Με αφορμή την έκδοση του νέου πρωτοποριακού του βιβλίου, «20 παρτιτούρες Ελλήνων συνθετών σε γραφή μπράιγ», ο Συνθέτης, Μουσικός, Εκπαιδευτικός και Συγγραφέας, Μιχάλης Κεφάλας, -ένας καλλιτέχνης με πολύπλευρο μουσικό, εκπαιδευτικό και συγγραφικό έργο, που εντυπωσιάζει με την πρωτοτυπία και την ευρηματικότητά του,- μιλά στο culturenow.gr, περιγράφει τις δραστηριότητες και τις ιδέες του, ξεδιπλώνει ένα σκεπτόμενο άνθρωπο, φανερά προβληματισμένο για τη σημερινή εικόνα της Ελλάδας και προτείνει μια διαφορετική οπτική και διέξοδο στα πράγματα και μάλιστα με έναν προσωπικό τρόπο…

Συνέντευξη στη Στέλλα Τζίβα

CULTURENOW.GR: Ως εκπαιδευτικός πώς κρίνετε το επίπεδο των μουσικών σπουδών στην Ελλάδα;

ΜΙΧΑΛΗΣ ΚΕΦΑΛΑΣ: Οι μουσικές σπουδές στην Ελλάδα τα τελευταία 25 χρόνια παρουσίασαν αξιοσημείωτη πρόοδο, μολονότι υπήρξαν πολλά σκαμπανεβάσματα. Οι βασικοί παράγοντες αυτής της προόδου ήταν η δημιουργία των Μουσικών Σχολείων, των ΑΕΙ και ΤΕΙ της μουσικής και η επίδραση που άσκησε μια γενιά ελλήνων μουσικών, οι οποίοι σπούδασαν σε έγκριτα Πανεπιστήμια του εξωτερικού και μεταλαμπάδευσαν νέες ιδέες και πρακτικές επιστρέφοντας στην Πατρίδα. Συγκρίνοντας όμως το επίπεδο της μουσικής εκπαίδευσης της χώρας με αυτό που θα μπορούσε και θα έπρεπε να έχει κατακτήσει και, μάλιστα, στο φως (ή καλύτερα, στο «πηχτό σκοτάδι») της πρόσφατης αδυσώπητης οικονομικής κρίσης, το αποτέλεσμα είναι πικρό. Για παράδειγμα, η τρέχουσα πρόταση για τους προαναφερθέντες θεσμούς, που με τόσο κόπο καθιερώθηκαν, είναι συγχώνευση, κατάργηση, σχεδόν μηδενική χρηματοδότηση.

C.N: Θεωρείτε πως είναι απαραίτητη η δημιουργία Μουσικής Ακαδημίας στην Ελλάδα; Εάν ναι, ποιες ανάγκες θα καλύψει;

Μ. Κ.: Όταν έχεις στη χώρα σου 30% ανεργία, πεινασμένους, άστεγους και εξαθλιωμένους πολίτες, είναι μάλλον τελευταία προτεραιότητα η δημιουργία μιας –κατά τα άλλα, απολύτως απαραίτητης- Μουσικής Ακαδημίας. Για να είμαστε μέσα στα πράγματα, τα ερωτήματα θα έπρεπε να ξεκινήσουν από την αρχή: ποια χώρα θέλουμε να ξαναχτίσουμε, με ποιες προτεραιότητες και ποιους κοντινούς και μακροπρόθεσμους στόχους; Μιλώντας για τη μουσική μας εκπαίδευση, τα ερωτήματα διαμορφώνονται ανάλογα, ως εξής: για να υπηρετήσουμε τους παραπάνω στόχους, ποια εκπαίδευση χρειαζόμαστε και τι ρόλο θα παίζει η μουσική σε αυτήν;

C.N: Πώς θα μπορούσε να επιτευχθεί μια κοινή συνισταμένη για τη Μουσική Εκπαίδευση;

Μ. Κ.: Αποτελεί κοινή συνείδηση σε όλους όσους ασχολούνται με αυτά τα προβλήματα ότι μια αναδιαμόρφωση της δομής, της λειτουργίας και της στοχοθέτησης της μουσικής μας εκπαίδευσης από τη βάση έως την κορυφή της πυραμίδας, είναι περισσότερο από ποτέ αναγκαία. Κατά την προσωπική μου γνώμη, μια μεγάλη συζήτηση σε βάθος όλων των εμπλεκομένων φορέων –όσο είναι δυνατό, χωρίς το μάταιο κυνήγι εξυπηρέτησης μικρονόων και βραχύβιων μικροσυμφερόντων- θα ήταν δυνατό να οδηγούσε σε ένα νέο νόμο, ο οποίος θα εκσυγχρόνιζε και θα επανατοποθετούσε πολλά από αυτά τα επείγοντα θέματα.


