Από τις εκδόσεις Γκοβόστη κυκλοφορεί το τεύχος 22 του περιοδικού Τα Ποιητικά, με σελίδες αφιερωμένες στον Κώστα Στεργιόπουλο.
 
 
Στον χώρο των γραμμάτων, σημασία έχουν βέβαια τα λόγια, όσα λέει κανείς, αλλά όπως και σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής και της κοινωνίας, και στην ποίηση βέβαια, έχουν εξίσου σημασία και όλα εκείνα που κάποιος δεν λέει, που δεν θέλει ή δεν μπορεί να πει. Το βέβαιο είναι ότι υπάρχουν λόγια και λόγια. Που πέφτουν σα βαρίδια. Που κολλάνε σα λάσπη. Που δεν οδηγούν πουθενά. Που προκαλούν εκρήξεις. Που αιωρούνται σαν φως και δείχνουν ένα μονοπάτι. Και σιωπές εξίσου εύγλωττες. Όλα χρειάζονται περαιτέρω διευκρινίσεις και, το κυριότερο, τα όποια λόγια κατατίθενται σ’ αυτές τις σελίδες, άλλοι θα τα κρίνουν, σήμερα και αύριο. Ειδικά επειδή περιγράφουν ένα παρόν στη διαμόρφωσή του, έναν χώρο ζωντανό την ώρα που δημιουργείται, τους λόγους (discours0 που αρθρώνει και τους άλλους που αρθρώνονται σχετικά μ’ αυτόν. Σήμερα, πάντως, πολύς ο λόγος για την κρίση, και τη λογοτεχνία της, την ποίησή της. Κυρίως σε σχέση με τους νέους ποιητές, που εμφανίστηκαν αδιαμφισβήτητα μέσα στο τοπίο της κρίσης, στην παρούσα μορφή της.  
 
To 1976, σε ένα αφιέρωμά τους στην κρίση, οι André Béjin και Edgar Morin, μετά από μια σύντομη επισκόπηση της έννοιας, από την αρχαιοελληνική οιωνοσκοπία και ιατρική ως την γενικευμένη χρήση του όρου σε όλες τις νέες επιστήμες του 19ου αιώνα, εντοπίζουν τη δυσκολία που γεννά η πολυσημία της στην καθημερινή χρήση. Σε μια διεπιστημονική προσέγγιση, λοιπόν, την ορίζουν “ως τη στιγμή αληθείας ενός συστήματος, κατά την οποία το εν λόγω σύστημα ταλαντεύεται ανάμεσα στον εναγώνιο έλεγχο όσων θεωρεί ότι συγκροτούν την επικράτειά του, τον υφιστάμενο χώρο του (κανονιστική καταστολή των παρεκκλίσεων με αρνητικές ανατροφοδοτήσεις)• και την ανάδυση της εξέλιξης, φορτωμένη ελπίδες κι απειλές, που καθιστά εφικτή την απελευθέρωση της ενέργειας και της απαρχής του δυνητικού χώρου (ανάπτυξη νέων τάσεων ή “οπισθοδρομική» επαναφορά τάσεων που είχαν στο παρελθόν κατασταλεί, με μια σειρά από θετικές ανατροφοδοτήσεις.»  
Μεταφέροντας κανείς τον ορισμό αυτό στον χώρο της λογοτεχνίας, και ειδικότερα της ποίησης, αντιλαμβάνεται πόσο περίπλοκη είναι η διαδικασία εντοπισμού αυτών των χαρακτηριστικών, ειδικά αφού η έννοια της κρίσης διατηρεί, παρ’ όλους τους ορισμούς, την πολυσημία και την αμφισημία της και ο λόγος περί κρίσης εντάσσεται σε ένα γενικότερο πεδίο αποφάνσεων με αντίστοιχα χαρακτηριστικά. 
Με άλλα λόγια, αν η ποίηση δεν είναι ενιαίο πεδίο, αν χαρακτηρίζεται από αντίπαλες εσωτερικές δυνάμεις και διαμορφώνεται υπό αντικρουόμενες εξωτερικές δυνάμεις – ως μέρος της λογοτεχνίας, του πολιτισμού, της κοινωνίας – τότε η κρίση της ορίζεται από αυτές ακριβώς τις αλλαγές στους συσχετισμούς δυνάμεων και αυτούς πρέπει να αναζητούμε. Όχι μόνο στο επίπεδο των νέων ποιητών, αφού νέο δεν σημαίνει αναγκαστικά καινοτόμο, προοδευτικό, ριζοσπαστικό• αλλά στο σύνολο της ποίησης που γράφεται σε μια δεδομένη στιγμή και εκφράζει το δυναμικό αλλαγής του συστήματος. Διαφορετικά, οι γενικεύσεις και οι απλουστεύσεις κινδυνεύουν ακόμη και να συσκοτίσουν το καινούργιο που τείνει να προκύψει. 
 

Μια αλλαγή του συστήματος πάντως νομοτελειακή είναι αυτή που οφείλεται στη θνητότητα. Αποχαιρετούμε τον Κώστα Στεργιόπουλο, αυτόν τον σεμνό, τον «σιγανό άνθρωπο», όπως τον χαρακτηρίζει ο Παντελής Μπουκάλας, με κάποια κείμενα που φωτίζουν τη σημαντική συνεισφορά του στα νεοελληνικά γράμματα, αλλά και την ποιητική του. Απέναντι, ένας άλλος χαιρετισμός μάλλον παρά αποχαιρετισμός, μιας άλλης εποχής, ένα κείμενο του Κ. Παράσχου για τα είκοσι χρόνια από τον θάνατο της Μαρίας Πολυδούρη. Ερωτόπαθη ποιήτρια που ξεχειλίζει από πλησμονή πάθους τη χαρακτηρίζει ο Παράσχος, συγκρίνοντάς την με την Μαρσελίν Ντεμπόρντ-Βαλμόρ – παρότι η εμβέλεια της ρομαντικής Ντεμπόρντ-Βαλμόρ, όπως την υπογράμμιζε και ο Βερλαίν, είναι πολύ διαφορετική, θα λέγαμε εμείς. Για την ποίησή της λέει πως είναι ανάβρυσμα της στιγμής, με πολλά στοιχεία αυτοσχεδιασμού, σκιρτά απ’ τη λαχτάρα και τη μέθη της ζωής και μόνο στο τέλος τρεκλίζει από τον πόνο – σε αντίθεση με την ποίηση του Κώστα Καρυωτάκη, που τη σκιάζει πάντα ο «μαύρος ήλιος της μελαγχολίας».