Η νέα ταινία του Πέδρο Αλμοδοβάρ, Julieta, κυκλοφορεί στις ελληνικές αίθουσες την Πέμπτη 20 Οκτωβρίου 2016, από την Odeon.

Ο Πέδρο Αλμοδόβαρ επιστρέφει με –τι άλλο;- μια υπέροχη, συγκινητική παθιασμένη ματιά στη ζωή μιας γυναίκας, που διεκδίκησε τον Χρυσό Φοίνικα στο φεστιβάλ Καννών και επιβεβαίωσε την θέση του δημιουργού ανάμεσα στους σπουδαιότερους σύγχρονους σκηνοθέτες.

Η Χουλιέτα ζει με την κόρη της, Αντία. Και οι δύο υποφέρουν σιωπηλά για την απώλεια του άνδρα της Χουλιέτα και πατέρα της Αντία, μερικές φορές όμως η θλίψη δεν φέρνει τους ανθρώπους πιο κοντά – τους απομακρύνει ακόμη περισσότερο.

Όταν η Αντία κλείσει τα 18, θα εγκαταλείψει την μητέρα της χωρίς καμία εξήγηση και η Χουλιέτα, έκπληκτη και συντετριμμένη, θα ξεκινήσει να την αναζητά με κάθε δυνατό τρόπο. Το μόνο που θα ανακαλύψει είναι το πόσο λίγο γνωρίζει την ίδια της την κόρη…

Ο Πέδρο Αλμοδόβαρ μιλά για την «Julieta» του

«Η “Julieta” μιλά για την μάχη μιας μητέρας να επιβιώσει της φοβερής και ξαφνικής ασάφειας που περιβάλλει τη ζωή της. Μιλά επίσης για την μοίρα, για τις ενοχές και το ανείπωτο εκείνο μυστήριο που μας οδηγεί να εγκαταλείψουμε τους ανθρώπους που αγαπάμε, σβήνοντάς τους από τις ζωές μας σαν να μην σήμαιναν ποτέ τίποτα, σαν να μην υπήρξαν ποτέ.

Η “Julieta” έχει τις ρίζες της στην Άλις Μονρό. Από τότε που διάβασα το βιβλίο της με τίτλο “Runaway”, σκέφτηκα ότι ήθελα να μεταφέρω τρία από τα διηγήματά της στο σινεμά (“Chance”, “Soon” και “Silence”). Οι τρεις ιστορίες έχουν κοινή πρωταγωνίστρια, αλλά δεν συνδέονται μεταξύ τους με γραμμικό τρόπο. Είναι τρεις ανεξάρτητες ιστορίες, τις οποίες προσπάθησα να ενώσω, εφευρίσκοντας στην πορεία ό,τι ήταν απαραίτητο. Το βιβλίο κάνει μια σύντομη εμφάνιση και στο «Δέρμα που Κατοικώ» – είχα ήδη αρχίσει την μεταφορά του βιβλίου και το άφησα σε μια σκηνή ως μέρος του σκηνικού. Στην πρώτη μου απόπειρα να κάνω την ταινία, αντικατέστησα το Βανκούβερ με τη Νέα Υόρκη, γιατί αισθάνομαι ότι είμαι πιο κοντά στις ΗΠΑ απ’ ό,τι στον Καναδά, και σκεφτόμουν να είναι αυτή η πρώτη μου αγγλόφωνη ταινία. Τελικά όμως νικήθηκα από την ανασφάλεια: δεν αισθανόμουν σίγουρος ούτε για το σενάριο ούτε για την ικανότητά μου να σκηνοθετήσω στα αγγλικά. Φοβόμουν την ιδέα να αλλάξω γλώσσα, κουλτούρα, χώρα. Έτσι κράτησα το πρώτο προσχέδιο και τα δικαιώματα των ιστοριών, αλλά δεν το δούλεψα για αρκετό καιρό. Πριν δύο χρόνια, διάβασα και πάλι το προσχέδιο – μου άρεσε περισσότερο απ’ ό,τι περίμενα. Αποφάσισα να μεταφέρω την ιστορία στην Ισπανία και όσο προχωρούσα, τόσο απομακρυνόμουν από τις ιστορίες της Μονρό. Συνειδητοποίησα ότι έπρεπε να πετάξω με τα δικά μου φτερά.

Είμαι σκηνοθέτης του σινεμά και πιστεύω στην επανάληψη και την πρόβα. Ο άνθρωπος μονίμως βρίσκεται σε καταστάσεις που έχει ζήσει στο παρελθόν, σχεδόν σαν να μας δίνει η ζωή την ευκαιρία να κάνουμε πρόβα τις δυσκολότερες στιγμές πριν εκείνες φτάσουν.