C.N: Η κλασική μουσική στην Ελλάδα, πιστεύετε ότι είναι τόσο διαδεδομένη όσο θα μπορούσε να ήταν; Αν όχι, για ποιούς λόγους δεν είναι;

Μ. Κ.: Πάντοτε η ευρωπαϊκή λόγια μουσική θεωρούνταν από τους περισσότερους έλληνες ξένη και εισαγόμενη. Η καθυστερημένη για γνωστούς ιστορικούς λόγους αστικοποίηση της χώρας είναι η βασικότερη αιτία. Ελληνική λόγια μουσική είναι η Βυζαντινή μουσική, δηλαδή η μουσική της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας. Είναι φυσικό λοιπόν, οι περισσότεροι έλληνες να αισθάνονται πιο κοντά στη Βυζαντινή μουσική, το Δημοτικό τραγούδι, αλλά και στις μετέπειτα φόρμες του Ρεμπέτικου και Λαϊκού τραγουδιού.

C.N: Με ποιο τρόπο θα μπορούσε να διαδοθεί περισσότερο η ευρωπαϊκή λόγια μουσική;

Μ. Κ.: Είναι αλήθεια ότι αυτό μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσα από την εκπαίδευση και μάλιστα ξεκινώντας από τις χαμηλότερες βαθμίδες της. Η διεθνής πρακτική, πάντως, αντίκειται στην εκπαιδευτική μονομέρεια και προτείνει εναλλακτικώς έναν πλουραλισμό, δηλαδή να διδάσκονται περισσότερα είδη μουσικής, διαφορετικών εθνικών και στιλιστικών προελεύσεων και όχι μόνον η εθνική μουσική παράδοση και η ευρωπαϊκή λόγια, όπως συμβαίνει σήμερα στην Ελλάδα.

C.N: Πότε καταλάβατε ότι θέλετε να γίνετε συνθέτης και ποιες ήταν οι πρώτες σας μουσικές επιρροές;

Μ. Κ.: Συνειδητοποίησα για πρώτη φορά την ισχυρή επιθυμία μου να γίνω συνθέτης στα 13 μου χρόνια, όταν έγραψα το πρώτο μου τραγούδι. Από τότε πέρασαν 34 ολόκληρα χρόνια και οι μουσικές μου επιρροές ήταν πολλές και διαφορετικών προελεύσεων. Όμως, παρατήρησα ότι κάθε φορά αγαπούσα με διαφορετικό τρόπο τη μουσική, ανάλογα με τις προσωπικές ανάγκες και τις συνθήκες της ζωής μου: άλλοτε σα σπουδαστής και μέλος σχολικού ή ερασιτεχνικού συγκροτήματος και χορωδίας, άλλοτε σαν ενορχηστρωτής και συνθέτης θεατρικής και κουκλοθεατρικής μουσικής και άλλοτε σαν καθηγητής μουσικής, ερευνητής και συγγραφέας. Ενώ οι ρόλοι και οι οπτικές γωνίες εναλλάσσονταν, η αγάπη για τη μουσική πάντοτε επιβεβαιώνονταν βαθιά, αληθινή, υπαρξιακή.

C.N: Ποιοι συνθέτες έχουν επηρεάσει τη δουλειά σας ως συνθέτη, ποια μουσικά έργα και ποια μουσική περίοδος σας εκφράζει και αγαπάτε ιδιαίτερα;

Μ. Κ.: Υπάρχουν χιλιάδες μικρές και μεγάλες αγάπες για πολλούς συνθέτες, έργα και περιόδους της μουσικής. Εάν θα έπρεπε να ξεχωρίσω οπωσδήποτε το έργο μερικών συνθετών θα έλεγα ότι με επηρέασαν ιδιαιτέρως οι Λ. Μποκερίνι, Π. Τσαϊκόφσκι, Β. Λόμπος, Ι. Στραβίνσκυ, Μπ. Μπρίτεν, Κ. Στοκχάουζεν, Α. Πέερτ, Τ. Τακεμίτσου και οι «δικοί μας» Γ. Χρήστου, Μ. Αδάμης και Μ. Χατζιδάκις.

