Το Art Space Pythagorion της Σάμου είναι στην ευχάριστη θέση να ανακοινώσει την έκθεσή του για το φετινό καλοκαίρι, με τίτλο “A World Not Ours”, τα εγκαίνια της οποίας θα πραγματοποιηθούν στις 4 Αυγούστου 2016, ενώ την επιμέλειά της έχει αναλάβει η Κατερίνα Γρέγου.

Οι καλλιτέχνες που συμμετέχουν με τα έργα τους:

ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΠΕΧΡΑΚΗΣ, TANJA BOUKAL, RÓZA EL­ HASSAN, NINAR ESBER, MAHDI FLEIFEL, MAΡΙΝΑ ΓΙΩΤΗ, JUICE RAP NEWS, SALLIE LATCH, ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΟΥΤΑΦΗΣ ΚΑΙ DILLER SCOFIDIO & RENFRO, MARK HANSEN, LAURA KURGAN & BEN RUBIN ΣΕ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΜΕ ΤΟΥΣ ROBERT GERARD PIETRUSKO & STEWART SMITH ΒΑΣΙΣΜΕΝΟ ΣΕ ΜΙΑ ΙΔΕΑ ΤΟΥ PAUL VIRILIO

Αναλυτικά…

ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΠΕΧΡΑΚΗΣ

Ο Γιάννης Μπεχράκης (γεν. 1960, Αθήνα) είναι φωτορεπόρτερ βραβευμένος με το Βραβείο Pulitzer που εργάζεται για το Reuters από το 1987. Τα τελευταία 25 χρόνια έχει φωτογραφήσει σημαντικές ιστορικές στιγμές όπως η κηδεία του Αγιατολάχ Χομεϊνί στο Ιράν, οι αλλαγές στην ανατολική Ευρώπη και τα Βαλκάνια, οι εμφύλιες συρράξεις στην Κροατία, τη Βοσνία και το Κοσσυφοπέδιο, οι πόλεμοι στην Τσετσενία, τη Σιέρα Λεόνε, τη Σομαλία, το Αφγανιστάν και τον Λίβανο, οι δύο Πόλεμοι του Κόλπου και η Αραβική Άνοιξη στην Αίγυπτο, τη Λιβύη και την Τυνησία. Φωτογραφίζει επί χρόνια τις συγκρούσεις Ισραηλινών και Παλαιστινίων, και το 2008 εγκαταστάθηκε με το Reuters στην Ιερουσαλήμ ως επικεφαλής φωτογράφος για το Ισραήλ και τα Παλαιστινιακά Εδάφη. Το 2010 επέστρεψε στην Ελλάδα για να καλύψει την οικονομική κρίση, και παρέμεινε για να καλύψει την άφιξη των προσφύγων στην πατρίδα του το 2015. “Καλύπτω πρόσφυγες και μετανάστες πάνω από 25 χρόνια, αλλά αυτή τη φορά είναι αλλιώς: οι μετανάστες φτάνουν στη δική μου πατρίδα”, δήλωσε σε μια συνέντευξη στην εφημερίδα Guardian, η οποία τον επέλεξε ως φωτογράφο της χρονιάς το 2015. Μιλώντας για την καταγραφή της προσφυγικής κρίσης του 2015, είπε: “Το λιγότερο δύσκολο κομμάτι ήταν η φωτογράφηση. Η μεγάλη πρόκληση ήταν η συναισθηματική εμπλοκή… ήταν τόσο λυπηρό να βλέπεις το ίδιο πράγμα ξανά και ξανά… Κανείς δεν περίμενε ότι θα ήταν τόσοι πολλοί. Όμως οι περισσότεροι Έλληνες έχουν προσφυγικό αίμα μέσα τους, και οι ντόπιοι κατάλαβαν ότι για τους ανθρώπους αυτούς η Ελλάδα ήταν απλώς ένας σταθμός στο ταξίδι τους προς τον βορρά. Θέλω να εκφράσω την ευγνωμοσύνη μου σε όλους τους Έλληνες και ξένους εθελοντές που βοήθησαν στα νησιά και στα βόρεια σύνορα. Αποδείξατε πως η ανθρωπιά ζει ακόμη!”

Ο Γιάννης Μπεχράκης σπούδασε φωτογραφία στον ΑΚΤΟ και έλαβε πτυχίο —BA (Honours)— από το Middlesex University. Έχει κερδίσει επτά φορές το ελληνικό εθνικό βραβείο Fuji για τον “Φωτογράφο της Χρονιάς” και τρεις φορές τον τίτλο του Ευρωπαίου Φωτορεπόρτερ της Χρονιάς από τα European Fuji Awards. Το 2016 ο Μπεχράκης και η ομάδα του τιμήθηκαν με το Βραβείο Pulitzer στην κατηγορία Breaking News Photography για την κάλυψη της άφιξης προσφύγων από τη Μέση Ανατολή στην Ευρώπη.

