Η αναδρομική έκθεση του Άντι Γουόρχολ με τίτλο Warhol – The American Dream Factory (02.10.2020 – 18.04.2021) στο μουσείο La Boverie στη Λιέγη ερευνά την καλλιτεχνική παραγωγή σαράντα χρόνων του μεγάλου δημιουργού, αλλά και την ταραχώδη Αμερικανική ιστορία από το 1950 και μετά. Περιλαμβάνει τα πιο γνωστά έργα του, δανεισμένα από τα μεγαλύτερα μουσεία του κόσμου και διεθνείς συλλογές, καθώς και σπάνια ντοκουμέντα που παρουσιάζονται για πρώτη φορά, έργα του καλλιτέχνη που δημιουργήθηκαν για διαφημιστικά έντυπα, άρθρα περιοδικών, εξώφυλλα δίσκων και βιβλίων, προσκλητήριες κάρτες, περιοδικά μόδας, τυπώσεις πάνω σε φορέματα κ.α. Επίσης παρουσιάζει πληροφορίες για την κινηματογραφική του καριέρα και τις συνεργασίες του με τους Κιθ Χάρινγκ και Ζαν Μισέλ Μπασκιά.

Οι δεκαετίες 1950 και 1960: έμπνευση και επιτυχία

Στη μεταπολεμική, ραγδαία αναπτυσσόμενη Αμερική της δεκαετίας του 1950, ο Γουόρχολ μετακόμισε στη Νέα Υόρκη και ξεκίνησε την καριέρα του ως καλλιτέχνης περιοδικών, δημιουργός ‘σκηνικών’ σε βιτρίνες πολυκαταστημάτων του Μανχάτταν και διαφημιστής. Είναι η εποχή που η διαφήμιση, ο φανταχτερός κόσμος του θεάματος και η καταναλωτική κοινωνία πάνε χέρι-χέρι, υπηρετώντας το μεγάλο Αμερικάνικο όνειρο. Η εμπειρία που απέκτησε δουλεύοντας σε διαφορετικά διαφημιστικά πρότζεκτς και οι τεχνικές γραφικών και τυπώσεων που έμαθε τον βοήθησαν να αναπτύξει το προσωπικό του ιδίωμα κυρίως τη δεκαετία του 1960. Στα πιο κοινότυπα θέματα της καθημερινής ζωής ο Γουόρχολ είχε αναγνωρίσει την πηγή μιας μοναδικής έμπνευσης, γιατί είχε συνειδητοποιήσει αυτό που ο κριτικός τέχνης Γ. Ρ Σουένσον ανέφερε, ότι: «Ένα μεγάλο μέρος από ό,τι είναι καλό και χρήσιμο για τη ζωή μας είναι αυτό που είναι δημόσιο και το μοιραζόμαστε με την κοινότητα. Τα πιο κοινότυπα κλισέ, οι πιο κοινότυπες αντιδράσεις είναι αυτά που πρέπει να αντιμετωπίσουμε πρώτα, αν θέλουμε να καταλήξουμε σε κάποια κατανόηση των νέων δυνατοτήτων που μας παρέχονται σ’ αυτόν το γενναίο και όχι εντελώς χωρίς ελπίδα νέο κόσμο».

Χωρίς να υπερασπίζεται, αλλά ούτε και να αποκηρύσσει τον καπιταλισμό ως ιδεολογία και τρόπο παραγωγής, ο καλλιτέχνης επέλεγε απλά να αντικατοπτρίζει τα πρόσωπά του ως πιστά είδωλα της αμερικάνικης κοινωνίας. «Τις προάλλες προσπαθούσα να σκεφτώ τι κάνεις σήμερα στην Αμερική, αν θέλεις να είσαι επιτυχημένος. Παλιά ήσουν αξιόπιστος και φορούσες καλό κουστούμι. Κοιτάζοντας γύρω, νομίζω πως σήμερα πρέπει να κάνεις όλα όσα έκανες και παλιά, αλλά να μη φοράς καλό κουστούμι. Μου φαίνεται πως αυτό είναι όλο. Να σκέφτεσαι σαν πλούσιος. Να έχεις την εμφάνιση φτωχού».