C.N: Το έργο σας «Κρείττον Διδόναι» βραβεύτηκε το 2000 σε διαγωνισμό σύνθεσης που έλαβε χώρα στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών. Ποια είναι η σημασία αυτής της βράβευσης στην εξέλιξή σας;

Μ. Κ.: Η εκτέλεση του «Κρείττον Διδόναι» ήταν κρίσιμη για την περαιτέρω πορεία μου, διότι ήταν η πρώτη ευκαιρία που είχα στη χώρα μου να παιχτώ και να βραβευτώ μπροστά σε αρκετό κοινό, κάτι που μου έδωσε αυτοπεποίθηση. Την ευκαιρία αυτή μου έδωσε ο δάσκαλός μου Θεόδωρος Αντωνίου, ο οποίος έχοντας διδάξει πολλά χρόνια σε Αμερικάνικα Παν/μια γνώριζε τη σημασία τέτοιων θεσμών (εργαστηρίων, διαγωνισμών, φεστιβάλ) και το ρόλο τους στην εξέλιξη των νέων συνθετών, οι οποίοι πρέπει να ακούν τα έργα τους για να βελτιώνονται. Πιστεύω ότι η Πατρίδα τού χρωστά τον αγώνα που έκανε για να καθιερώσει αυτούς τους μουσικούς θεσμούς.

C.N: Το έργο σας «Κρείττον Διδόναι», βασίστηκε σε μια παρτίδα σκάκι. Αναλύστε μας τη σκέψη σας και τη συνθετική του διαδικασία…

Μ. Κ.: Ναι, πράγματι. Διάλεξα μια από τις παρτίδες που έκριναν τον τίτλο του παγκόσμιου πρωταθλητή στο σκάκι και την ανέλυσα. Ο Καρπόφ τότε έχασε από το νεαρό Κασπάρωφ. Διαπίστωσα πως συγκεκριμένα τετραγωνάκια της σκακιέρας ήταν εκείνα στα οποία εκτυλίσσονταν το «θέατρο του πολέμου» και τα αντιστοίχισα με χαρακτηριστικά μοτίβα: το μοτίβο της επέλασης, εκείνο της υποχώρησης, της αναμονής, κ.ο.κ. Έπειτα αντιστοίχισα κάθε ένα κομμάτι της σκακιέρας (βασιλιά, βασίλισσα, αξιωματικό, ίππο, πύργο, στρατιώτη) με ένα όργανο από το σεξτέτο μου (βιολί, τσέλο, φλάουτο, κλαρινέτο, πιάνο, κρουστά). Αυτομάτως, η πραγματική παρτίδα μου έδινε έναν «οδηγό» συσχέτισης ηχοχρωμάτων (οργάνων) που παίζουν κυρίαρχο ρόλο, με προκαθορισμένα μοτίβα. Η δομή ήταν έτοιμη! Φυσικά, από κει και πέρα εργάστηκα πιο ελεύθερα και αυτοσχεδιαστικά, όπως κάνει κάθε συνθέτης. Η μουσική που προέκυψε από αυτήν την κάπως περίπλοκη συνθετική διαδικασία άρεσε πολύ.

C.N: Το 2010 ξαναεμφανίζεστε στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, με το έργο «Νανουρίσματα και Θρήνοι για ένα Αστερόπαιδο», ένα αφιέρωμα στο Παιδί. Στη συγκεκριμένη συναυλία εκτελέστηκε ένα περίπου ημίωρο απόσπασμα της ομώνυμης όπερας. Τι εντυπώσεις σας άφησε η συναυλία σας αυτή;

Μ. Κ.: Δυστυχώς, δεν υπήρχε η δυνατότητα να ανέβει ολόκληρο το έργο όπως το είχα φανταστεί, λόγω των στενών χρονικών περιθωρίων, όμως ελπίζω να συμβεί αυτό στο μέλλον. Το υπεύθυνο για την εκτέλεση Ελληνικό Συγκρότημα Σύγχρονης Μουσικής, σε διεύθυνση του Θεόδωρου Αντωνίου, απασχολεί δεξιοτέχνες υψηλών προδιαγραφών. Κατά γενική ομολογία, προσφέρει άρτιες εκτελέσεις έργων σύγχρονης μουσικής και στη συγκεκριμένη συναυλία διατήρησε την υψηλή αυτή απόδοση.

C.N: Πού βασίστηκε το λιμπρέτο της όπερας;

Μ. Κ.: Το έργο ξεκίνησε από ένα παραμύθι μου που αποτέλεσε τον πυρήνα του οπερατικού λιμπρέτου. Κεντρική σκηνογραφική ιδέα ήταν η αποκάλυψη ενός τεράστιου μαύρου αυγού κατά τη δραματική κορύφωση. Η όπερα είναι μια φόρμα που με έχει απασχολήσει πολύ και μου ταιριάζει, βέβαια όχι με τα γνωρίσματα που είχε τον 19ο αι., αλλά με όρους προσαρμογής στην εποχή των τεχνολογικών επιτευγμάτων και των νέων αισθητικών και πνευματικών απαιτήσεων.