TANJA BOUKAL

 

Η Tanja Boukal (γεν. 1976, Αυστρία) ζει και εργάζεται στη Βιέννη αλλά τα τελευταία χρόνια ταξιδεύει τακτικά σε περιοχές που βρίσκονται σε κρίση. Η έρευνα της Boukal σε μέρη όπως η Αίγυπτος, η Ελλάδα, η Κολομβία, η Λαμπεντούσα, η Μελίγια (Ισπανία) ή το Σεράγεβο έχει ως αφετηρία ανάπτυξης των εικαστικών της θεμάτων τις τοπικές καταστάσεις. Όπως λέει η ίδια, “Καταπιάνομαι με τους ανθρώπους, τις καταστάσεις και τις στρατηγικές τους. Στη δουλειά μου δεν θέλω να δείξω μόνο τα αρνητικά αλλά να στρέψω την προσοχή στο τι κάνουν —ή προσπαθούν να κάνουν— οι άνθρωποι για να αλλάξουν τις συνθήκες.”

Μετά από σπουδές στο καλλιτεχνικό κέντημα και τη σκηνογραφία στη Wiener Kunstschule της Βιέννης, η Boukal εστίασε αρχικά στη γλυπτική και τις εγκαταστάσεις. Αργότερα χρησιμοποίησε τη φωτογραφία, ενώ από το 2007 ξεκίνησε να δουλεύει με μαλακά υφάσματα. Δουλεύοντας με τεχνικές κεντήματος, πλεξίματος και ραπτικής, η Boukal έχει στόχο να φέρει τον θεατή σε επαφή με δύσκολα θέματα μέσω οικείων υλικών ώστε να μειώσει την απόσταση από αυτά. Για την έκθεση A World Not Ours, η Boukal θα παρουσιάσει προϋπάρχοντα όσο και καινούργια έργα που εντάσσονται στη μακρόχρονη έρευνά της γύρω από το προσφυγικό ζήτημα.

Ένα από τα παλαιότερα έργα, το Ode to Joy, είναι μέρος της σειράς The Melilla Project: η Μελίγια αποτελεί ισπανικό έδαφος στη βόρεια ακτή της Αφρικής, με 85.000 κατοίκους σε μια έκταση μόλις 13,5 τετραγωνικών χιλιομέτρων. Ο φράχτης ύψους 6 ως 7 μέτρων που τη χωρίζει από τη γύρω μαροκινή επικράτεια φυλάσσεται από δυνάμεις του στρατού και της αστυνομίας και επιτηρείται από συσκευές υψηλής τεχνολογίας για να κρατήσει τους πρόσφυγες εκτός ευρωπαϊκών εδαφών. Για την προστασία έναντι της παράνομης μετανάστευσης, το εξωτερικό αυτό σύνορο της Ευρωπαϊκής Ένωσης διαθέτει ακόμη πύργους ελέγχου, αισθητήρες κίνησης, ραντάρ, εξοπλισμό νυχτερινής παρατήρησης και δακρυγόνα. Η Μελίγια είναι απτό παράδειγμα αυτού που λέγεται Ευρώπη-Φρούριο (Fortess Europe).

Τριάντα χιλιάδες πρόσφυγες από την υποσαχάρια Αφρική και τη Συρία βρίσκονται εγκλωβισμένοι στο ευρωπαϊκό αυτό σύνορο περιμένοντας την “κατάλληλη στιγμή.” Οι κάτοικοι της Μελίγιας έχουν να αντιμετωπίσουν το ζήτημα των προσφύγων που προτιμούν να διακινδυνεύσουν τη ζωή τους προσπαθώντας να περάσουν τον φράχτη παρά να γυρίσουν στη ζωή που άφησαν πίσω τους. Στα δύο ερευνητικά ταξίδια που έκανε το 2014, η Boukal είχε την ευκαιρία να δουλέψει με πρόσφυγες, κατοίκους και εθελοντές στη Μελίγια. Μπόρεσε επίσης να οργανώσει εργαστήρια με τους πρόσφυγες στον καταυλισμό CETI, και να συνοδεύσει τις ηρωικές νοσοκόμες στα βουνά του Μαρόκου.

Το Ode to Joy αναφέρεται στο λιμπρέτο του Friedrich Schiller που χρησιμοποιεί ο Μπετόβεν στο τελευταίο μέρος της Ενάτης Συμφωνίας, και το οποίο υιοθέτησε ως Ύμνο της Ευρώπης η ΕΕ. Το κείμενο είναι εύγλωττο ως προς το πώς ορίζει η Ευρώπη τον εαυτό της και τη σχέση της με τους απρόσκλητους ξένους. Περιγράφει με πάθος το κλασικό ιδανικό μιας κοινωνίας ίσων που τους συνδέει η χαρά και η φιλία. Ένα λευκό δαντελωτό ύφασμα, πλεγμένο στο χέρι από την Tanja Boukal με κασμήρι υψηλής ποιότητας,  φέρει το λιμπρέτο του ευρωπαϊκού ύμνου πλαισιωμένο από πάνελ με αγκαθωτό σύρμα. Το ύφασμα ακολουθούσε την καλλιτέχνιδα σε όλες τις εξορμήσεις της στη Μελίγια. Οι φωτογραφίες που πήρε και από τις δύο πλευρές των συνόρων δείχνουν πρόσφυγες τυλιγμένους με αυτό το πολυτελές ύφασμα τυλιγμένους με τις λέξεις των υψηλών ιδανικών της Ευρώπης, υπονοώντας τη διαφορά μεταξύ θεωρίας και πράξης.