Χρησιμοποιώντας αυτό που θεωρούσε την παρακμή της εποχής, δηλαδή την στροφή όλων προς την μαζική παραγωγή, αποκάλυπτε τη δύναμη του καπιταλισμού να αφομοιώνει τα πάντα προς όφελος του, ακόμα και τους χειρότερους του εχθρούς. Χαρακτηριστικά είναι τα πορτρέτα του Μάο Τσε Τούνγκ που ο Γουόρχολ ξεκίνησε να ζωγραφίζει το 1972, ένα χρόνο μετά την ανακοίνωση του Νίξον ότι θα επισκεπτόταν την Κίνα τον Ιούλιο του 1971 και μετά την παρότρυνση του φίλου του εμπόρου τέχνης Μπρούνο Μπισχοφμπέργκερ να κάνει πορτραίτα σημαντικών προσωπικοτήτων του 20ου αιώνα.

Η δεκαετία του 1960 έφερε την αποκάλυψη της σκοτεινής πλευράς της τεράστιας προόδου της Αμερικής: μεγάλο μέρος της κοινωνίας ασφυκτιούσε από τη φτώχεια, το οργανωμένο έγκλημα, τις φυλετικές διακρίσεις και την αστυνομική βία. Η δυναμική αντίδραση ήρθε μέσα από τα μαζικά κινήματα για τα ανθρώπινα δικαιώματα, τις διαμαρτυρίες ενάντια στον πόλεμο του Βιετνάμ, την αντικουλτούρα αμφισβήτησης των χίπις, τις πρώτες δράσεις του κινήματος της LGBT κοινότητας. Η ματιά του Γουόρχολ έμοιαζε ειρωνική, φαινομενικά επιφανειακή, αλλά στην πραγματικότητα ήταν βαθιά και αποκαλυπτική.

«Τις προάλλες μου συνέβη κάτι πολύ αμερικάνικο. Πήγα σε έναν πλειστηριασμό στο Parke-Bernet και δε με άφησαν να μπω μέσα, γιατί είχα μαζί μου το σκύλο μου, οπότε αναγκάστηκα να περιμένω στο χωλ το φίλο μου με τον οποίο είχα ραντεβού εκεί, για να του πω πως δε μου επέτρεψαν την είσοδο. Ενώ περίμενα λοιπόν στο χωλ, υπέγραφα αυτόγραφα. Ήταν μια τυπική αμερικάνικη κατάσταση».

«Αν ο Πρόεδρος έμπαινε σε μια δημόσια τουαλέτα στο Καπιτώλιο και είχε τις τηλεοπτικές κάμερες να τον παίρνουν την ώρα που θα καθάριζε και έλεγε: «Γιατί όχι; Κάποιος θα πρέπει να το κάνει και αυτό!», θα ενίσχυε πάρα πολύ το ηθικό των ανθρώπων που κάνουν τη θαυμάσια δουλειά να διατηρούν τις τουαλέτες καθαρές. Θέλω να πω πως αυτό που κάνουν είναι θαυμάσιο. Ο Πρόεδρος έχει ένα μεγάλο δυναμικό δημοσιότητας που μένει ανεκμετάλλευτο. Κάποτε θα ΄πρεπε να κάτσει κάτω και να φτιάξει έναν κατάλογο όλων των πραγμάτων που οι άνθρωποι ενοχλούνται να τα κάνουν ενώ δε θα ΄πρεπε να τους ενοχλούν, και μετά να τα κάνει όλα στην τηλεόραση».

Αυτή η δεκαετία τελειώνει για τον Γουόρχολ στις 3 Ιουνίου του 1968, όταν η ακραία ακτιβίστρια Βαλερί Σολάνας πυροβόλησε τον καλλιτέχνη δύο φορές στην κοιλιά μέσα στο Factory, που υπήρξε το διάσημο στούντιο του με τρείς διαφορετικές τοποθεσίες στο Μανχάτταν από το 1962-84. Στην απολογία της είπε ότι το έκανε γιατί ο Γουόρχολ της «ήλεγχε τη ζωή». Το δραματικό γεγονός υπήρξε η αφορμή για τη δημιουργία μιας σειράς ζωγραφικών έργων που φανέρωναν το φόβο του θανάτου. Εκείνη τη χρονιά oι New York Times ανακήρυξαν την Ποπ Αρτ νεκρή.