C.N: Πώς αλληλεπιδρά ο «συνθέτης» Μιχάλης Κεφάλας με τον «εκπαιδευτικό» και «μουσικό συγγραφέα» Μιχάλη Κεφάλα;

Μ. Κ.: Θεωρούσα και θεωρώ τον εαυτό μου πάνω από όλα συνθέτη και έπειτα εκπαιδευτικό και μουσικό συγγραφέα. Για αυτόν το λόγο, πρότυπά μου υπήρξαν συνθέτες, οι οποίοι είχαν και σημαντικό εκπαιδευτικό έργο, όπως οι Μπ. Μπάρτοκ, Κ. Ορφ, Ζ. Κόνταυ, Ντ. Καμπαλέφσκυ και ο «δικός μας» Μ. Καλομοίρης. Επίσης, με απασχολεί πολύ με ποιον τρόπο από τις πρώτες βαθμίδες της εκπαίδευσης οι μαθητές θα αισθανθούν οι ίδιοι τη χαρά της δημιουργίας, άρα πώς ενσταλάζοντας σε αυτούς το «μικρόβιο» του δημιουργού θα διαμορφώσουμε τις επόμενες γενιές συνθετών, ζωγράφων, ηθοποιών, ποιητών.

C.N: Ποιες δυσκολίες αντιμετωπίσατε όταν αποφασίσατε να συγγράψετε εκπαιδευτικά βιβλία για μαθητές και παιδιά;

Μ. Κ.: Επιστρέφοντας από τις μεταπτυχιακές μου σπουδές στη Μ. Βρετανία, το πρώτο που σκέφτηκα ήταν «τι λείπει από την ελληνική αγορά;» Και αυτό διότι είχα συναντήσει από πριν κάποιους εκδότες και συνειδητοποίησα από τις αντιδράσεις τους ότι για να καταφέρω να εκδίδω ό,τι επιθυμώ, με καθαρά επιστημονικά-ερευνητικά κριτήρια, θα έπρεπε να έχω κάνει ένα «ηχηρό» ξεκίνημα… Δε ξεχνώ τη σαστισμένη αντίδραση εκδότη όταν του παρουσίασα μια εργασία μου για τη σχέση της όπερας με την επιστημονική φαντασία, έναν τομέα έρευνας που διεθνώς βρίσκονταν σε πολύ πρώιμο στάδιο, φανταστείτε στην Ελλάδα… Κατά τα άλλα, θεωρώ ότι ήμουν αρκετά τυχερός στις σχέσεις μου με τους εκδότες.

C.N: Υπάρχει κάποια «κοινή γραμμή πλεύσης» στη συγγραφική σας δραστηριότητα;

Μ. Κ.: Στο πλαίσιο της γενικότερης οπτικής μου, με ενδιέφερε ο,τιδήποτε δικό μου δημοσιοποιούνταν να συνδυάζει κατά τον ιδανικότερο τρόπο την ποιότητα με την πλατύτερη δυνατή απήχηση. Αυτό είναι πάντοτε το στοίχημά μου.

C.N: «Προπαρασκευή για είσοδο στα μουσικά τμήματα των Πανεπιστημίων», ένα βιβλίο σας που κλείνει φέτος 10 χρόνια κυκλοφορίας. Μιλήστε μας για αυτό.

Μ. Κ.: Είναι το πρώτο βιβλίο που πραγματεύεται το θέμα αυτό. Γνώριζα από πριν ότι θα αντιμετωπίσω την κριτική κάποιων ειδικών: «γιατί ένα εγχειρίδιο θεωρίας-αρμονίας και όχι μια πραγματεία;» Γιατί άραγε οι λεγόμενοι «ειδικοί» δεν πρόσφεραν αυτό που χρειάζονταν οι υποψήφιοι και έπρεπε να έρθει ένας συνθέτης να το κάνει;

C.N: Τι θεωρείτε ότι πρόσθεσε αυτό το καινοτόμο βιβλίο, πέρα από το προφανές της κάλυψης του κενού μιας συστηματικής προετοιμασίας των υποψηφίων, όπως λέτε;

Μ. Κ.: Το βιβλίο εμπεριέχει μερικές καινοτομίες για ελληνικό βιβλίο μουσικής: α) βασίζεται σε παραδείγματα μέσα από την εργογραφία που μάλιστα προέρχονται από τρία συγκεκριμένα έργα των Γ. Σ. Μπαχ, Β. Α. Μότσαρτ και Φ. Σούμπερτ, ώστε να υπάρχει μια συνέχεια παρακολούθησης του Τονικού Μουσικού Συστήματος (ΤΜΣ). Έτσι, ο υποψήφιος παροτρύνεται να επανέλθει σε μια πιο εμπεριστατωμένη μελέτη αναλύοντας όχι αποσπάσματα, αλλά ολόκληρα τα κομμάτια κάθε συλλογής, β) θέτει το αίτημα για στιλιστική αρμονική γραφή υπογραμμίζοντας τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των τριών επιμέρους στιλ του ΤΜΣ: του Μπαρόκ, του Κλασικού και του Ρομαντικού και όχι ένα άτακτο συνονθύλευμα με την πρόφαση της εξέτασης περισσότερων αρμονικών φαινομένων, και, τέλος, γ) πολλές νέες ιδέες για επιτυχέστερο τρόπο διδασκαλίας των μελωδικών διαστημάτων και του χαρακτήρα των συγχορδιών, συνδέοντάς τα με χαρακτηριστικά ελληνικά παιδικά τραγούδια, πρακτικούς τρόπους διακρίβωσης απλών, σύνθετων και μικτών χρόνων και συμβουλές για μια αποδεκτή σημειογραφία με βάση τις διεθνείς προδιαγραφές.