Στην έκθεση υπάρχουν επίσης τρία νέα έργα φτιαγμένα ειδικά μετά από ένα πρόσφατο ταξίδι της Boukal στην Τουρκία και την Ελλάδα. To Izmir Concrete (2016) είναι μια εγκατάσταση με φωτογραφίες και τσιμεντόλιθους, εμπνευσμένη από μια επίσκεψη στη συνοικία Μπασμάν στο κέντρο της Σμύρνης όπου τα γρανάζια της οικονομίας της διακίνησης προσφύγων εξακολουθούν να γυρνούν. Οι μετανάστες καταλύουν σε φτηνά ξενοδοχεία, παίρνουν τιμές από τους διακινητές, αγοράζουν ανεπαρκή σωσίβια, συγκρίνουν βάρκες και μηχανές στα μαγαζιά, περιμένουν ιδιωτικά λεωφορεία να τους μεταφέρουν στην ακτή. Τα κοσμηματοπωλεία ανταλλάσσουν χρυσαφικά, και ένα μαγαζί προσφέρει εμβάσματα από τη Συρία. Όλα αυτά μας δίνουν μια ιδέα των αόρατων μηχανισμών πριν από το επισφαλές πέρασμα στην Ελλάδα.

Το Memories of Travels and Dreams (2016) είναι ένα νέο φωτογραφικό έργο που δημι-ούργησε η Boukal όταν βρισκόταν στη Σάμο και πέρασε από την Ελλάδα στην Τουρκία και πάλι πίσω. Παρακολουθούμε τη διαδικασία του θαλασσινού ταξιδιού από το Κουσάντασι στη Σάμο για έναν τουρίστα: αγορά εισιτηρίου στο πρακτορείο της ναυτιλιακής εταιρείας, ψώνια στο duty free και επιβίβαση στο πλοίο, όπου υπάρχει άφθονος χώρος, σωσίβια για όλους και ένα καφέ. Το ασφαλές πέρασμα στην Ελλάδα διαρκεί 1 ώρα και 15 λεπτά. Το εισιτήριο κοστίζει 35 ευρώ, και τα παιδιά μέχρι 6 ετών ταξιδεύουν δωρεάν. Για τους πρόσφυγες, το ίδιο αυτό ταξίδι είναι μια εντελώς διαφορετική υπόθεση: βρίσκεις τον κατάλληλο διακινητή, αγοράζεις σωσίβια αμφίβολης ποιότητας και νερό, αποφασίζεις ποια από τα υπάρχοντά σου θα εγκαταλείψεις, μπαίνεις στη λέμβο. Καθώς πρέπει να στοιβαχτούν όσο το δυνατόν περισσότεροι σε κάθε σκάφος, οι επιβάτες υποχρεώνο¬νται να τις οδηγήσουν μόνοι τους, και όλοι φοβούνται. Το εισιτήριο κοστίζει 1500 δολάρια, και δεν υπάρχει έκπτωση για τα παιδιά. Από το 2014 πνίγονται 10 άνθρωποι την ημέρα, βάσει στοιχείων του Διεθνούς Οργανισμού Μετανάστευσης (IOM). Μετά τη συμφωνία ΕΕ-Τουρκίας, όλο και περισσότεροι μετανάστες  επιλέγουν το πέρασμα από την Αφρική, που είναι ακόμη πιο επικίνδυνο, με μεγαλύτερο κόστος σε ζωές. Το έργο μιλά για ένα διαφορετικό ταξίδι στην ίδια διαδρομή· για μια παράλογη κατάσταση όπου το διαβατήριό σου κρίνει αν θα κάνεις ένα ειδυλλιακό τουριστικό ταξίδι ή θα ρισκάρεις τη ζωή σου. Τέλος, η Boukal παρουσιάζει ένα νέο βίντεο, το Down by the Sea (2016), γυρισμένο σε ένα νεκροταφείο στο Πυθαγόρειο της Σάμου όπου είναι θαμμένα παιδιά από τη Συρία που δεν επέζησαν του περάσματος στην Ελλάδα. Η Tanja Boukal είναι η νεότερη αυστριακή καλλιτέχνις που έχει ποτέ παρουσιάσει ατομική έκθεση στο Museum der Moderne Salzburg (2013). 