Η πρώτη αντίδραση του συνθέτη Αλμπέρτο Ιγκλέσιας, που είναι συνεργάτης μου τα τελευταία 20 χρόνια, όταν είδε το τελικό cut ήταν ότι η ταινία δεν χρειάζονταν μουσική. Του άρεσε έτσι «γυμνή», όπως δηλαδή γεννήθηκε στην αίθουσα του μοντάζ χάρη στην μαεστρία του μοντέρ μου, Πέπε Σαλσέντο, ο οποίος κατάφερε να δώσει πνοές αληθινής ζωής στην ιστορία μέσα από την δουλειά του. Για μένα, όμως, η μουσική είναι κάτι σαν ο σκελετός της αφήγησης, της δίνει δομή. Πιστεύω ότι αυτό είναι από τα καλύτερα σάουντρακ του Αλμπέρτο – αγαπώ ιδιαίτερα τον τρόπο με τον οποίο συγχρόνισε τη μουσική του όχι με τα cut των πλάνων, αλλά με τις φωνές και τα βλέμματα των χαρακτήρων. Είναι μια μουσική που αναπνέει σαν ζωντανό ον, που μοιάζει να προέρχεται από τα μάτια των χαρακτήρων.

H “Julieta” σημαίνει την επιστροφή μου στο θηλυκό σύμπαν. Η γυναίκα όχι μόνο δίνει ζωή αλλά είναι δυνατότερη έτσι ώστε να παλέψει, να συντρέξει, να υποφέρει και να απολαύσει όλα όσα φέρνει η ζωή. Μόνο η μοίρα είναι δυνατότερη από εκείνη. Σχεδόν όλες οι ηθοποιοί στο μεγάλο καστ μού ήταν άγνωστες, είχα μόνο συνεργαστεί στο παρελθόν με την Ρόσι ντε Πάλμα και την Σούσι Σάντσεζ. Ένα από τα μεγάλα ρίσκα που αντιμετώπισα στην ταινία είναι το γεγονός ότι αποφάσισα να χρησιμοποιήσω δύο διαφορετικές ηθοποιούς για την Χουλιέτα, την Αδριάνα Ουγάρτε από τα 25 ως τα 40 και την Έμμα Σουάρεθ από τα 40 κι έπειτα. Δεν μου αρέσει να παίζει η ίδια ηθοποιός όλες τις ηλικίες ενός ρόλου. Δεν εμπιστεύομαι το μακιγιάζ για να προσθέσει χρόνια σε ένα πρόσωπο και είναι αδύνατον για μια 25άρα να έχει την παρουσία και αίσθηση μιας 50άρας. Δεν έχει σχέση με τις ρυτίδες – έχει να κάνει με κάτι πιο βαθύ, το πέρασμα του χρόνου, μέσα και έξω από έναν άνθρωπο. Αποδέχομαι την σύμβαση στο θέατρο, αλλά την απορρίπτω στο σινεμά. Είναι, όμως, ριψοκίνδυνο να χρησιμοποιείς δύο διαφορετικές γυναίκες, ειδικά σε μια ταινία στην οποία αυτό δεν συμβαίνει το ίδιο με όλους τους χαρακτήρες. Τώρα είμαι χαρούμενος που πήρα την απόφαση αυτή. Και νομίζω ότι η Αδριάνα Ουγάρτε και η Έμμα Σουάρεθ είναι τώρα κομμάτι του δικού μου Ολύμπου, όπου στέκονται πλάι στις Πενέλοπε Κρουθ, Κάρμεν Μάουρα, Βικτόρια Αμπρίλ, Μαρίσα Παρέδες και Σεσίλια Ροθ, πλάι δηλαδή σε όλες μου τις μούσες.

Σχεδόν όλες μου οι ταινίες κερδίζουν κάτι την δεύτερη φορά που τις βλέπεις. Σίγουρα απολαμβάνει κανείς την “Julieta”περισσότερο όταν έχει ήδη δει και μάθει την ιστορία. Θα ήθελα να πείσω τον αδερφό μου και παραγωγό της ταινίας να προσφέρει μια δωρεάν δεύτερη θέαση σε όσους έχουν ήδη δει την ταινία. Δεν ξέρεις τα πάντα για κάποιον όταν τους πρωτογνωρίζεις, ούτε απολαμβάνεις την παρέα τους. Το ίδιο συμβαίνει με την “Julieta” μου!».