C.N: Η δεύτερη έκδοση αυτού του βιβλίου, πώς διαφοροποιείται σε σύγκριση με την πρώτη;

Μ. Κ.: Η δεύτερη, ανανεωμένη έκδοση είναι πιο προσεγμένη εξωτερικά, σε μεγαλύτερο μέγεθος φύλλου και γραμματοσειράς, αλλά, επίσης, διορθωμένη και συμπληρωμένη με νέο υλικό και δεύτερο CD με το τεστ ακουστικών του 2005, όπως αυτό παίχτηκε μέσα στην αίθουσα των εξετάσεων.

C.N: Τα βιβλία σας «Ο μικρόκοσμος του Μάνου Χατζιδάκι» και «Το ρεμπέτικο στο σχολείο», εκδόθηκαν σε διαφορετικές περιόδους, από διαφορετικούς εκδότες και έχουν διαφορετικό ρεπερτόριο. Ποια είναι η μεταξύ τους σχέση; Υπάρχει κάποιος κοινός σύνδεσμος που τα ενώνει;

Μ. Κ.: Πράγματι, θεωρώ το ένα βιβλίο συνέχεια του άλλου, μια και η ιδέα που γέννησε και τα δύο είναι κοινή: η ανάγκη εμπλουτισμού του ελληνικού Orff ρεπερτορίου με κομμάτια μέσα από τους θησαυρούς της αστικής λαϊκής παράδοσης του 20ου αι. Είναι γνωστό ότι το ρεπερτόριο που χρησιμοποιεί η μέθοδος Orff εστίαζε κυρίως στη δημοτική μουσική παράδοση κάθε χώρας. Με τα συγκεκριμένα βιβλία προτείνω τη διεύρυνση αυτού του ρεπερτορίου με 13 τραγούδια του Μ. Χατζιδάκι και 13 ρεμπέτικα συνθετών όπως, ο Β. Τσιτσάνης, ο Μ. Βαμβακάρης, ο Δ. Γκόγκος και ο Γ. Παπαϊωάννου.

C.N: Με ποιον τρόπο εργαστήκατε σε αυτά τα βιβλία;

Μ. Κ.: Αρχικώς, επιλέγω με συγκεκριμένα κριτήρια καταλληλότητας κομμάτια που θεωρώ πως έχουν εκπαιδευτική αξία. Έπειτα τα ενορχηστρώνω, άλλοτε σαν καθαρώς οργανικά (χοροί) και άλλοτε σα χορωδιακά με συνοδεία (τραγούδια), χρησιμοποιώντας τα όργανα που προτείνει ο K. Orff στην παιδική ορχήστρα του. Στα ρεμπέτικα τραγούδια προχωρώ ένα βήμα παραπέρα: παραθέτω σχέδια μαθημάτων για τη διδασκαλία των λαϊκών δρόμων και ρυθμών, με βάση τη διεθνή πρακτική της παιδαγωγικής που προσδιορίζει ηλικία-επίπεδο-διάρκεια μαθήματος, διδακτικούς στόχους, υλικά-εξοπλισμό, πορεία διδασκαλίας και εναλλακτικές δραστηριότητες-επέκταση. Επιπλέον, προτείνω σα μια «ελληνική» παραλλαγή στην ηχοχρωματική παλέτα τη χρήση ενός μικρού τζουρά ή/και του μπαγλαμά. Οι προτάσεις αυτές αποτελούν ένα επεξεργασμένο, έτοιμο εκπαιδευτικό υλικό, διαθέσιμο προς χρήση για κάθε ελληνικό σχολείο.