«Πριν με πυροβολήσουν, είχα πάντα την εντύπωση πως ήμουν παρών μάλλον ο μισός παρά ολόκληρος – πάντα είχα την υποψία ότι έβλεπα τηλεόραση παρά ότι ζούσα τη ζωή. Ο κόσμος ισχυρίζεται μερικές φορές πως ο τρόπος με τον οποίο συμβαίνουν τα πράγματα στις ταινίες είναι εξωπραγματικός, στην ουσία όμως, εξωπραγματικός είναι ο τρόπος που συμβαίνουν τα πράγματα στη ζωή. Οι ταινίες κάνουν τα συναισθήματα να φαίνονται έντονα και πραγματικά, ενώ αντίθετα, όταν στ’αλήθεια σου συμβαίνουν διάφορα πράγματα, είναι σαν να βλέπεις τηλεόραση – δεν αισθάνεσαι τίποτα. Τη στιγμή ακριβώς που με πυροβόλησαν κι από κει και έπειτα, ήξερα ότι βλέπω τηλεόραση. Τα κανάλια αλλάζουν, αλλά τα πάντα είναι τηλεόραση….Όταν ξύπνησα κάπου- δεν ήξερα πως βρισκόμουν στο νοσοκομείο και πως ο Μπομπ Κέννεντυ είχε πυροβοληθεί την επόμενη μέρα από μένα – άκουσα λόγια φανταστικά, ότι χιλιάδες άνθρωποι βρίσκονταν στον Καθεδρικό Ναό του Αγίου Πατρικίου, προσεύχονταν και πάθαιναν υστερικές κρίσεις, οπότε άκουσα τη λέξη «Κέννεντυ» κι αυτό με ξανάφερε πίσω στον κόσμο της τηλεόρασης, γιατί τότε ήταν που συνειδητοποίησα – α, μάλιστα εδώ είμαι και πονάω ».

O Γουόρχολ και το σινεμά

Το 1966 ο Γουόρχολ δηλώνει ότι θέλει να εγκαταλείψει τη ζωγραφική για να εστιάσει αποκλειστικά στη δημιουργία ταινιών που είχε ξεκινήσει τρία χρόνια πριν.

Αν και οι ταινίες του Χόλιγουντ και τα φανταχτερά είδωλα της εποχής του ενέπνευσαν τη ζωγραφική του, το δικό του κινηματογραφικό πρίσμα είναι βασισμένο στον πειραματισμό, του οποίου η καρδιά δεν χτυπά στο Λος Άντζελες, αλλά στη Νέα Υόρκη. Πρόκειται για ένα είδος κινηματογράφου, όπου οι ηθοποιοί είναι τύποι περιθωριακοί και ανώνυμοι, ανυψωμένοι στο επίπεδο των σούπερσταρς. Ένα real time σινεμά που του λείπει η αφήγηση, η δράση και το μοντάζ και όπου η κάμερα είναι απλά ένα μηχανικό μάτι που καταγράφει τη ζωή όπως εξελίσσεται.

«Όταν δεν είχαμε λεφτά να κάνουμε κανονικές ταινίες μεγάλου μήκους με τα χιλιάδες κατ, τις επαναληπτικές λήψεις κτλ., προσπάθησα να απλοποιήσω τη διαδικασία που απαιτεί η δημιουργία κινηματογραφικών ταινιών, οπότε έκανα ταινίες στις οποίες χρησιμοποιούσαμε κάθε μέτρο φιλμ που τραβούσαμε, γιατί αυτό ήταν πιο φτηνό, πιο εύκολο και πιο διασκεδαστικό. Κι έτσι δεν είχαμε καθόλου υπόλοιπα. Μετά, το 1969, αρχίσαμε να κάνουμε οι ίδιοι το μοντάζ, αλλά, ακόμα κι απ’ τις δικές μας ταινίες, αυτά που συνεχίζουν να με ξετρελαίνουν ως σήμερα είναι τα υπόλοιπα. Τα σκάρτα είναι όλα καταπληκτικά. Τα φυλάω με επιμέλεια».

Οι πρώτες του ταινίες είναι ριζοσπαστικά μανιφέστα, όπως το Sleep (1963) που καταγράφει μερικές ώρες του ήσυχου ύπνου του ποιητή Τζόν Τζιόρνο.

