Ο ραδιοφωνικός παραγωγός Οδυσσέας Ιωάννου, βρίσκεται σε ένα σταθμό τραίνου και γράφει τα κείμενα της εκπομπής του. Μέσα «από πληγές και χαρές, από χαμένα και κερδισμένα», με ευαισθησία και λυρισμό, επιχειρεί μία μουσική αναδρομή στην ιστορία της Ελλάδας, ρίχνοντας παράλληλα εύστοχες “βολές” στην σύγχρονη κοινωνική, οικονομική και πολιτική πραγματικότητα. Τα γλυκόπικρα κείμενά του -τα οποία αφηγείται ο ίδιος- σταματούν σε πέντε βασικούς “σταθμούς”, από τη μεταπολίτευση και μετά, με κάποιες αναφορές και σε παλαιότερες εποχές. Το τρένο καθυστερεί και η μπάντα των οκτώ μουσικών ξεκινάει την “περιοδεία” της στο χρόνο.

Ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου και ο Χρήστος Θηβαίος, με ρoκ διάθεση και δυναμισμό, ενώνουν τις φωνές και τις προσωπικότητές τους για μία ακόμη φορά, σε κάτι εντελώς διαφορετικό ως τώρα. Σύμμαχοί τους έξι άριστοι οργανοπαίχτες, που εκτελούν αψεγάδιαστα τις αξέχαστες μελωδίες των σημαντικότερων συνθετών του τόπου μας (Πιάνο: Ανδρέας Αποστόλου, Μάξιμος Δράκος, Drums – κρουστά: Στέφανος Δημητρίου, Ηλεκτρικό Μπάσο: Βαγγέλης Πατεράκης, Βιολί – τραγούδι: Μαίρη Μπρόζη, Κιθάρες –πνευστά: Γιάννης Αυγέρης).

Όταν μάλιστα το ταξίδι ξεκινά με την «Οδό Ονείρων» του Μάνου Χατζηδάκι και τους ήχους του Σταύρου Ξαρχάκου, που δεν γίνεται «να σωπάσουν» έστω κι αν έχουν περάσει 42 χρόνια από την δημιουργία τους, η συνέχεια προμηνύεται μαγευτική!

Ο Οδυσσέας Ιωάννου συνεχίζει την αφήγηση του, που περιλαμβάνει επίκαιρα σχόλια για φόρους και δόσεις, διερωτώμενος «Ποια είναι η κορυφή …είναι ίδια για όλους;». Δεν υπάρχει καλύτερη νοηματική ακολουθία από το «Ποιος τη ζωή “μας”, ποιος την κυνηγά», του Μίκη Θεοδωράκη.

Μεταφερόμαστε στο Παρίσι… «Πρώτη Μαΐου κι απ’ τη Βαστίλη ξεκινάνε οι καρδιές των φοιτητών», μας τραγουδά ο Βασίλης και τους ηχηρούς στίχους του Μάνου Λοΐζου συνοδεύει το βίντεο με τα υψωμένα χέρια των φοιτητών από τον Μάη του ’68.

Στη συνέχεια, παίρνει τη σκυτάλη ο  Χρήστος Θηβαίος και ερμηνεύει μοναδικά μία από τις μεγαλύτερες δισκογραφικές επιτυχίες του, το «Ας Χαθείς», με την βοήθεια του κοινού που σιγοτραγουδά…

Τα αστεία και τα πειράγματα μεταξύ των δύο ερμηνευτών –όπως «ο γαμπρός του Νότου» και «ο Amstel της Σελήνης»- δεν λείπουν καθ’ όλη τη διάρκεια της βραδιάς, χαρίζοντας το γέλιο στους ακροατές.