 


RÓZA EL­ HASSAN

 

Γεννημένη στη Βουδαπέστη (1966) αλλά με διπλή υπηκοότητα, ουγγρική και συριακή, η Róza El-Hassan δουλεύει με πρόσφυγες στη Συρία, τον Λίβανο και την Παλαιστίνη και αυτό έχει διαμορφώσει την πρακτική της. Συνδυάζοντας τη χρήση μακετών και γλυπτών μικτής τεχνικής με έργα σε χαρτί και επιτοίχια σχέδια, η El-Hassan ενώνει διαφορετικές ιδιότητες σε μια πολύπλευρη και υπαινικτική μελέτη της ανθρώπινης κατάστασης και ιδίως των περιθωριοποιημένων κοινοτήτων και των προσφύγων. Έχει επίσης δημιουργήσει, στο Facebook και ως ιστολόγιο, το Syrian Voices: Mediation and Art — μια ψηφιακή πλατφόρμα για Σύρους καλλιτέχνες.

Πολλές από τις δραστηριότητες της El-Hassan έχουν να κάνουν με κοινωνικές παρεμβάσεις και κοινωνικό σχεδιασμό, όπως το πρότζεκτ No Corruption, μια μάρκα τσαντών βασισμένων σε μια παλιά τεχνική καλαθοπλεκτικής που η καλλιτέχνις ανάπτυξε μαζί με μέλη της ουγγρικής κοινότητας των Ρομά, που αριθμεί  600.000 άτομα, προκειμένου να ανακουφίσει την εν γένει κακή οικονομική τους κατάσταση. Το πρότζεκτ ξεκίνησε αρχικά από το Szendrőlád, ένα μικρό χωριό των Ρομά στα όρη Borsod της ανατολικής Ουγγαρίας. Πολλά από τα εγχειρήματα της El-Hassan συνδυάζουν έτσι την κοινωνική προσφορά με τις φιλικές προς το περιβάλλον τεχνικές παραγωγής.

Ανάλογο παράδειγμα είναι η οικολογική αρχιτεκτονική ‘Beehive’ ή ‘Adobe House’, στο πλαίσιο της μακρόχρονης έρευνας της Róza El-Hassan γύρω από την οικολογική, βιώσιμη και ανθρωπιστική συριακή αρχιτεκτονική ως πιθανή μικρής κλίμακας λύση στο στεγαστικό πρόβλημα των προσφύγων. Πρόκειται για τον τύπο του σπιτιού που κατοικούσαν οι πρόγονοί της, και που παρέμενε συνηθισμένος στα χωριά της βόρειας Συρίας μέχρι τη δεκαετία του 1970. Το Beehive [Κυψέλη] είναι ένα στρογγυλό κτίσμα με έναν πολύ ψηλό θόλο, με ύψος τουλάχιστον 3-4 μέτρων. Όπως η ίδια θυμάται από τα παιδικά της χρόνια, οι θόλοι αυτοί ήταν σχεδόν άδειοι, πάντα πολύ καθαροί και ανέδιναν μια αίσθηση ζεστής φιλοξενίας. Αναζητώντας λύσεις στο στεγαστικό πρόβλημα που ανέκυψε από τη συριακή προσφυγική κρίση, η El-Hassan αποφάσισε να επισκεφθεί ξανά την απλή αυτή αρχιτεκτονική μορφή ως βιώσιμο μοντέλο αναδόμησης βασισμένο σε φθηνά τοπικά υλικά (χωμάτινους πλίνθους). Οι θολωτές κατασκευές, απαράλλαχτες εδώ και χιλιάδες χρόνια, δεν χρειάζονται μόνωση τον χειμώνα, μένουν δροσερές το καλοκαίρι και δεν ρυπαίνουν. Όταν πάψουν να χρειάζονται, καταρρέουν και ξαναγίνονται χώμα. Ένα Adobe House κατασκευάστηκε για την έκθεση ως υπαίθρια γλυπτική εγκατάσταση, με τη χρήση τοπικών ελληνικών υλικών και τη βοήθεια ντόπιων μαστόρων οι οποίοι ταυτόχρονα ωφελούνται μαθαίνοντας μια πανάρχαια συριακή τεχνική. Πρόκειται για ένα λειτουργικό μοντέλο στέγασης που θα μπορούσε να παραχθεί μαζικά με υποστήριξη από τον χώρο των ΜΚΟ. Όπως λέει η ίδια η καλλιτέχνις: “Αυτή τη στιγμή δεν ξέρω τι θα συμβεί στη Συρία τους επόμενους μήνες, πού θα βρουν οι άνθρωποι τη δύναμη να την ξαναχτίσουν. Προσπαθώ να σκεφτώ στην ελάχιστη δυνατή κλίμακα: ο θόλος από πλίνθους και ο κύβος του ενός ή των δύο δωματίων, με μόνα υπάρχοντα ένα στρώμα και μια φωτογραφία συγγενών — η συριακή μας νεωτερικότητα, η περηφάνια μας. Οτιδήποτε πιο περίπλοκο ξεπερνά τη φαντασία μου.” Η El-Hassan σπούδασε στην Ουγγρική Ακαδημία Τέχνης και στην Städelschule της Φρανκφούρτης. 

