Ο βραβευμένος με Booker Julian Barnes επανέρχεται νικητής στο λογοτεχνικό στερέωμα με ένα βιβλίο αφιέρωμα σε μία προσωπικότητα αμφιλεγόμενη, έναν άνθρωπο ταγμένο στην τέχνη της μουσικής αλλά και έναν αδύναμο άνθρωπο, τον Ντμίτρι Σοστάκοβιτς.

Ο Σοστάκοβιτς είχε την τύχη και την ατυχία μαζί να εγγράψει την μουσική του παραγωγή σε μία περίοδο σκληρή και πολιτικά εχθρική για τον δημιουργό που το μόνο που τον εκπροσωπούσε και το μόνο μέσο που διέθετε για να εκφραστεί ήταν οι ίδιες του οι νότες. Μέσα σε ένα καθόλα εχθρικό κλίμα, ένα περιβάλλον μόνιμης καταπίεσης και υπό τον συνεχή έλεγχο του σταλινικού καθεστώτος και των επιγόνων του “Πατερούλη”, ο Σοστάκοβιτς έμελλε να γράψει τα κυριότερα έργα του. Έργα όπως η Λαίδη Μάκβεθ του Μτσενσκ λογοκρίθηκαν και απορρίφθηκαν με μένος ως μη αποδεκτά γιατί προκαλούσαν με τον παράτολμο χαρακτήρα τους και την επαναστατική τους δράση ενώ δήθεν διέφθειραν σφόδρα την συνείδηση του λαού. Προφανώς όλα αυτά αποτελούσαν μία πρώτης τάξη δικαιολογία εκ μέρους των μελών του Κομμουνιστικού κόμματος για εξοστρακισμό και περιθωριοποίηση καλλιτεχνών όπως ο Στραβίνσκι – ο οποίος έφυγε στην Αμερική – και ο Σοστάκοβιτς γιατί στο βάθος του τούνελ κυοφορούνταν η παραδοχή και η πεποίθηση πως σε καμία περίπτωση ο μουσικός τους λόγος δεν συμβάδιζε με τις κατευθύνσεις και τα ακούσματα που οι ίδιοι επιθυμούσαν για τον λαό. Ο,τιδήποτε ερχόταν σε αντίθεση με τις κόκκινες γραμμές, το κόκκινο εδώ είναι κυριολεκτικό, τότε αυτό οδηγούνταν με συνοπτικές διαδικασίες στην πυρά της “Ιεράς εξέτασης” και άρα στον Καιάδα.

Ο Barnes σε αυτή την μυθιστορηματική βιογραφία όπου αποκαλύπτει γνωστές και άγνωστες πτυχές του μουσικού Σοστάκοβιτς, μιλάει ανοιχτά για την ζωή, η οποία γράφει την δική της ιστορία μέσα από λύπες, χαρές, αγωνίες, ενθουσιασμούς και απογοητεύσεις, επιτυχίες και αποτυχίες. Πάνω από όλα όμως, ο συγγραφέας εστιάζει στην μορφή αυτού του δημιουργού που πάλεψε με τον ίδιο του τον εαυτό για να κατορθώσει να υπερκεράσει τις δυσκολίες στον δρόμο προς την πραγμάτωση των μουσικών σκέψεών του, τις οποίες μόνο ο ίδιος κατανόησε βαθιά. Στον δρόμο αυτό βίωσε την απαξίωση, την ειρωνεία, τον αργό και βασανιστικό πόλεμο ανθρώπων δέσμιων των ιδεοληψιών τους, όπως υπήρξαν οι υπηρέτες μίας ολόκληρης κομμουνιστικής προπαγάνδας που σκότωναν την ελεύθερη παραγωγή μέσα από ολέθριες τακτικές φίμωσης, εξόντωσης και καταρράκωσης του ηθικού ανθρώπων που αντιστέκονταν στις διαταγές τους. Ο Σοστάκοβιτς αντιστάθηκε σθεναρά στην κομμουνιστική λαίλαπα του Στάλιν και στις απειλές που δεχόταν τόσο για την ζωή του όσο και για το έργο του και παρά την συνεχή επίθεση στο πρόσωπό του στάθηκε στο ύψος του αναστήματός του απαρνούμενος την υποταγή σε ανθρωπόμορφα τέρατα που ξεγύμνωναν την μουσική του παιδεία απλά και μόνο γιατί την θεωρούσαν εξαιρετικά επικίνδυνη για τον δικό τους ανελέητο αγώνα ενάντια στο διαφορετικό. Αυτό το διαφορετικό σε κάθε πτυχή της ζωής θα μπορούσε αναμφίβολα και ανά πάσα στιγμή να ξυπνήσει τον “υπόδουλο” και πολιτιστικά σκλαβωμένο λαό, έναν λαό που βυθιζόταν όλο και περισσότερο στο σκοτάδι της τυφλής προπαγάνδας μένοντας πίσω σε ακούσματα, αναγνώσματα και θεάματα. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο ο Σοστάκοβιτς όφειλε να συμμορφωθεί για το δικό του καλό και το καλό της μουσικής του, μίας μουσικής που έπρεπε να κινείται σύμφωνα με τα κομματικά πρότυπα και τις ανάγκες του λαού. Όπως αναφέρει και ο συγγραφέας “στη Ρωσία του Στάλιν δεν υπήρχαν συνθέτες που έγραφαν μουσική κρατώντας την πένα ανάμεσα στα δόντια. Από εδώ και στο εξής θα υπήρχαν μόνο δύο είδη συνθετών: οι φοβισμένοι ζωντανοί και οι νεκροί”.

