Τα θέματα που πραγματεύεται είναι πολλά (από την επικαιρότητα μέχρι τον θάνατο των φίλων), αλλά αυτό που απασχολεί την παρούσα κριτική είναι οι τρόποι με τους οποίους επιτυγχάνεται ο ρυθμός και εν γένει η μουσικότητα.

Ο ποιητής συχνά μιλά με πολυσύνδετα και εκεί όπου τα ρήματα απουσιάζουν φορέας ρυθμού και τόνου γίνονται οι αντιθετικοί σύνδεσμοι σε καίρια σημεία, που συχνά σπάνε τον στίχο στα δύο, οδηγώντας και τον τόνο σε αντίστοιχη κατωφέρεια («Αινείας αχθοφόρος, όπου γης εκεί πατρίς/ Της προσφυγιάς θαλασσοπούλι, όμως  φρικτή/ Η ξενιτιά όταν στον τόπο σου/ και όχι σε ξένη χώρα»).

Σε διαφορετικά ποιήματα παρατηρούμε τον Ανδρέου να επιλέγει την τεχνική σύνθεσης ανά τρία, με αλλεπάλληλες αρνήσεις, όπως στο δημοτικό τραγούδι, αλλά με την προσθήκη του «όχι» να δίνει μια ενδιαφέρουσα παύση. Άλλες φορές η ένταξη του «όχι» αυτού γίνεται επιτυχώς, ανανεώνοντας την δημοτική τεχνική («Ψυχή δεν ήταν που πενθούσα αγαπημένη/Όχι/Ούτε της τύχης το πισωγύρισμα οδυνηρό/Ούτε ερώτων ασφοδέλους»), ενώ άλλες δεν πείθει εξίσου («Δεν είναι η θάλασσα, όχι, ούτε η σκοτεινή/ηχώ βορείων προγόνων…»).

Υπάρχουν στιγμές όπου ο Ανδρέου εύστοχα μπολιάζει τη μουσική παιδεία του στην ποίησή του με παραδοσιακούς θρακιώτικους ή νησιώτικους ρυθμούς να αγκαλιάζουν τον στίχο του αυθεντικά και πρωτόγνωρα, ακόμη κι όταν παραπέμπει άμεσα σε γνωστά τραγούδια («Φίλοι καλώς ορίσατε», «Παρακαλώ σε άνασσα»).

Μόνο σε λίγα ποιήματα στέκουν παράταιροι στο τέλος κάποιοι στίχοι, σαν αχρείαστοι, ηχητικά, αν όχι νοηματικά («Ίσως γλυτώναμε το χαλασμό/ Ίσως ξεφεύγαμε από τα δόντια του Μινώταυρου.»), αλλά τις περισσότερες φορές ο Ανδρέου καταφέρνει επιτυχώς να χαμηλώνει τον τόνο στο τέλος και να σβήνει το ποίημα, σαν να χαμήλωνε κάποιος τον ήχο (1. «Ένα παιδί σκοτείνιασε/Ένα κλαδί χαμήλωσε//Δεν μίλησε κανείς», 2. «Οι Ερινύες σταθερά θα κυβερνούν/Μαζί οι Ηρόστρατοι»), ή να βάζει ισχυρές τελείες («Εμείς/Ναυάγιο/Στην ξέρα μισοπεθαμένοι»).

Οι ρυθμικοί και νοηματικοί κύκλοι του ποιητή δεν ολοκληρώνονται μέσα σε έναν στίχο, αλλά κλείνουν σταθερά σε ενότητες ίσης διαρκείας που αναπτύσσονται σε περισσότερους από έναν στίχους. Με άλλα λόγια, ο Ανδρέου εάν και θα μπορούσε να δηλώσει τον ρυθμό και οπτικά, θέτοντας ίσης διαρκείας/μήκους τμήματα σε αυτόνομους στίχους, επιλέγει να τους σπάει σε διαφορετικά σημεία και να βάζει στον επόμενο στίχο αυτό που θέλει να τονίσει. Πολλές φορές επιλέγει να διασκελίσει μόνο μία λέξη ή δύο, ενώ άλλοτε κόβει την ρυθμική ενότητα στα δύο σαν να αποτελείται από δύο ισομήκη τμήματα, που οπτικά φαίνονται σαν δύο στίχοι αλλά στην ουσία είναι «ένας» («Κι εκείνα τα σπασμένα φανάρια/Στην αυλή του εξοχικού/Όπου αγρυπνά, σκυλί πιστό, των ποιητών σου/ο έσχατος»). Αυτή η μερική ασυμφωνία ρυθμού και όψεως εξυπηρετεί τέλεια τις αλλαγές τόνου: η ρυθμική ενότητα θα κλείσει ηχητικά έτσι κι αλλιώς, όπως κι αν γραφτεί, κυρίως λόγω της διάρκειάς της, αλλά ο τόνος υποβάλλεται όταν συγκεκριμένες λέξεις τίθενται «εκτός» -όχι της ρυθμικής, αλλά πλέον- της τονικής ενότητας.

Μια ακόμη αρετή της ποίησης του Ανδρέου είναι η πνέουσα μετάβαση από στίχο σε στίχο και από στροφή σε στροφή που υποβοηθάται από την σχεδόν απουσία της τελείας, αλλά και από άλλες καλά κρυμμένες τεχνικές (για παράδειγμα η παρήχηση του σίγμα μαζί με επανάληψη του «στο»: «Συντρόφων που συντρίβονται στο γνώριμό σου άθλιο/οικόπεδο//Στο εικοσιτετράωρο των σπαραγμών»). Αυτή η ευκολία στη μετάβαση επιτρέπει στον ποιητή να υποβάλλει μια αίσθηση πλησμονής, καθώς τόσα αναφέρει και ο αναγνώστης ίσα που προλαβαίνει να βάζει μνημονικές τελείες· η αίσθηση αυτή που κορυφώνεται λειτουργεί τέλεια στα μικρού μήκους ποιήματα, αλλά κάπου χωλαίνει όταν το ποίημα εκτείνεται, ίσως γιατί πλέον η πλησμονή συσσωρεύεται και δεν εκτονώνεται.

Ο ποιητής φαίνεται πως ακούει καλά τα ηχητικά κενά -εκεί που κάτι λείπει- και τα καλύπτει: «Και τραγουδείς με τη φωνή αηδονική», «Σπείρε μου ρίζες όλο μου/ Γίνε μου ανήμερο θεριό».

Ο Γιώργος Ανδρέου με έπεισε με την ποίησή του και είναι από αυτές στις οποίες θα επιστρέψω. Είναι μια ποίηση που σε κάνει να ξεφεύγεις έστω και με απλά γλωσσικά τρικ («Εξ αμελείας ή από πρόθεση/Ή από σύνδεσμο ή από μετοχή»). Μια ποίηση ώριμη, πολύ μοντέρνα, γνήσια, αλλά με σαφή δημοτικά ακούσματα («Σώπασε μάνα, σώπασε/Και μην πολυδακρύζεις»), που την ανανεώνουν και τα ανανεώνει.


Διαβάστε επίσης:

Ο απερίσκεπτος Πλοηγός – Γιώργος Ανδρέου