 

NINAR ESBER

 

Η Ninar Esber (γεν. 1971, Βυρηττός) ζει και εργάζεται στο Παρίσι και τη Βυρηττό. Η Esber χρησιμοποιεί κυρίως το σώμα της ως υλικό σε μια πρακτική οργανωμένη με βάση την περφόρμανς, την εγκατάσταση και το βίντεο και κινούμενη γύρω από τις έννοιες της βραδύτητας, της ακινησίας και της αντίστασης. Η δουλειά της δίνει ιδιαίτε¬ρη έμφαση στη θέση και τους ρόλους των γυναικών στη Μέση Ανατολή, την Ευρώπη ή αλλού. Καταδεικνύει τον παραλογισμό, την υποκρισία, τη βία και την αδικία που υφίστανται οι γυναίκες και οι μειονότητες. Για την έκθεση A World Not Ours η Esber δημιούργησε μια νέα περφόρμανς. Ένας τυφλός φάρος στέκει στραμμένος προς τη θάλασσα. Είναι αναμμένος, αλλά το φως του δεν έχει δύναμη. Στην κορυφή του στέκεται μια γυναικεία φιγούρα: καλεί τον ταξιδιώτη, αλλά μόλις πλησιάσει εκείνη στρέφεται αλλού. Ο φάρος και η φιγούρα καλούν, αλλά ταυτόχρονα αδυνατούν να προστατεύσουν όσους προστρέχουν. Ένα θανάσιμο παιχνίδι σαγήνης παίζεται ανάμεσα σε μια θελκτική αλλά επισφαλή και παρουσία και τον θαμπωμένο ταξιδιώτη που σπεύδει προς την καταστροφή του. Όπως και στις περισσότερες περφόρμανς της, η Esber εδώ εκμεταλλεύεται τη σαγηνευτική επίδραση του μέσου της, διεγείρει την περιέργεια και μας καλεί να αναλογιστούμε τις σχέσεις με εκείνους της ‘άλλης’ πλευράς.

Το Torso (II), από την άλλη, είναι ένα έργο βασισμένο στο κείμενο και περιλαμβάνει τα ονόματα στρατιωτικών επιχειρήσεων που έχουν διεξαγάγει στη Μέση Ανατολή οι στρατοί των ΗΠΑ, του Ισραήλ, της Βρετανίας και της Γαλλίας από το 1948 ως σήμερα. Το υπερμέγεθες, λαμπερό περιδέραιο ως ελκυστικό αλλά ζοφερό ‘τρόπαιο’ και τα συχνά εξωτικά, χολιγουντιανής υφής ονόματα των στρατιωτικών επιχειρήσεων κρύβουν πίσω τους τη βία και τον θάνατο που συνεπάγονται οι εκστρατείες αυτές. Τέλος, η Esber σχεδίασε και μια σκηνή για τις περφόρμανς και τις συζητήσεις που θα διεξαχθούν στον εκθεσιακό χώρο.

Με σπουδές στην Ecole Nationale Superieure d’Arts στο Paris-Cergy, από το 2000 και μετά η Esber δημιουργεί έργα που συχνά ξεκινούν από προσωπικά βιώματα και βασίζονται στην περφόρμανς. Κάποια είναι θεαματικά, αλλά τις περισσότερες φορές εγγράφονται σε καθημερινές ρουτίνες, με την καλλιτέχνιδα να κάθεται, να στέκεται, να διαβάζει, να κοιμάται, να μετρά, κ.ο.κ. Οι απλές αυτές δραστηριότητες, μεταξύ θεατρικής και καθημερινής χειρονομίας, παγώνουν τον χώρο και τον χρόνο και ενθαρρύνουν μια επιβραδυμένη πρόσληψη. Η Esber εκπροσωπείται από τη Galerie Imane Farès στο Παρίσι.

 

MAHDI FLEIFEL

 

Συγγραφέας, σκηνοθέτης και εικαστικός καλλιτέχνης, ο Mahdi Fleifel γεννήθηκε στο Ντουμπάι το 1979 και πέρασε τα πρώτα του χρόνια στον προσφυγικό καταυλισμό του Ain el-Helweh στον Λίβανο, για να εγκατασταθεί τελικά στη Δανία. Οι ταινίες του, αρνούμενες να ‘υπηρετήσουν τις στερεοτυπικές αναπαραστάσεις’, εξετάζουν την εμπειρία της εξορίας —όπως την έζησαν οι διαφορετικές γενιές της οικογένειάς του— με τρόπους συχνά σατιρικούς ή χιουμοριστικούς.   

