Σημασία λένε έχει το πώς και το τι γράφεις και όχι το πόσα και πόσο γράφεις. Αυτήν την διαπίστωση λίγοι την τηρούν και ακόμα

Του Γιάννη Αντωνιάδη

λιγότεροι την διατηρούν καθώς φαίνεται πως για κάποιους εν τω πολλώ ει το ευ. Καμία σχέση δηλαδή με ένα θετικό αντιπαράδειγμα ουσίας λογοτεχνικής και λιτότητας γραφής όπως είναι ο Άντον Τσέχωφ. Πολλοί θα τον γνωρίζετε από τα θεατρικά του κατορθώματα όπως τον Θείο Βάνια, τον Γλάρο ή ακόμα τις τρεις αδερφές. Και όμως αυτός ο υφαντουργός του λόγου που ξεκλειδώνει το δικό του μουσικό κλειδί με την αφήγησή του έχει στην φαρέτρα του και διηγήματα και μυθιστορήματα. Η κυρία με το σκυλάκι δεν είμαι σε θέση να κρίνω αν είναι αντιπροσωπευτικό του, πάντως είναι ένα διήγημα λάγνου χαρακτήρα, μεθυστικού ύφους που παίζει σε έναν τόνο ερωτικό και σαγηνευτικό που πολλοί σύγχρονοι θα ζήλευαν.

Ο Ντιμίτρι και η Άννα, η Άννα και ο Ντιμίτρι δύο λαθρεπιβάτες του έρωτα που βιώνουν με μυστικές και υπόγειες διαδρομές είναι τα πρόσωπα πάνω στα οποία είναι θεμελιωμένο αυτό το βιβλίο των λίγων σελίδων που όμως είναι πλούσιο σε εικόνες, σε νοήματα, σε συναισθήματα, σε στιγμές μακριά από την πεζή καθημερινότητα μέσα στην οποία είναι πνιγμένοι οι δύο πρωταγωνιστές και από την οποία θέλουν να ξεφύγουν, να αποδράσουν σε ένα δικό τους κόσμο. Η γνωριμία τους πραγματοποιείται σε ένα καφέ της Γιάλτας, όπου τυχαίνει να συμβεί το μοιραίο συναπάντημα με ένα απλό κοίταγμα, έναν ανθρώπινο διάλογο όπως θα τον ζούσε ο καθένας από εμάς που αναζητάει μία συντροφιά καθόλου προβλέψιμη. Εκείνος μόνος, μοναχικός, άτακτα και αόριστα ταξιδεμένος στις σκέψεις του, εκείνη παντρεμένη και δεσμευμένη αλλά επίσης μόνη μιας και ο δεσμός που με κόπο συντηρεί την φυλακίζει, την βουλιάζει όλο και πιο πολύ στον βούρκο της αθεράπευτης ανίας της. Η συναναστροφή τους αυτή δεν είναι τίποτε άλλο από μία απελευθέρωση, από μία άλωση της μονότονης ζωής τους. Δραπετεύουν σαν να ήταν και οι δύο δεμένοι χειροπόδαρα σε μία άλλη πραγματικότητα που ούτε είχαν φανταστεί, για να αγκαλιάσουν την μοίρα τους, την τύχη τους.

Όλο το διήγημα είναι δομημένο και βασισμένο σε στοιχεία αδιαμφισβήτητα αυτοβιογραφικά μιας και ο Τσέχωφ τα περισσότερα βιβλία του τα εντάσσει σε ένα περιβάλλον κλειστό, μελαγχολικό και αποστασιοποιημένο από τον έξω κόσμο ακριβώς όπως ήταν και ο ίδιος. Εξάλλου δεν πέρασε και τα καλύτερα παιδικά χρόνια, από μικρός ένιωσε την πατρική αυστηρότητα, την βίαιη αφοσίωση και προσήλωση σε κάτι που δεν του αφέθηκε χρόνος να το γνωρίσει, για αυτό και έτρεμε την θρησκεία, η οποία του έγινε θηλιά στον λαιμό. Όλα του τα έργα αποπνέουν ένα άρωμα χρόνου που σταμάτησε σε μία χαμένη παιδική ηλικία που και ο ίδιος αναγνωρίζει πως ποτέ δεν έζησε. Όλη του η ζωή, η σύντομη ζωή του, πάσχει από αγάπη, χάσκει από έγνοια και τρυφερότητα κάτι όμως που προσπάθησε να μεταδώσει στις σκηνές που έπλασε στα έργα του και τα οποία έντυσε με μία ζεστασιά άγνωστη σε αυτόν, μόνο στο νου του ήθελε να την ζωγραφίσει και να την απεικονίσει.