Ακολουθεί ένα μέρος με τραγούδια που γράφτηκαν για την μητέρα, άλλωστε όπως λέει και ο Οδυσσέας, «Η μαμά μας είναι τα ωραιότερα τραγούδια μας»! Η τρυφερή μελωδία του Μάνου Χατζιδάκι και οι συγκινητικοί στίχοι του Ιάκωβου Καμπανέλλη στο «Μανούλα μου», η αισθαντική ερμηνεία του Βασίλη στο «Μαμά» -τραγούδι που, όπως είπε και ο ίδιος, όταν το άκουσε πρώτη φορά από τον Charles Aznavour σε ηλικία δεκατεσσάρων χρονών τον συγκλόνισε- φορτίζουν συναισθηματικά την ατμόσφαιρα.

Το ταξίδι συνεχίζεται…

20 Ιουλίου 1974, η τουρκική εισβολή στη Κύπρο και ο χρόνος σταματάει· Άνθρωποι νεκροί, αγνοούμενοι, πρόσφυγες στην ίδια τους την πατρίδα. Η «αυλή», του Μάνου και του Μίκη, ξυπνάει έντονες μνήμες…

Φτάνουμε στον Οκτώβριο του 1981 που “έρχεται” και η «μεγάλη ΑΛΛΑΓΗ» του Ανδρέα Παπανδρέου, την οποία θα δούμε ζωγραφισμένη με κεφαλαία κόκκινα γράμματα. 33 χρόνια πέρασαν και δυστυχώς ακόμα την περιμένουμε!

Ακολουθούν οι μεγάλες επιτυχίες του Χ. Θ. «Περικοπές ενός απόκρυφου Ευαγγελίου», «Ο Άμλετ της σελήνης», «Δεν είμαι άλλος» που καθηλώνουν το κοινό. Ο τραγουδοποιός, που εκπλήσσει με την ικανότητες του στη πρόζα, ως άλλος Ριχάρδος, κλείνει τη αυλαία του πρώτου μέρους.

Αξίζει να σημειωθεί η πολύτιμη σκηνοθετική καθοδήγηση του Παντελή Βούλγαρη, που ένωσε κείμενα, εποχές μελωδίες, σκέψεις, εικόνες, συναισθήματα και προσδοκίες, μέσα από δικές του μνήμες και βιώματα, προσφέροντας συγκίνηση και τροφή για σκέψη. Ενσωμάτωσε περίτεχνα στην παράσταση τους ζωγραφικούς πίνακες του Μίλτου Γκολεμά -γιου της Ελένης Βούλγαρη και του Μπάμπη Γκολέμα, που γνωρίσαμε μέσα από τα «Πέτρινα Χρόνια»-, το ασπρόμαυρο φωτογραφικό υλικό του Γεράσιμου Νεόφυτου, και το ευφάνταστο βίντεο των grou3. Το σκηνοθετικό του όραμα υποστηρίζουν η Κατερίνα Μαραγκουδάκη με τους δημιουργικούς φωτισμούς της και ο Αντώνης Δαγκλίδης με το λειτουργικό σκηνογραφικό περιβάλλον του.

Στο δεύτερο μέρος του προγράμματος, κι ενώ στο σταθμό του τραίνου έχει ήδη νυχτώσει και η αμαξοστοιχία έχει καθυστερήσει μιάμιση ώρα –ο λόγος καθυστέρησης το διάγγελμα του πρωθυπουργού!- η μπάντα επιστρέφει δυναμικά και ξεσηκώνει τους παρευρισκόμενους με τον «Γορίλλα» και τον «Μαύρο γάτο».

Ο Ο. Ιωάννου όμως γυρνάει σελίδα και μας πηγαίνει στις 9 Σεπτεμβρίου 1999, όταν οι δείκτες των ρολογιών έδειχναν 14:57· 15 δευτερόλεπτα ήταν αρκετά για να αφήσουν πίσω 143 νεκρούς, περίπου 700 τραυματίες και 40.000 άστεγες οικογένειες… Στο εργοστάσιο της Ρικομέξ πέθαναν 39 άνθρωποι… Η κραυγή αγωνίας, «Μήπως είδατε την κόρη μου;», τα λέει όλα. Εικόνα και ήχος θα γεμίσουν τις καρδιές μας με συγκίνηση και αναμνήσεις.