C. N:  Άλλο ένα «ζευγάρι» βιβλίων, είναι οι «36 παρτιτούρες για όλους» και η συνέχειά του «20 παρτιτούρες ελλήνων συνθετών σε γραφή μπράιγ», που έχετε επιμεληθεί, τα οποία διακρίνονται από μια ιδιαιτερότητα…

Μ. Κ.: Πράγματι, το βιβλίο «36 παρτιτούρες για όλους» αποτελεί το πρώτο βιβλίο με έργα ελλήνων συνθετών που απευθύνεται σε άτομα με αναπηρίες (ΑμεΑ). Διδάσκεται εδώ και 3 χρόνια από τη λέκτορα κυρία Ντόρα Ψαλτοπούλου στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο ως επίσημο εγχειρίδιο του μαθήματος της Μουσικοθεραπείας (πρόγραμμα «Εύδοξος») και είμαι πολύ περήφανος για το γεγονός. Η απόπειρα αυτή ευαισθητοποίησε για πρώτη φορά στη χώρα έναν «κόσμο» λογίων συνθετών με ιδέες από το χώρο της μουσικοθεραπείας, της ειδικής αγωγής και της ανθρωπολογίας της εκπαίδευσης. Έδωσε το πρώτο ελληνικό κομμάτι για μονόχειρα πιανίστα, τα πρώτα καταγεγραμμένα έργα για άτομα με μαθησιακές δυσκολίες και πρότεινε σχέδια διδασκαλίας για βαρήκοα παιδιά, για να μιλήσω για μερικά μόνο «χειροπιαστά» αποτελέσματα. Επιπλέον, αποτέλεσε τη βάση για να δημιουργηθεί το επόμενο -πρώτο βιβλίο με ψηφιακά μέσα τύπωσης και ανατύπωσης στη χώρα- «20 παρτιτούρες ελλήνων συνθετών σε γραφή μπράιγ».

C. N: Αναφέρατε σε ομιλία σας, πως στις «20 παρτιτούρες ελλήνων συνθετών σε γραφή μπράιγ» χρησιμοποιήσατε κάποια νεοφερμένη στην Ελλάδα τεχνολογία…

Μ. Κ.: Η ηλεκτρονική τύπωση και ανατύπωση των μουσικών έργων έγινε μέσω της μετατροπής τους σε Music XML (format) και με χρήση των προγραμμάτων Goodfeel 3.1, Lime 9 και Sharp Eye 2 της Αμερικάνικης Εταιρείας Dancing Dots και του ειδικού σύγχρονου εκτυπωτή Braillo 440 SW, που δώρησε το Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος στο Φάρο Τυφλών Ελλάδας, το 2006.

C.N: Υπάρχει κάποια καινοτομία σε αυτήν την έκδοση; Και πώς αξιολογείτε την ισχύουσα βιβλιογραφία μουσικής εκπαίδευσης για τη συγκεκριμένη ομάδα ΑμεΑ;

Μ. Κ.: Η σημερινή, φτωχή βιβλιοθήκη αναγκάζει τους δασκάλους και τους γονείς των ανθρώπων με αναπηρίες όρασης είτε να παραγγέλνουν πανάκριβες παρτιτούρες και βιβλία από το εξωτερικό, είτε να γράφουν με το χέρι για δική τους μόνο χρήση στη γραφομηχανή με υπαγόρευση πάντοτε ενός βλέποντα και ανατύπωση με την παλαιά θερμομορφική μέθοδο (thermoform). Η τεχνογνωσία που χρησιμοποιήσαμε επιτρέπει να τυπωθούν μαζικά με ψηφιακά μέσα, έργα με παρτιτούρες που εμπλουτίζουν τη σχετική ελληνική βιβλιοθήκη, όπως τα προγραμματισμένα επόμενα έργα του γράφοντος «θεωρία και αρμονία της ευρωπαϊκής μουσικής».

C.N:  Πώς εισέπραξαν οι ίδιοι οι άνθρωποι με αισθητηριακές αναπηρίες όρασης αυτήν τη συνεργασία σας και τους καρπούς της;

Μ. Κ.: Δε ξεχνώ τα λόγια των συνεργατών μου στο Φάρο Τυφλών Ελλάδας, που υπογραμμίζουν το αίσθημα παντελούς περιθωριοποίησης και απομόνωσης που εισπράττουν όλα τα ΑμεΑ στην Ελλάδα: «δεν περιμέναμε ποτέ ένας βλέποντας να ασχοληθεί τόσο πολύ με προβλήματα των τυφλών».