Ο Fleifel αποφοίτησε από το National Film and Television School στην Αγγλία. Το 2010 ο Fleifel ίδρυσε μαζί με τον ιρλανδό παραγωγό Patrick Campbell την εταιρεία κινηματογραφικών παραγωγών Nakba FilmWorks στο Λονδίνο. Η πρώτη τους μεγάλου μήκους ταινία, A World Not Ours (2012) —που παρουσιάζεται στην έκθεση— έκανε πρεμιέρα στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Τορόντο. Έκτοτε έχει αποσπάσει πάνω από 30 βραβεύσεις, μεταξύ των οποίων το Peace Film Prize στη Μπερλινάλε του 2013 και τα βραβεία της κριτικής επιτροπής στα φεστιβάλ Yamagata, Εδιμβούργου και DOC: NYC, Νέα Υόρκη.  Ως ντοκιμαντέρ περί ταυτότητας  —για το πώς προσεγγίζουμε το ποιοι είμαστε και από πού ερχόμαστε— η ταινία συνθέτει αρχειακό υλικό, προσωπικές καταγραφές και οικογενειακά αρχεία για να διηγηθεί μια προσωπική ιστορία τριών γενεών σε εξορία στον προσφυγικό καταυλισμό Ain el-Helweh. Ο Fleifel περιγράφει την ταινία ως “κάτι παραπάνω από ένα οικογενειακό πορτρέτο· μια απόπειρα να καταγραφούν τα όσα ξεχνιούνται και να επισημανθούν όσα δεν πρέπει να σβηστούν από τη συλλογική μνήμη.”

Στο Xenos (2014) ο καλλιτέχνης εμβαθύνει στα σχετικά με την πορεία των ανθρώπων του Ain el-Helweh. Η ταινία αυτή ακολουθεί το ταξίδι που έκανε το 2010 ο Abu Eyad, ένας νέος άνδρας από τον καταυλισμό, περνώντας με τη βοήθεια διακινητών στην Ελλάδα μέσω Συρίας. Έχοντας εγκαταλείψει την εμπόλεμη πατρίδα του, φτάνει στην Ελλάδα για να βρεθεί σε μια κοινωνία που λυγίζει υπό την πίεση της οικονομικής και πολιτικής κατάρρευσης. Το σύντομο ντοκιμαντέρ αναμιγνύει σκηνές από την Αθήνα με τηλεφωνικές συνδιαλέξεις κατά την παραμονή του Abu Eyad στην Αθήνα, που μεταφέρουν “τον καθημερινό αγώνα επιβίωσης και την επίμονη αίσθηση εξορίας σε μια γη της επαγγελίας που έχει αποδειχθεί εφιάλτης.” 

Η πιο πρόσφατη ταινία του Fleifel, A Man Returned (2016), απέσπασε την Αργυρή Άρκτο στη Μπερλινάλε του 2016. Η ταινία ακολουθεί έναν άλλο νέο άντρα, τον 26χρονο Reda, στην αποτυχημένη του απόπειρα να ξεφύγει από το Ain el-Helweh. Μετά από τριών ετών εγκλωβισμό στην Ελλάδα, ο Reda επιστρέφει τελικά στο στρατόπεδο προσφύγων εξαρτημένος από την ηρωίνη και βρίσκει το Ain el-Helweh να διαλύεται από εσωτερικές διαμάχες και από την κλιμακούμενη ένταση λόγω του πολέμου στη Συρία. Εκεί, εντελώς απρόσμενα, ο Reda αποφασίζει να παντρευτεί τον έρωτα των παιδικών του χρόνων. Ως γλυκόπικρη ιστορία αγάπης, το A Man Returned απηχεί τους θριάμβους και την απελπισία του ίδιου του καταυλισμού.

 

MAΡΙΝΑ ΓΙΩΤΗ

 

Όταν η Μαρίνα Γιώτη επέστρεψε στο πατρικό της στην Ελλάδα μετά τον θάνατο των γονιών της, βρήκε ξανά το μοναδικό αντικείμενο που είχαν κατορθώσει να σώσουν οι παππούδες της μέσα από τον δρόμο της προσφυγιάς: μια εικόνα της Αγίας Μαρίνας, που γίνεται σημείο εκκίνησης για την ταινία της Γιώτη. Αναγκασμένοι να φύγουν από τη Μύλασα της Μικράς Ασίας (το Milas της σημερινής Τουρκίας), οι πρόγονοι της Γιώτη ήταν μεταξύ του ενός και πλέον εκατομμυρίου Ελλήνων που εκδιώχθηκαν από την Τουρκία κατά τη Μικρασιατική Καταστροφή — την κατάληξη του γνωστού και ως Ελληνοτουρκικού Πολέμου του 1919-1922 που σημάδεψε την κατάρρευση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Οι (εκατέρωθεν) σφαγές και οι αναγκαστικοί εκτοπισμοί οδήγησαν σε μια από τις μεγαλύτερες προσφυγικές ροές των αρχών του εικοστού αιώνα στην Ευρώπη. Το 1923, η αναγκαστική ανταλλαγή πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας έφερε τη βίαιη μετεγκατάσταση των περισσότερων από τους έλληνες χριστιανούς που παρέμεναν στην Τουρκία —με παρουσία στη Μικρά Ασία από τα χρόνια των Ιώνων— καθώς και 500.000 μουσουλμάνων της Ελλάδας προς την Τουρκία. Οι παππούδες της Γιώτη βρέθηκαν στη Σάμο πριν εγκατασταθούν τελικά στη Νίκαια, στην Αθήνα. Εκεί τους δόθηκε γη στην οποία μεγάλωσαν οι τέσσερις κόρες τους, μεταξύ των οποίων και η μητέρα της καλλιτέχνιδας.