Μία τέτοια ατμόσφαιρα έχει και αυτό το διήγημα, τον Τσέχωφ τον ενδιαφέρει πρωτίστως ο άνθρωπος και αυτό γιατί ο ίδιος γιατρός γαρ αφιέρωσε όλο του το είναι σε αυτήν την αποστολή, θεράπευσε αρρώστιες συνανθρώπων του με ανιδιοτέλεια, επούλωνε τον πόνο τον αναγνωστών του με ιστορίες κυρίως ψυχαγωγικές αλλά όχι με τον τρόπο που εμείς εννοούμε την ψυχαγωγία με τα σημερινά δεδομένα. Στα συγγράμματά του σκιαγραφούσε την ατέλεια του ανθρώπου, την χαρά του, την λύπη του, τον απασχολούσε όμως και η αποτύπωση της ειλικρίνειας των σχέσεων μέσα από τον φόβο της απώλειας, την αίσθηση της απόκτησης, τον πόθο και το πάθος ενός έρωτα που το κερί του ανάβει και σβήνει σε έναν βωμό σφυρηλατημένο από αληθινά και γνήσια αισθήματα.

Αυτές τις ιδέες, αυτήν την φιλοσοφία ακολουθεί και σε αυτό το διήγημα, οι άνθρωποι βρίσκονται και χάνονται αλλά ποτέ δεν ξεχνούν ο ένας τον άλλον. Η Άννα ζει και πεθαίνει στην χώρα της αγάπης της και ο Ντιμίτρι φέρει την φλόγα του έρωτα για την Άννα που συνάντησε και που έχασε φεύγοντας εκείνη μετά από κάλεσμα του συζύγου της να πάει να τον βρει στην Μόσχα. Το άσβεστο όμως πάθος δεν μπορεί να εξαϋλωθεί, δεν γίνεται να διαγραφεί σε μία ημέρα ούτε και σε μία νύκτα, ξυπνάει και κοιμάται από την ανάγκη να ξαναβρεί το καταφύγιο του, την φωλιά του, την τρυφερή γωνιά του. Γιατρός των ψυχών ο Τσέχωφ καταφέρνει να δρομολογεί έτσι την ροή του έργου για να δώσει ένα τέλος αβέβαιο μεν μιας και το αφήνει μετέωρο στην ακροβασία της δικής μας πλάνης που ελπίζει να μην είναι οικτρή αλλά ταξιδιάρικη, ευχάριστο δε καθώς το άρωμα γυναίκας είναι αυτό που τον εμπνέει και σμίγει τους δύο εραστές υπό ένα πέπλο μυσταγωγικής συνεύρεσης και μοιραίας αλληλεπίδρασης. Ο ίδιος βέβαια δεν ένιωσε την γυναικεία στοργή, την φροντίδα και κυρίως δεν μπόρεσε να γιατρέψει τον ίδιο του το εαυτό του, υπέφερε από μικρός από αιμοπτύσεις και έφυγε σε πολύ μικρή ηλικία από φυματίωση.

Η κυρία με το σκυλάκι είναι μία φυσιογνωμία με προσεγμένες κινήσεις, με ιδιαίτερη λεπτότητα που αποκαλύπτει την γοητεία του θηλυκού, ενός θηλυκού που καταφέρνει και πιάνει το αρσενικό στα δίχτυα του παρασέρνοντάς το δίχως να αντισταθεί. Ο Ντιμίτρι δεν είναι όμως ένα έρμαιο που παγιδεύεται στα πλοκάμια, δεν έχει την ανάγκη αυτή ούτε και η Άννα τον αλλοιώνει ή τον μεταβάλλει για να τον χειραγωγήσει. Η  Άννα και το σκυλάκι της είναι ένα δίδυμο που ασυναίσθητα και δίχως κόπο αλλά με τρόπο και με την πρώτη ματιά κουμπώνουν με τον χαμένο Ντιμίτρι όπου Άννα είναι η ζωή που γοητεύει και Ντιμίτρι ο ίδιος ο Τσέχωφ που διψάει για θέρμη και ψυχική ηρεμία. Τελικά, ο Τσέχωφ είναι ένας υμνητής του έρωτα παρά την δική του αποχή, ένας μεγάλος παρηγορητής της ίδιας του της δυστυχίας την οποία ο ίδιος μετέτρεψε σε ευτυχία και εμείς θεατές της κινηματογραφικής διάστασης των διηγημάτων του, το εισιτήριο της παράστασής του είναι η απόλαυση της ίδιας μας της ζωής για λογαριασμό του.