C.N:  Περίοπτη θέση στο βιογραφικό σας κατέχουν οι διακρίσεις σε διαγωνισμούς σύνθεσης, οι περισσότεροι διεθνείς. Ποια είναι η σημασία τους για σας;

Μ. Κ.: Εδώ και 15 χρόνια συμμετέχω συστηματικά σε διεθνείς διαγωνισμούς. Είναι μια πολύ σημαντική εμπειρία, κυρίως διότι αποτελεί για μένα εκπαίδευση στις έννοιες-αξίες του μέτρου και της σύνεσης. Όταν συμμετέχεις σε ένα διαγωνισμό μαζί με σημαντικούς συνθέτες από όλον τον κόσμο, γνωρίζεις ότι ο ανταγωνισμός είναι μεγάλος, αλλά αυτό δεν πρέπει να λειτουργεί αποτρεπτικά στη δημιουργικότητά σου. Η συνειδητοποίηση του «μεγάλου χωριού» δίνει εποπτική εικόνα του κόσμου και γνώση της αληθινής κατάστασης στο «μικρό χωριό» που λέγεται Ελλάδα. Η επίγνωση της θέσης σου δίνει σοφία και η φιλοδοξία για μια επιτυχέστερη συμμετοχή σε κάνει κάθε φορά καλύτερο.

C.N: Ποιες διακρίσεις θεωρείτε περισσότερο σημαίνουσες για την εξέλιξή σας;

Μ. Κ.: Ξεχωριστές ήταν οι βραβεύσεις στην Αυστραλία και στην Ταϊβάν, όπου η ευτυχής ανάμειξη ηχοχρωμάτων από διαφορετικούς πολιτισμούς επιβεβαίωσε την πρότασή μου για ανάγκη συνάντησης των λόγιων και λαϊκών δρόμων σε μια νέα φόρμα. Οι διαγωνισμοί στην Αμερική, στη Ρωσία και το Βέλγιο επικρότησαν εκπαιδευτικές προτάσεις αξιοποίησης του ανεκμετάλλευτου πλούτου του παραδοσιακού και αστικού λαϊκού τραγουδιού. Προσκλήσεις ενδιαφέροντος στην Ιταλία και στη Σερβία, στις οποίες επιλέχτηκαν κομμάτια μου μού χάρισαν υπερηφάνεια και αυτοπεποίθηση όταν ο «εναλλακτικός δρόμος» που πρότεινα παρουσιάζονταν δίπλα σε «καθιερωμένες και αναμενόμενες» επιλογές.

C.N: Ποιες είναι οι σημερινές μουσικές, συνθετικές και φιλοσοφικές σας αναζητήσεις;

Μ. Κ.: Από όσα μέχρι τώρα διηγήθηκα αντιλαμβάνεστε ότι με απασχολούσε και με απασχολεί μια σπουδή σύνθεσης «μέσα στην κοινωνία και στην εποχή». Απορρίπτω τον παλαιό τρόπο διδασκαλίας της σαν «ακαδημαϊκό και αποστειρωμένο». Προτείνω εναλλακτικά στους νέους συνθέτες το δρόμο έρευνας των αυθεντικών παραδοσιακών μουσικών (ελληνικών, βαλκανικών, μεσογειακών, ευρωπαϊκών και εξω-ευρωπαϊκών) ως ιδανικών πηγών εμπλουτισμού του ηχητικού υλικού και αναθεώρησης της ευρύτερης στάσης τους, άρα, όχι μόνο στη σφαίρα του ήχου, αλλά και σε εκείνη του ήθους. Όλες μου οι ιδέες ξεκινούν από τη θλιβερή διαπίστωση παντελούς απομόνωσης της σύγχρονης λόγιας μουσικής, όπως αυτή εκφαίνεται σε διάφορα ρεύματα, π.χ. New Music και Avant-garde.

C.N: Πώς ερμηνεύετε αυτήν την «απομόνωση της σύγχρονης λόγιας μουσικής»;

Μ. Κ.: Μια αναδρομή στην ιστορία της λόγιας και της λαϊκής ευρωπαϊκής μουσικής αποδεικνύει παράλληλη εξέλιξη και ανταλλαγή μελωδικών και ρυθμικών προτύπων που όμως διακόπτεται στα μέσα του 19ου αι. Η σταδιακή απομόνωσή τους οδηγεί τη λόγια μουσική στον 20ο αι. να χάσει κάθε επιρροή αμεσότητας, ζωντάνιας και «σωματικότητας του ρυθμού» από τη λαϊκή. Αυτήν επισημαίνω σαν κύρια αιτία για τις σημερινές άδειες αίθουσες συναυλιών όταν παίζονται σύγχρονα μουσικά έργα. Περισσότερο στην Ελλάδα και λιγότερο στην Ευρώπη, όμως ισχύει παντού, πριν και, ασφαλώς, μετά την οικονομική κρίση. Κατά τη γνώμη μου, δε φταίνε ούτε η ποπ κουλτούρα και οι επιταγές της λεγόμενης κοινωνίας του θεάματος, ούτε οι ελλείψεις της μουσικής και της γενικότερης εκπαίδευσης, ούτε καν οι δραστικές αλλαγές στην αναλογία εργάσιμου-ελεύθερου χρόνου…

C.N: Ποια είναι η δική σας δημιουργική αντιπρόταση;

