα και την αντοχή που χαρίζει η δύναμή του, την αφοσίωση, την προδοσία, τη μνήμη, την πίστη, την παράδοση στα μεγάλα αισθήματα και την ποίηση που προκύπτει απ’ αυτά…με έναν λόγο παραληρηματικό, ορμητικό, με την τάξη και την επιμέλεια που έχει η λογική και με την ορμή και την αταξία που επιβάλει η ποίηση. Άλλοτε ανάλαφρα κι άλλοτε από το βάθος και τα σκοτάδια της ψυχής, αυτή η γυναίκα ξεδιπλώνει μπροστά μας όλα τα πρόσωπα της ζωής της και την σχέση που έχει με αυτά – τη μητέρα της, τον αδελφό της, την φίλη της την Δέσποινα και κυρίως τον απαγορευμένο έρωτά της με τον Φάνη.
Αυτό που με απασχολεί πολύ τον τελευταίο καιρό, και η “Βασιλική” έχει καταλυτική επιρροή σε αυτό, είναι το πόσο εύκολα και ύπουλα μπορεί μια ερωτική σχέση να γίνει σχέση εξάρτησης και πώς μπορεί κανείς να καταφέρει να οριοθετηθεί σαν αυτόνομη και αυθύπαρκτη ύπαρξη μέσα στο “εμείς” που επιβάλλει ο έρωτας.
C. N.: Η Βασιλική γνώρισε τον έρωτα στα 13 της και μόλις τον έχασε ένιωσε ότι δεν θέλει πια να ζει. Πόσο εύκολο είναι να αγαπήσεις στην τρυφερή ηλικία των δεκατριών και πόσο παντοτινή μπορεί να μείνει μία τέτοια αγάπη;
Α. Μ.: Σίγουρα η ηλικία των δεκατριών και οι γύρω από αυτές, είναι περίοδοι πολύ τρυφερές και ευαίσθητες για έναν άνθρωπο. Όταν είσαι σ’ αυτές τις ηλικίες, δεν έχεις εμπειρία, δεν έχεις μέτρο σύγκρισης -παρά μόνο την αίσθηση της σχέσεις των γονιών σου. Βιώνεις για πρώτη φορά αισθήματα που είναι μεγάλα ή τα κάνεις μεγάλα γιατί βιάζεσαι να μεγαλώσεις. Και ναι, πιστεύω πως κάποια από αυτά τα αισθήματα και οι ανάγκες που προσπαθείς να καλύψεις μέσα από αυτά, διαμορφώνουν τον τρόπο που θα αντιμετωπίσεις τη ζωή και στη συνέχεια. Και επίσης κι αν ακόμα αυτές οι αγάπες δεν είναι παντοτινές, είναι πάντως καθοριστικές.
C. N.: Υποδυόμενη την Βασιλική βρήκατε κοινά σημεία στον τρόπο που αντιμετωπίζει τον έρωτα; Δικαιολογείτε το πάθος της για τον σύντροφό της που μπορεί να την οδηγεί και στην καταστροφή;
Α. Μ.: Ο έρωτας έχει κάτι οικουμενικό για όλους τους ανθρώπους. Έτσι λοιπόν, όταν ακούμε ή διαβάζουμε ή κάποιος μας αφηγείται μια περιπέτεια έρωτα, είναι σίγουρο πως σε κάτι θα ταυτιστούμε ή θα θυμηθούμε κάτι πολύ κοινό με την δική μας σχέση με τον έρωτα, ακόμα κι αν φαινομενικά είναι μια καταστροφική σχέση όπως της “Βασιλικής”. Και το θέμα για μένα, δεν είναι αν μέσα μας δικαιολογείται μια τέτοια σχέση ή όχι. Το θέμα για μένα είναι να κατανοήσουμε του λόγους και να δούμε, έστω και για λίγο, από ένα άλλο παράθυρο τον έρωτα, τη ζωή και όλα τα μυστήριά της. Γενικά σαν άνθρωπος δεν είμαι του ρήματος “δικαιολογώ”, αλλά του ρήματος “κατανοώ”. Όταν δικαιολογούμε κάτι, θεωρώ πως εμπεριέχεται μέσα σε αυτήν την έννοια ένα αίσθημα λύπησης και μια περίεργη θέση ανωτερότητας σε σχέση με αυτό που δικαιολογούμε, ενώ στην έννοια της κατανόησης αισθάνομαι μια μορφή ισότητας απέναντι σε αυτό που εξερευνώ και έχω μια αίσθηση κοινής πιθανής μοίρας, μιας ανοιχτής πιθανότητας ότι δεν είναι καθόλου απίθανο να εμπεριέχω αυτό που θα κατανοήσω.
C. N.: Πώς μεταφέρεται το κείμενο της Βάσως Νικολοπούλου στη σκηνή, υπό τη σκηνοθετική ματιά της Λίνας Ζαρκαδούλα;
Α. Μ.: Η Λίνα είναι ένα πάρα πολύ βαθύ πλάσμα. Της αρέσει να βουτάει στα πράγματα και αναλαμβάνει τον τρόμο μιας βουτιάς σε περιοχές ασυνείδητες και σκοτεινές. Όλη η σκηνοθετική της προσέγγιση λοιπόν, είναι πολύ συνεπής με αυτό που είναι η Λίνα. Πλησίασε το κείμενο με αγάπη και σεβασμό, το πλαισίωσε με αρχετυπικές και υποσυνείδητες εικόνες και καταλήξαμε να κερδίσουμε και εικαστικά και αφηγηματικά αυτόν τον καταιγισμό αισθημάτων και την «θραυσματικότητα» των σκέψεων που έχει το κείμενο από μόνο του.
C. N.: Η παράσταση γεννά πολλά ερωτήματα σχετικά με τη φύση του έρωτα. Τελικά που καταλήγει; Εσείς τι κρατάτε από την ιστορία της Βασιλικής όσων αφορά στις ερωτικές σχέσεις των ανθρώπων;
Α. Μ.: Ναι, η παράσταση γεννά πολλά ερωτήματα σε σχέση με τον έρωτα γιατί ο έρωτ-ας έχει από μόνος του κοινή ρίζα με την ερώτ-ηση (ή το ανάποδο;). Είναι συγγενείς αυτές οι δύο λέξεις. Σε αυτό καταλήγω εγώ. Και συνειδητοποιώ για άλλη μια φορά πως για να μπορεί κανείς να έχει ερωτική σχέση με έναν άλλον άνθρωπο δεν πρέπει να σταματήσει να ερωτάται. Όταν σταματήσει να ερωτάται έχει σταματήσει να ερωτεύεται!