Η εικόνα της Αγίας Μαρίνας είναι το μόνο από τα υπάρχοντα της οικογένειας που επέζησε της αναγκαστικής μετεγκατάστασης. Η Γιώτη την κληρονόμησε ως δώρο από τη γιαγιά που ποτέ δεν γνώρισε, τη Μαρίνα Γιαχάκη, που ήθελε να καταλήξει η εικόνα στα χέρια της επόμενης Μαρίνας στην οικογένεια. Δόθηκε στην καλλιτέχνιδα από τη μητέρα της σε μια περίοδο που “οι αγιογραφίες ήταν το τελευταίο που την ενδιέφερε.” Τώρα, θέλοντας να γνωρίσει καλύτερα την οικογενειακή της ιστορία, ζητά από τις δύο ενενηντάχρονες θείες της να ανασυνθέσουν την ιστορία της εικόνας. Με τη μνήμη τους αδυνατισμένη λόγω ηλικίας, οι θείες μετέχουν στην κοινή οικογενειακή προσπάθεια να θυμηθούν. Από την άποψη αυτή, η ταινία εξετάζει όχι μόνο την προσφυγιά αλλά και εκείνο που η Γιώτη περιγράφει ως ‘αγώνα δρόμου ενάντια στον χρόνο’ για να περισωθεί η οικογενειακή ιστορία από εκείνους που ήταν πιο κοντά στα γεγονότα.

Η οικογένεια της Γιώτη ήταν μεταξύ μιας ομάδας ανθρώπων που δεν διαφέρουν πολύ από εκείνους που καταφεύγουν σήμερα στην Ελλάδα. Οι σκηνές που διαδραματίστηκαν στη Λέσβο το περασμένο καλοκαίρι μοιάζουν με εκείνες του πρώτου δεκαημέρου του Οκτωβρίου του 1922, όταν έφτασαν στο νησί 50.000 Έλληνες, κυρίως από το Αϊβαλί της απέναντι τουρκικής ακτής, δημιουργώντας τεράστιο ανθρωπιστικό ζήτημα. Εκεί που οι Έλληνες ήταν κάποτε πρόσφυγες, σήμερα βρίσκονται στο ρόλο του οικοδεσπότη των κατατρεγμένων. Η ιστορία επαναλαμβάνεται και οι όροι αντιστρέφονται. Η μνήμη γίνεται ένας από τους μηχανισμούς διαφύλαξης της ανθρώπινης ενσυναίσθησης και αλληλεγγύης. Η ταινία της Γιώτη μας το θυμίζει αυτό.

Γεννημένη στην Αθήνα (1972), η Μαρίνα Γιώτη είναι κινηματογραφίστρια και εικαστικός. Παρά τη συμβατική κινηματογραφική της εκπαίδευση, η Γιώτη έχει ασχοληθεί κυρίως με την κινηματογραφική έρευνα και το πειραματικό βίντεο, τις εγκαταστάσεις και τις υβριδικές δημιουργίες που διερευνούν τις αισθητικές και αφηγηματικές δυνατότητες του μέσου σε ένα πλαίσιο εικαστικό. Στο κινηματογραφικό της έργο συχνά επεξεργάζεται παλιό, προϋπάρχον αρχειακό υλικό για να επαναπροσεγγίσει ξεχασμένες ιστορίες και να βρει νέα νοήματα. Έχει επίσης συνεπιμεληθεί δύο εκθέσεις και έχει οργανώσει προβολές πειραματικών ταινιών και ντοκιμαντέρ για κινηματογραφικά φεστιβάλ.

Η Γιώτη έχει σπουδάσει Χημικός Μηχανικός, Περιβαλλοντική Διαχείριση (MSc), Κινηματογράφο, και Media & Επικοινωνία (MA) στην Ελλάδα, τη Βρετανία και το Βέλγιο. Αυτή την περίοδο ετοιμάζει την πρώτη της ταινία μεγάλου μήκους, ένα ντοκιμαντέρ που διαδραματίζεται στο Κάιρο μετά την εξέγερση του 2011.

