«Πλάκα μου κάνεις πάλι, έτσι δεν είναι;» ψεύδιζε η αδελφή της κάθε φορά που την έπιανε στα πράσα. Πότε στο δωμάτιό της, πότε στο σαλόνι, πότε στην κουζίνα. «Αλήθεια, τι στο καλό νομίζεις πως καταφέρνεις ξυπνώντας τούτο το σαράβαλο από τον λήθαργο της φθοράς; Ασ’το επιτέλους να σαπίσει, και να ηρεμήσει κι εμάς το κεφαλάκι μας από το εκνευριστικό του τάκα – τούκα», συνέχιζε με φωνή που έσταζε περιφρόνηση για την αρχαία γραφομηχανή που η άλλη γυναίκα μεταχειριζόταν σχεδόν με ευλάβεια. «Πώς σου καρφώθηκε η ιδέα να γράψεις αστυνομικό μυθιστόρημα; Από πού κι ως πού; Τι να ξέρεις εσύ από φόνους, ίντριγκες και παιχνίδια κατασκοπείας; Θαρρείς πως είναι κομμάτι εύκολο; Θα φας τα μούτρα σου, αγαπητή μου», επέμενε η ψευδή.

«Γνώμη σου, και σε παρακαλώ να την κρατήσεις για τον εαυτό σου. Κάποτε θα με διαβάζουν μετά μανίας. Κι αυτό, γιατί γνωρίζω από πρώτο χέρι ότι το μυστήριο των αστυνομικών μυθιστορημάτων δεν είναι ένα πρόβλημα που πρέπει να λύσει ο αναγνώστης, αλλά μια προσωρινή, καθ’όλα πειστική πραγματικότητα που πρέπει να βιώσει στο έπακρο», απαντούσε η Αγκάθα Κρίστι που από βοηθός φαρμακοποιού στην Αεροπορία κατά τον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο, έμελλε να γίνει η «Βασίλισσα του Εγκλήματος».

Και όχι άδικα, προς Θεού. Η γεννημένη στις 15 Σεπτεμβρίου 1890 στο Ντέβον της Αγγλίας, Αγκάθα Μαίρη Κλαρίσσα Μίλερ, Λαίδη Μάλλοουαν, απέδειξε από νωρίς ότι είχε πλήρη επίγνωση του τι έκανε αλλά και τι επρόκειτο να καταφέρει. Η λογοτεχνική μητέρα του Ηρακλή Πουαρό και της Τζέιν Μαρπλ, που σπούδασε τραγούδι στο Παρίσι παρά τις οικονομικές της δυσκολίες, που κάπνιζε σε χαρές κι οδύνες μόνο πούρα μάρκας Bolivar, και έκανε τσακωτούς στη συζυγική κλίνη τον πρώτο της άντρα με μια οικογενειακή τους φίλη, ακολουθούσε τη στρατηγική της αράχνης στις ιστορίες της. Στο ντετεκτιβικό της κόσμο με άλλα λόγια, έφτιαχνε περίτεχνους ιστούς πλοκής που συνέδεαν ό,τι άγγιζαν οι ήρωές της, έστω και αν αυτό δε γινόταν με την πρώτη ματιά αντιληπτό.

Η γυναίκα που έχει πουλήσει ένα δισεκατομμύριο αγγλικά αντίτυπα κι άλλο ένα δισεκατομμύριο μεταφρασμένα σε 103 γλώσσες, κι αυτή που πλένοντας τα πιάτα, κατέβαζε τις καλύτερες ιδέες, έγραφε για τις φορές που κανείς δε δείχνει περισσότερο αθώος από έναν ένοχο που δεν κινδυνεύει πια. Για τις περιστάσεις, στις οποίες όλοι φοράμε μάσκες κι όταν πρέπει να τις αποχωριστούμε, ξεκολλάμε και το δέρμα μας μαζί. Για τις στιγμές, όπου η αλήθεια αποτελεί δαυλό μες στην ομίχλη που ενώ λάμπει, δεν τη διαλύει. Και για τις μέρες εκείνες, όπου τα επιχειρήματα μοιάζουν να είναι προϊόντα ολονύχτιας προετοιμασίας. Αυτή ήταν η Αγκάθα Κρίστι. Μια μεγαλοφυΐα ικανή να δει δέκα πράγματα εκεί όπου άλλοι ομότεχνοί της μπορούν να δουν μόνο ένα.