Είναι απίστευτα αποκαλυπτική η αφήγηση της ζωής του Σοστάκοβιτς και τρομακτικά εξουθενωτική η πάγια τακτική να κατασκοπεύεται ο δημιουργός σε κάθε βήμα της καθημερινότητάς του ενώ παράλληλα να του καθίσταται σαφές πως η όποια κίνησή του θα υπόκειται στην μηχανή ελέγχου του κομματικού συστήματος. Ο Σοστάκοβιτς, από την μία έρμαιο του φόβου του σε κάθε στιγμή του βίου του λόγω αυτού του κυνηγητού και από την άλλη ορμώμενος από την ανάγκη για ελευθερία και ανεξαρτησία από κάθε είδους πολιτικό ζυγό, αυτοεξορίστηκε σε μία ζωή φυλακισμένου και ζωντανού νεκρού. Η επαναστατική διάθεση του Σοστάκοβιτς με τα χρόνια θα ξεθώριαζε και αυτή η ικανότητα αντίστασης σε κάθε πρόκληση θα βαφόταν σιγά σιγά με το χρώμα του συμβιβασμού ίσως και λόγω της κόπωσης από την χρόνια προσπάθειά του να γίνει ο ήρωας του εαυτού του και να σώσει την μουσική του από τους αδηφάγους καταπατητές της. Στο τέλος της ζωής του και ίσως και άθελά του θαρρώ, θα αναγκαστεί να γίνει μέλος του κόμματος, μία δραστηριότητα που χρόνια αντιπάλευε μέσα του και θα δεχθεί την κριτική του κοινού για αυτήν του την απόφαση. Ποιο όμως το τίμημα που ο ίδιος θα κληθεί να πληρώσει για αυτήν του την απόφαση και γιατί άραγε η συνείδησή του και άρα η κριτική του στάση στα πράγματα λύγισε στο πέρασμα του χρόνου? Ο ίδιος έλεγε για τον εαυτό του: “Οι τελευταίες ερωτήσεις στη ζωή ενός ανθρώπου δεν έχουν απαντήσεις – αυτή είναι η φύση τους”. Τα ερωτήματα και οι απορίες είναι εύλογα αλλά κανείς δεν μπορεί να  τον κατηγορήσει πως δεν έμεινε πιστός στην μουσική του που ήταν η μόνη θεραπεία του σε έναν κόσμο που τον έβρισκε ουτοπικό και ξένο.  Ο Barnes θα γράψει σχετικά: “Η ψυχή μπορεί να χαθεί με τρεις τρόπους: από αυτό που σου κάνουν άλλοι, από αυτό που σε βάζουν να κάνεις στον εαυτό σου και από αυτό που επιλέγεις μόνος σου να κάνεις στον εαυτό σου”. Τελικά, ο ίδιος κατέστρεψε τον εαυτό του ή απλά φρόντισε να ηρεμήσει τα πάθη του στην αυλαία της ζωής του για να απολαύσει για λίγο την ηρεμία του τέλους αυτού καταπονημένος και άρρωστος;

Ο Σοστάκοβιτς βρέθηκε να βιώσει την τελική πτώση σε μία πτήση που στην αρχή της κρατούσε γερά το τιμόνι της αξιοπρέπειάς του και δεν έχασε την υπομονή του αλλά στηρίχτηκε στην επιμονή του. Η ζωή όμως είναι γεμάτη εκπλήξεις και ο ίδιος δεν άντεξε την τελική μάχη που κλήθηκε να δώσει ενάντια στο τέρας της κομματικής υπακοής. Έτσι, έπεσε θύμα του ανελέητου και βασανιστικού βομβαρδισμού της ψυχής του από πολιτικάντηδες που αποσκοπούσαν στην ένταξή του σε στεγανά δικά τους, αυστηρά κομματικά και σαν πρόβατο που δεν γινόταν να μείνει εκτός ποιμνίου, κατάφεραν να τον τιθασεύσουν. Ο Barnes με σκωπτικό τρόπο και προσδίδοντας έναν δραματικό τόνο για το άδικο τέλος που του επεφύλασσε η μοίρα του αυτή θα γράψει: “Η αμφιβολία του νέου για τον εαυτό του δεν τίποτα μπροστά στην αμφιβολία του γέρου. Αυτός ήταν ίσως και ο τελικός θρίαμβος τους – αντί να τον σκοτώσουν, τον είχαν αφήσει να ζήσει και, αφήνοντάς τον να ζήσει, τον είχαν σκοτώσει”. Παρόλα αυτά όμως ένα είναι το βέβαιο, η μουσική του στάθηκε αρωγός του στο ταξίδι της αγαλλίασής του γιατί όπως αναφέρει εύστοχα και ο Barnes “ήταν κατά βάθος ένας επίμονος άνθρωπος που αναζήτησε την αλήθεια στη μουσική έτσι όπως την αντιλαμβανόταν ο ίδιος”. Και εκτός αυτού “πολλά μπορούν να ειπωθούν για τη σιωπή, αυτό τον τόπο όπου τελειώνουν τα λόγια και αρχίζει η μουσική ή εκεί όπου εξαντλείται η μουσική”. Η μουσική ζει, ζήτω η μουσική!

“Το να είσαι δειλός δεν ήταν εύκολο. Το να είσαι ήρωας ήταν ευκολότερο”

“Ας έχει η εξουσία τα λόγια που θέλει, αφού τα λόγια δεν κηλιδώνουν τη μουσική. Η μουσική δραπετεύει από τις λέξεις – αυτός είναι ο σκοπός και το μεγαλείο της”

“Η ακεραιότητα είναι σαν την παρθενιά – άμα χαθεί δεν ξαναβρίσκεται”

Το βιβλίο του Julian Barnes, Ο αχός της εποχής, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.