«Ένα άλλο πράγμα που δεν μπορούσα να καταλάβω ήταν όλοι εκείνοι που δεν κοιμούνταν ποτέ κι έκαναν πάντα ανακοινώσεις σαν αυτή: «Ω, χτυπάω ένατη μέρα κι είναι υπέροχο!» Σκέφτηκα λοιπόν: «Είναι μάλλον καιρός να κάνω μια ταινία για κάποιον που κοιμάται όλη νύχτα». Το μόνο που είχα όμως ήταν μια κινηματογραφική μηχανή που τραβούσε τρία λεπτά, οπότε έπρεπε να την αλλάζω κάθε τρία λεπτά για να τραβήξω ένα τρίλεπτο. Έκανα πιο αργό το ρυθμό της ταινίας για να καλύψω τα τρία λεπτά που έχανα αλλάζοντας φίλμ, και το προβάλαμε σε πιο αργή ταχύτητα για να αναπληρώσουμε τα κενά».

Η ταινία Empire (1963) αποτελεί ουσιαστικά ένα σταθερό, επιβραδυνόμενο πλάνο 8 ωρών του Εmpire State Building, όπου μόνο το φως αλλάζει κατά τη νύχτα.

«Ξαφνικά ο Β είπε, «Nα και η πρώτη σου Σουπερστάρ».
«Ποιά; Η Ίνγκριντ;»
«Το Εμπάιρ Στέιτ Μπίλντινγκ.»
Μόλις είχαμε στρίψει στην 34η Οδό. Γέλασε μόνος του με το αστείο του, ενώ εγώ έψαχνα στην μπότα μου μερικά χαρτονομίσματα του ενός δολαρίου για να πληρώσω το ταξί».

Οι ταινίες του Γουόρχολ είναι αληθινοί στοχασμοί για την τέχνη και την εποχή του. Προσφέρουν στο νου και στο βλέμμα ένα περίεργο μηχανισμό μεταφοράς μεταξύ ενός κινούμενου πίνακα και μιας στατικής ταινίας. Μερικές φορές κινηματογραφούσε στον εκπληκτικό ρυθμό της μιας ταινίας την εβδομάδα. Άφηνε τους ηθοποιούς του να αυτοσχεδιάζουν το ρόλο τους και συχνά τους ωθούσε στα άκρα μπροστά στο μάτι της κάμερας. Συνολικά γύρισε έτσι μέσα σε μια δεκαετία -μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1970- μερικές εκατοντάδες ταινιών.

Τη δεκαετία του 1980 ο Γουόρχολ βρίσκεται στο απόγειο της καριέρας του, ένα αμερικάνικο είδωλο που αντιπροσωπεύει τις αλλαγές που παρατηρούνται στην underground σκηνή της Νέας Υόρκης, και ανανεώνει την εικαστική του γλώσσα επηρεάζοντας τους ‘επιγόνους’ του (Μπασκιά, Χάρινγκ, Κλεμέντε). Το 1987 πεθαίνει από επιπλοκές μιας εγχείρησης ρουτίνας σε ηλικία 58 ετών.

«Όταν πια θα’χει έρθει η ώρα μου, όταν πεθάνω, δε θέλω ν’αφήσω υπόλοιπα. Όπως δε θέλω να ‘μαι κι ο ίδιος υπόλοιπο. Αυτή τη βδομάδα, παρακολουθούσα τηλεόραση και είδα μια γυναίκα που μπήκε μέσα σ΄ ένα μηχάνημα με ακτίνες και εξαφανίστηκε. Ήταν υπέροχο, γιατί η ύλη είναι ενέργεια κι εκείνη απλώς διασκορπίστηκε. Θα μπορούσε να γίνει η κατ’εξοχήν αμερικάνικη εφεύρεση, η καλύτερη αμερικάνικη εφεύρεση -το να μπορείς να εξαφανίζεσαι. …Το χειρότερο πράγμα που θα μπορούσε να σας συμβεί όταν θα έχει έρθει η ώρα σας, είναι να σας ταριχεύσουν και να σας στήσουν σε μια πυραμίδα. Με απωθεί η σκέψη ότι οι Αιγύπτιοι έπαιρναν κάθε όργανο και το ταρίχευαν ξεχωριστά, στο δοχείο του. Ο δικός μου μηχανισμός θέλω να εξαφανιστεί».

Photos: Chris De Vis
Πληροφορίες από:
Τα κείμενα της έκθεσης
Η φιλοσοφία του Άντυ Γουόρχολ, από το Α στο Β και πάλι από την αρχή, εκδόσεις Σέλας, μετ. Ιουλία Ραλλίδη, 1986
Λούσυ Λίπαρντ, Ποπ Αρτ, εκδόσεις Υποδομή, μετ. Γιώργος Τασσόπουλος, 1984