Ιστορίες που μυρίζουν χώμα και αίμα από το παρελθόν της Ελλάδας και των ανθρώπων της παρουσιάζει ο Ανδρέας Νικολακόπουλος στη δεύτερη συλλογή διηγημάτων του, προβαίνοντας εμπράκτως στην προσωπική του «αποδοχή κληρονομιάς».

Η συγγραφή των διηγημάτων στην τελευταία σας συλλογή Αποδοχή κληρονομιάς ήταν κάτι που σας τριβέλιζε καιρό ή προέκυψε σαν απάντηση σε μια ξαφνική εσωτερική ανάγκη;

Η Αποδοχή κληρονομιάς είναι η δεύτερη συλλογή μου διηγημάτων μετά την πρώτη με τίτλο Μάκινα, με την οποία η χρονική διαφορά είναι ελάχιστη. Η ιδέα του να πω κάτι για όσους δεν μπόρεσαν να μιλήσουν ποτέ και η έγνοια του να σώσω ό,τι καταφέρω από ιστορίες που άκουγα μικρός δούλευε μέσα μου καιρό. Εντελώς ξαφνικά όμως αυτό εκφράστηκε στο χαρτί και όχι σε κάποιο τελάρο ζωγραφικής για παράδειγμα.

Οι ιστορίες σας, εκτός από την τελευταία που δίνει και τον τίτλο της στη συλλογή, εκτυλίσσονται σε χρόνια παλιά μιας Ελλάδας που σήμερα μοιάζει να χάνεται. Πόσο ζωτικό νιώθετε ότι είναι για έναν νέο άνθρωπο να κρατήσει αυτή τη σύνδεση με το παρελθόν;

Νομίζω πως ο κάθε άνθρωπος οφείλει να κόψει τις άγκυρές του και να φύγει, με τη βαθύτερη έννοια του «φεύγω». Είτε κυριολεκτικά από το μέρος που γεννήθηκε, είτε από τη μέχρι τότε ζωή του. Το ταξίδι αυτό πρέπει να γίνει γιατί τότε θα είναι πιο όμορφη η επιστροφή στο αρχικό σημείο. Η σύνδεση με το παρελθόν είναι τόσο χρήσιμη όσο χρήσιμη είναι η σχέση των ψηλών κλαδιών του δέντρου με τις ρίζες στα χαμηλά.

Η γλώσσα των διηγημάτων σας διανθίζεται με τοπικά ιδιώματα από διάφορες περιοχές όπου άκμασε ελληνισμός, ενώ στα κείμενά σας παρατίθενται λεπτομερείς περιγραφές από αγροτικές εργασίες. Πρόκειται για βιωματική σας γνώση, καρπό έρευνας, ή συνδυασμό και των δύο;

Αν μπορούσα να τα βάλω επί τοις εκατό θα έλεγα πως η βιωματική γνώση βρίσκεται στο 70% και η έρευνα γύρω από αυτά τα θέματα στο 30%. Οφείλω πολλά ευχαριστώ για τη γνώση αυτή στους παππούδες και τις γιαγιάδες μου που ούτε οι ίδιοι μπορούσαν να αντιληφθούν τον θησαυρό που είχαν στα χέρια τους. Μεγάλωσα μέσα από τις εργασίες γύρω από τη σταφίδα, τις ελιές και τα αμπέλια. Η γλώσσα εκείνη ήταν καθημερινή και το χάσιμο αυτών των λέξεων είναι κάτι δυσάρεστο για μένα.

Στο βιβλίο σας οι αρχαίοι ελληνικοί μύθοι μοιάζουν ακόμα παρόντες και άρρηκτα συνδεδεμένοι με το χώμα και τον αέρα των τόπων που τους γέννησε. Πιστεύετε ότι η δύναμη των μύθων αυτών παραμένει αμείωτη τόσους αιώνες μετά;

Πάντα είχα την εντύπωση ότι η «επιτυχία» εκείνων των μύθων βρισκόταν στο γεγονός πως κινούνταν μέσα στο πεδίο δράσης των ανθρώπων. Στο οποιοδήποτε απομακρυσμένο χωριό υπάρχει μια σπηλιά που ζευγάρωσε ο Δίας, ένα ρέμα που φώλιαζε ο Διόνυσος κ.λπ. Οι θεοί και οι ήρωες βρίσκονταν δίπλα στους απλούς ανθρώπους και αυτό βοηθούσε στην κατανόηση και στην αλληγορία του μύθου. Στην Αθήνα αυτή η σχέση με τον μύθο έχει χαθεί, μα στην επαρχία παραμένει ισχυρή. Έχουν μια ικανότητα τα βουνά, τα χώματα και τα ποτάμια να θυμούνται. Στη γη υπάρχει μνήμη. Στο τσιμέντο και στην άσφαλτο όλα αυτά ξεθωριάζουν.

Αίμα και θάνατος διαποτίζουν τα διηγήματά σας, ταυτόχρονα όμως και η απονομή μιας αρχέγονης δικαιοσύνης όταν παραβιάζεται η φυσική ισορροπία. Αποτελεί προσωπική σας πεποίθηση ότι η ύβρις ακολουθείται αναπόδραστα από την τιμωρία της;

Ναι, πιστεύω απόλυτα στη Νέμεση που ακολουθεί της Ύβρεως. Μερικές φορές καθυστερεί λίγο μα σχεδόν πάντα έρχεται η ισορροπία και η εξαργύρωση στα θέματα δικαίου και αδίκου. Υπάρχει εκείνη η λαϊκή φράση που χρησιμοποιούσαν οι παππούδες στο χωριό και έλεγε ότι «θα το βρει η τάβλα το καρφί της». Αργά η γρήγορα η έπαρση, η αλαζονεία, ο κομπασμός, η ασέβεια, η απληστία και η χαιρεκακία βρίσκουν τον δάσκαλό τους. Όλα προσαρμόζονται κάτω από τις λέξεις «ανάγκη» και «αρμονία».

Διαβάστε επίσης:

Ανδρέας Νικολακόπουλος- Αποδοχή κληρονομιάς