Ευχάριστη έκπληξη της βραδιάς, που γλυκαίνει τη μελαγχολία της στιγμής, είναι η νεαρή Μαίρη Μπρόζη, που δίνει το δικό της στίγμα στη παράσταση με το φοβερό βιολί αλλά και με τις φωνητικές της δυνατότητες. Στα υπέροχα ερωτικά Λιανοτράγουδα του Μάνου Χατζιδάκι που ακολούθησαν, αποδεικνύεται άξια παρτενέρ του Χ. Θ., ο οποίος πραγματοποιεί μία εξαιρετική ερμηνεία.

Φυσικά δεν υπήρχε περίπτωση να μην γίνει αναφορά στο 2004, με τη λάμψη των πολλών επιτευγμάτων της χώρας μας, που σκόρπισαν περηφάνια σε όλους τους Έλληνες. Πόσο τραγικά επίκαιροι ακούγονται οι στίχοι του Διονύση Σαββόπουλου, «όλη η Ελλάδα ατέλειωτη παράγκα», σαράντα χρόνια μετά…

«Μικρές νοθείες» με νεανική ορμή, από τον «40 χρόνια έφηβο», για τη συνέχεια και οι φωνές όλο και δυναμώνουν. Για τον Οδυσσέα Ιωάννου, που εμπνεύστηκε τα λόγια του συγκεκριμένου τραγουδιού, ισχύει αυτό που έγραφε ο Θάνος Μικρούτσικος το 1999 στον δίσκο «Θάλασσα στη σκάλα»: «Αλήθεια, Βασίλη, αυτός ο μικρός είναι σπουδαίο ταλέντο{…}οι στίχοι του λειτούργησαν σε μένα σαν δροσερό αεράκι και ταυτοχρόνως σαν γεύση από παλιό καλό κρασί». [1]

Οι αλήθειες των στίχων, ο λόγος των τραγουδιών που ακολουθούν, το πάθος και οι αισθαντικές ερμηνείες των δύο καλλιτεχνών –δεν θα τα αποκαλύψουμε όλα- κερδίζουν το θερμό και παρατεταμένο χειροκρότημα του κοινού, που δείχνει να αντιδρά ανάλογα, όταν υπάρχει ήθος και ποιότητα.

Μετά από δυόμιση ώρες, που δεν καταλάβαμε καν πως πέρασαν, το τρένο όπως φαίνεται δεν θα ‘ρθει. «Πάμε;» ρωτάει ο Βασίλης και το τελικό μήνυμα της παράστασης είναι πως δεν πρέπει να περιμένουμε μία ζωή ένα τρένο που δεν πρόκειται να έρθει ποτέ! Πρέπει να αντλήσουμε δύναμη, να βρούμε κι άλλους συνοδοιπόρους και να πάμε με τα πόδια! Μην σταματάτε λοιπόν να ελπίζετε, τίποτα δεν έχει χαθεί…αρκεί να είμαστε όλοι μαζί!

Το παιχνίδι παίζεται ακόμα!


[1] Γράμμα στον Β. Π. από το συνοδευτικό βιβλιαράκι του δίσκου «Θάλασσα στη σκάλα» που κυκλοφόρησε το 1999. Ενορχήστρωση: Θάνος Μικρούτσικος, ερμηνεία: Βασίλης Παπακωνσταντίνου, στίχοι: Οδυσσέας Ιωάννου.


Το Θέατρο Διάνα παρουσιάζει τη μουσικοθεατρική παράσταση «9:05» (εννέα και πέντε) με τους Βασίλη Παπακωνσταντίνου, Χρήστο Θηβαίο και Οδυσσέα Ιωάννου, υπό τις σκηνοθετικές οδηγίες του Παντελή Βούλγαρη. ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