Εκείνο το αυγουστιάτικο μεσημέρι οι γυμνές πατούσες του Παρισιού είχαν κυριολεκτικά καψαλιστεί από τον παροιμιώδη καύσωνα του ’48, και άχνιζαν. Τόσο αποπνικτική ήταν η ατμόσφαιρα στα στήθια των ανθρώπων, και τόσο αμείλικτος ο ήλιος στις ράχες τους, που όσο περίμενε η εικοσιπεντάχρονη Μαρία τον έρωτά της γερμένη στη Γέφυρα Αλεξάντρ ΙΙΙ, μια κοπέλα που αγνάντευε το Σηκουάνα δίπλα της, λιποθύμησε. Σούσουρο επικράτησε. Περαστικοί και μη, έτρεξαν να την συνεφέρουν. Ανάμεσά τους και η Μαρία μέσα στο κατακόκκινο φόρεμά της με τις λεπτές τιράντες. Αυτό που άρεσε πιο πολύ από όλα, στον συγγραφέα. Ώσπου ένα χέρι την άρπαξε βίαια και προκλητικά από τους ώμους για να τής ανακόψει την πορεία. Αυτή γύρισε σαστισμένη και αντίκρισε ό,τι φοβόταν: δυο σκούρα θιγμένα μάτια  που αδιαμφισβήτητα ανήκαν σε μιαν απατημένη σύζυγο. Στην Φρανσίν Φορ. «Ξέρω πως εδώ συναντιέστε τα μεσημέρια προτού απομονωθείτε. Σας έχω δει. Σας έχω παρακολουθήσει. Ξέρω πως όπου να ‘ναι, από κάπου θα φανεί με ένα χαμόγελο ως τ’ αυτιά. Ίσως και με ένα μπουκέτο ορχιδέες, στις οποίες φαίνεται να έχεις αδυναμία. Ξέρω πως τον κάνεις να ονειρεύεται. Ξέρω πως τον κάνεις ευτυχισμένο, περισσότερο από μένα, αλλά οφείλω να σε προειδοποιήσω, γλυκιά μου, παρόλο που κάθε πόνος σου μπορεί να κάνει εμένα ευτυχισμένη: ποτέ μην κλέβεις τον άνδρα μιας άλλης, Μαρία Καζαρές. Αν απάτησε με ‘σένα, σαφώς και θα απατήσει και εσένα. Αυτός είναι εξάλλου, ο χαρακτήρας του Αλμπέρ. Πρόσκαιρα ενθουσιώδης σε όλα του. Μην αυταπατάσαι από το καμικό περίβλημα.»

Αυτά ήταν τα λόγια που στοίχειωναν τη συνείδηση της Ισπανίδας ηθοποιού κάθε νύχτα προτού κοιμηθεί, και αυτά τα ίδια λόγια ήταν που αποδημούσαν από το νου και την καρδιά της κάθε φορά που χανόταν στην αγκαλιά του Αλμπέρ Καμύ. Την είχε φιλήσει με πάθος στα 21 της σε μια πρόβα για το θεατρικό του έργο, «Η παρεξήγηση», κάπου ανάμεσα σε σκηνικά, στολές και εχέμυθα άτομα. Ύστερα, την είχε χάσει για τέσσερα ολόκληρα χρόνια, μια και εκείνη έτρεμε στην ιδέα τού να παίζει τη γάτα και το ποντίκι με έναν παντρεμένο άνδρα, αλλά στο τέλος διαπίστωσε πως δε μπορούσε, ούτε και ήθελε να του ξεφύγει. Είναι αλήθεια άλλωστε, πως όσες προσπάθειες κάνουμε για να προσπεράσουμε το πεπρωμένο μας, έχουν ως μοναδικό αποτέλεσμα να μας οδηγήσουν σ’ αυτό.