Η Αγκάθα Κρίστι που κάποτε εξαφανίστηκε για έντεκα ολόκληρες μέρες κι όλοι έσπευσαν να ενοχοποιήσουν τον πρώτο της σύζυγο, που μπήκε στη μύτη της ΜΙ5 λόγω μιας συγγραφικής παρεξήγησης, που αργότερα παντρεύτηκε έναν αρχαιολόγο, τον οποίο βοηθούσε στις ανασκαφές του και αγαπούσε το σερφ, παραμένει ζωντανή στην ιστορία της Λογοτεχνίας με έργα όπως: «Ποιός σκότωσε τον Ρότζερ Άκρουντ» (1926), «Φόνος στο πρεσβυτέριο» (1930), «Έγκλημα στο Οριάν Εξπρές» (1934), «Φόνοι κατ’ αλφαβητική σειρά» (1935), «Δέκα μικροί νέγροι» (1939), «Αυλαία – Η τελευταία υπόθεση του Πουαρό» (1975), κ.α.

Δεν τής ήταν δα και τόσο δύσκολο από ό,τι φάνηκε. Ανάγνωριζε στους κλέφτες, τους ψεύτες, τους προδότες και τους δολοφόνους μια βυθισμένη ομορφιά, και είχε βρει τα κουμπιά τους. Ήξερε πως οι λόγοι για τις πράξεις τους ήταν πάντα δύο: ένας καλός λόγος κι ένας πραγματικός. Ήξερε πως μπορείς να τους ξεγελάς όλους για λίγο καιρό, λίγους όλο τον καιρό αλλά όχι όλους όλον τον καιρό. Ήξερε και ότι δεν πρέπει κανείς να απολογείται προτού κατηγορηθεί. Η Κρίστι έγραφε ως εγκληματίας, ως συνήγορος αλλά κι ως δικαστής την ίδια στιγμή, επιβεβαιώνοντας πως οι γυναίκες ήταν, είναι και θα είναι άφταστες σε κάθε είδους τέχνασμα.

Στις 12 Ιανουαρίου 1976 σπεύδει να συναντήσει τον αγαπημένο της Έντγκαρ Άλαν Πόε κι αφήνει πίσω την αγάπη της για το καλοστημένο έγκλημα, την έξοδο που συνήθως βρίσκεται όπου κι η είσοδος, αλλά και την πειθώ που αγκαλιάζει πολλές αλήθειες που φαίνεται να είναι αντίθετες μεταξύ τους. Αφήνει πίσω της αναγνώστες ανά τον κόσμο που κατάλαβαν και θα συνεχίσουν να καταλαβαίνουν πως όπως θα έλεγε η Αμερικανίδα φιλόσοφος και συγγραφέας, Ayn Rand, οι ήρωες της χτίζουν τον κόσμο σύμφωνα με τη δική τους εικόνα. Στο παιχνίδι του θάρρους και της αλήθειας, έχουν την δυνατότητα να διαλέξουν, και όχι την δυνατότητα να αποφύγουν να διαλέξουν το πρόσωπο με το οποίο θα συστηθούν. Αυτή είναι κι η γοητεία τους: άνθρωποι με μυστικά που μας καλούν διαχρονικά σε αφηγηματικές μαζώξεις όπου πάντα κάποιος κάπως θα φύγει από τη ζωή, κι εμείς θα πρέπει να ανακαλύψουμε το γιατί.