Μ. Κ.: Αντιπροτείνω μια προσέγγιση του ερευνητικού πεδίου της Μουσικής Σύνθεσης με το Παραδοσιακό και Αστικό Λαϊκό Τραγούδι, με την εκπαιδευτική μουσική για ΑμεΑ, για μετανάστες και άλλες ομάδες του πληθυσμού που αισθάνονται περιθωριοποιημένες, με τη μουσική για ερασιτεχνικές ορχήστρες και χορωδίες, με τις διάφορες μορφές μουσικού θεάτρου και χορού, με τις νέες τεχνολογίες. Προτείνω δηλαδή, μια σημαντική διεύρυνση του «δημιουργικού χώρου» της Μουσικής Σύνθεσης! Το μοντέλο του απομονωμένου από την κοινωνία και την εποχή συνθέτη που περιχαρής βαυκαλίζεται όντας περιχαρακωμένος σε αδιέξοδους πειραματισμούς, δεν προσφέρει καν «μια θέση στην Ιστορία»… Αυτό που λείπει σήμερα είναι γέφυρες μεταξύ των μορφών και των τεχνών που να μετριάζουν τα χάσματα των πολιτισμών, των ιδεών, των εποχών, των γενεών και σε αυτό το μήκος κύματος κινούνται όλες μου οι δραστηριότητες. Δε με φοβίζουν τα πλατιά ακροατήρια και δεν πιστεύω ότι θα επηρέαζαν την ειλικρίνεια και αυθεντικότητα των πρωτογενών συνθετικών μου προθέσεων.

C.N: Κλείνοντας, τι θα θέλατε να προσθέσετε;

Μ. Κ.: Έχω πλήρη επίγνωση ότι ζούμε σε μια «μαύρη εποχή». Τραγικότερα, οι συνθέσεις και οι εκπαιδευτικές ιδέες και προτάσεις μου αισθάνομαι να μοιάζουν με χάρτες μέσα σε άδεια μπουκάλια που μέσα στον ορυμαγδό των προβλημάτων της καθημερινότητας κατάφερα να πετάξω στον ωκεανό. Μακάρι να προλάβω να ζήσω την ευτυχή στιγμή που κάποιοι θα με βρουν για να τις μοιραστούμε. Οι υπόλοιπες εκδοχές διάσωσης ανήκουν στη σφαίρα της υστεροφημίας…

INFO: Ο Μιχάλης Κεφάλας [MA (York), PhD (London), HonFNAM, BA (Hon) Hum (Open)] είναι διδάκτορας μουσικής σύνθεσης του πανεπιστημίου Goldsmiths του Λονδίνου. Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1966. Είναι γιος του Πέτρου Κεφάλα και της Καλλιόπης Καραμανλή, από τις Οινούσσες Χίου. Σπούδασε μουσική σε ελληνικά ωδεία (Δίπλωμα Σύνθεσης, Θ. Αντωνίου, Γ. Ιωαννίδης) και το βρετανικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο. Το 1994 δημιούργησε τη Μουσική Σχολή «Αλύπιος» στον Κορυδαλλό. Το 1996 διορίστηκε καθηγητής μουσικής στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση και με 5ετή εκπαιδευτική άδεια (υποτροφία) του Υπουργείου Παιδείας ειδικεύτηκε στη σύνθεση στα πανεπιστήμια του York (D. Blake) και του Goldsmiths Λονδίνου (R. Redgate). Έχει συνθέσει περισσότερα από 100 έργα μουσικής για παιδιά, κύκλων τραγουδιών, μουσικής δωματίου, σκηνικής και ορχηστρικής μουσικής. Τα ερευνητικά του ενδιαφέροντα κινούνται γύρω από την όπερα επιστημονικής φαντασίας και την αρμονία των σφαιρών, τη σχέση μυστικισμού-μουσικής, το μουσικό θέατρο, την μουσική των μεταναστών στο πλαίσιο μιας διαπολιτισμικής εκπαίδευσης, την μουσική εκπαίδευση ατόμων με αναπηρία, κ.ά. Έγραψε τα βιβλία: «Προπαρασκευή για είσοδο στα τμήματα μουσικής των πανεπιστημίων» (2 εκδόσεις), «Ο μικρόκοσμος του Μάνου Χατζιδάκι», «Έξι έργα. 2000-2004», «Το ρεμπέτικο στο σχολείο», επιμελήθηκε το συλλογικό έργο «36 παρτιτούρες για όλους. Οι έλληνες συνθέτες πρωτοπορούν και …προκαλούν. Καινοτόμες προτάσεις διδασκαλίας» και συμμετείχε στη συγγραφή άλλων δύο βιβλίων. Από το 2007 έως το 2011 ήταν καλλιτεχνικός διευθυντής του Δημοτικού Ωδείου Υμηττού.