Είχαν δέκα χρόνια διαφορά, δυο πεινασμένα κορμιά για ερωτικές περιπτύξεις, και μιαν ακατάσχετη ροπή – μεταξύ σοβαρού κι αστείου – στις σκηνές ζηλοτυπίας. Όταν η Μαρία Καζαρές δεν έβλεπε τον συγγραφέα της Πανούκλας, της Πτώσης, του Επαναστατημένου Ανθρώπου και του Ξένου, τού έστελνε γράμματα, μέσα στα οποία έκαιγαν ο πόθος, η αγάπη και η προσμονή. Ο Αλμπέρ Καμύ που προστάτευε ως κόρη οφθαλμού την θυελλώδη σχέση τους, της απαντούσε πάντα με την ίδια λαχτάρα. Στα μακροσκελή γράμματά του απευθυνόταν σε μια γυναίκα που ήταν όμορφη από θέλημα Θεού, και τσαχπίνα από θέλημα Διαβόλου. Σε μια γυναίκα που όταν την είχε ρωτήσει για πρώτη φορά για τις φιλοδοξίες της, του είχε απαντήσει με ένα απροσδιόριστο κούνημα του κεφαλιού της, ενώ όταν την ξαναρώτησε λίγο αφότου είχαν μοιραστεί το ίδιο κρεβάτι, είχε αποκριθεί πως μοναδική της φιλοδοξία ήταν να τού εμπνέει διαρκώς τον έρωτα.

Αυτή ήταν η Μαρία Καζαρές: κάποια που δεν ήθελε μόνο την καρδιά, αλλά και την ψυχή του. Κάποια, της οποίας τα μάτια γίνονταν η φυλακή του. Κάποια που γεννήθηκε για να αποτελέσει τον πειρασμό ενός έγγαμου «παραδείσου». Κάποια, που κοντά της ο Καμύ αντιλαμβανόταν τις κλεμμένες ώρες της ημέρας και της νύχτας ως ένα απερίγραπτα τέλειο θαύμα. Όμως παρά τα εκατοντάδες τελεσίγραφά της, δεν χώριζε την σύζυγό του. Απέκτησε τα δίδυμα Ζαν και Κατρίν μαζί της, πράγμα που θα ισοπέδωνε τη Μαρία. Από την άλλη, η Φρανσίν κατρακυλούσε όλο και πιο βαθιά στην κατάθλιψη της και ο Καμύ συνειδητοποιούσε πως ζωή είναι τελικά το άθροισμα των επιλογών μας. «Φοβάμαι να σε μοιράζομαι και μπορεί και να κουράστηκα. Πάρε μιαν απόφαση, επιτέλους, Αλ. Αν δεν το κάνεις, σου υπόσχομαι μέχρι το τέλος αυτού του χρόνου να έχω εξαφανιστεί οριστικά και αμετάκλητα από τη ζωή σου», του είχε τρίξει τα δόντια η ερωτευμένη Μαρία Καζαρές που στο μεταξύ είχε καθιερωθεί στον γαλλικό κινηματογράφο, κι αυτός συνέχιζε να καπνίζει σιωπηλός και προβληματισμένος την πίπα του.

Ο Καμύ δεν άντεχε μακριά της, ούτε όμως και στη σκέψη να την αγγίξει κάποιος άλλος κι αφού απέσπασε το Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1957, ένιωσε έτοιμος να προχωρήσει στο μεγάλο βήμα μαζί της.

Παρόλα αυτά, η μοίρα είχε άλλα σχέδια. Στις 4 Ιανουαρίου 1960, το όχημα στο οποίο επέβαινε μαζί με τον εκδότη του, καρφώθηκε με υπερβολική ταχύτητα σε δέντρο στο Πτι Βιλμπλεβέν της Υόν, με αποτέλεσμα να σκοτωθεί ακαριαία ο γαλλοαλγερινός συγγραφέας. Πέντε μέρες νωρίτερα, έγραφε στο στερνό του γράμμα τα σχέδιά του: «Ποτέ δε μου έλειψες περισσότερο, μικρή μου. Πηγαίνω στο Παρίσι, όπου και θα ζήσουμε για πάντα μαζί. Μην αργήσεις να έρθεις να με βρεις. Βρήκα τον άνθρωπο με τον οποίο θέλω να περάσω το υπόλοιπο της ζωής μου. Και αυτό το υπόλοιπο θέλω να αρχίσει εδώ και τώρα! Σε φιλώ γλυκά, ανυπόμονα και παθιασμένα στο λαιμό, όπως σου αρέσει. Παντοτινά δικός σου, ο Αλόνσο σου.» Σαν πληροφόρησαν τη Μαρία για τον θάνατό του, τα δάκρυά της πότισαν τις αράδες, κι ό,τι διακρινόταν μόνο πια, ήταν εκείνο το «παντοτινά δικός σου». Γιατί ο Αλμπέρ Καμύ θα ήταν παντοτινά δικός της.