 


JUICE RAP NEWS

Το Juice Rap News είναι ένα ραπ συγκρότημα με έδρα την Αυστραλία που παρουσιάζει σατιρικές ειδήσεις γύρω από την παγκόσμια επικαιρότητα. Το πρόγραμμα ξεκίνησε το 2012 σε ένα αυτοσχέδιο στούντιο στη Μελβούρνη από τον Hugo Farrant, βρετανικής καταγωγής στιχουργό και freestyle-rapper, και τον Giordano Nanni, κάτοχο διδακτορικού στην Ιστορία. Οι ειδήσεις τους, που μεταδίδονται στο YouTube μέσω του καναλιού thejuicemedia, έχουν γίνει ένα είδος φαινομένου καλτ, με πάνω από 14 εκατομμύρια επισκέψεις από όλο τον κόσμο. Η επιτυχία του διαδικτυακού Juice Rap News έκανε τους Farrant και Giordano να προχωρήσουν και σε ένα ζωντανό σόου για μια απευθείας επαφή με το κοινό. Όπως και στα online βίντεο, οι ζωντανές παραστάσεις είναι αποτέλεσμα της συνάντησης διαφόρων μορφών τέχνης, συνδυάζοντας θέατρο, ραπ, μουσική, υποκριτική, κωμωδία και εικαστικά.

Το Juice Rap News παρέχει “ένα ευρύτερο, ορθολογικότερο πλαίσιο ανάλυσης της επικαι-ρότητας” μέσα από “μια εκρηκτική σύγκρουση ενδελεχούς έρευνας με δυνατούς ρυθμούς, αιχμηρές ρίμες και καυστική σάτιρα.” Με τον Farrant ως βασικό στιχουργό και τον Nanni ως συγγραφέα και συντονιστή, το σόου είναι μια ανεξάρτητη παραγωγή που καλύπτει ένα κενό στα δημοφιλή ΜΜΕ και την ειδησεογραφική κάλυψη. Από την αρχή το πρόγραμμα καταπιάστηκε με τα πιο φλέγοντα και αμφιλεγόμενα ζητήματα της εποχής, μεταξύ των οποίων η κρατική παρακολούθηση, η αποκάλυψη σκανδάλων, τα WikiLeaks, η κλιματική αλλαγή, η εξόντωση του Οσάμα Μπιν Λάντεν και η προσφυγική κρίση. Για την ωμή και ειλικρινή ανάλυση τέτοιων περίπλοκων θεμάτων, το Juice Rap News αντιπαραθέτει τις απόψεις υπάρχοντων και φανταστικών χαρακτήρων. Με τον τρόπο αυτό οι Farrant και Nanni —υποδυόμενοι τις καρικατούρες υπαρκτών ανταποκριτών, πολιτικών και άλλων δημόσιων προσώπων— παρουσιάσουν μια πλήρη γκάμα διαφορετικών αντιτιθέμενών απόψεων. Οικοδεσπότης των επεισοδίων είναι ένας τηλεπαρουσιαστής ονόματι Robert Foster (τον υποδύεται ο Farrant). Ανάμεσα στις άλλες φιγούρες που παρουσιάζονται κατά καιρούς είναι ένας στρατηγός που αντιπροσωπεύει το στρατιωτικό-βιομηχανικό μπλοκ· ένας “τρελός επιστήμονας” και συνω¬μοσιολόγος· ένας πανούργος επιχειρηματίας-σύμβολο της καπιταλιστικής οικονομικής ελίτ· και ένας δημοσιογράφος που εκπροσωπεί τα επίσημα αμερικανικά ΜΜΕ. Πέρα από αυτές τις μιμήσεις, το πρόγραμμα έχει φιλοξενήσει σε έκτακτη εμφάνιση γνωστές προσωπικότητες όπως ο Julian Assange, ο Noam Chomsky και ο Αυστραλός γερουσιαστής Scott Ludlam.

Στην έκθεση A World Not Ours, παρουσιάζεται το επεισόδιο 34 του Juice Rap News με τίτλο “Μετανάστες!”, το οποίο εξετάζει την τρέχουσα προσφυγική κρίση και μας ζητά να επανεστιάσουμε  τις σκέψεις και απόψεις μας γύρω από αυτό το ζήτημα. Το επεισόδιο περιλαμβάνει τον υποψήφιο για την αμερικανική προεδρία Donald Trump και τον Αυστραλό πρωθυπουργό Tony Abbott και αναφέρεται σε δύο καίρια θέματα σχετικά με τη μετανάστευση: τους πολιτικούς και εταιρικούς μετανάστες (τις υπερεθνικές επιχειρήσεις που κερδίζουν μην πληρώνοντας φόρους πουθενά), και τις εν πολλοίς μυστικές συμφωνίες ελεύθερου εμπορίου τύπου TTP, TTIP και TISA. Εν τέλει το επεισόδιο μας βάζει να σκεφτούμε ποιοι μετανάστες είναι εκείνοι θα πρέπει να μας ανησυχούν πιο πολύ. Το Juice Rap News αφήνει την τελική απόφαση στον θεατή, αλλά μας θυμίζει το τι διακυβεύεται στους τελευταίους στίχους του rap:

Κάποτε οι ιστορικοί θα ονομάσουν αυτή την περίοδο Εποχή των Μαζικών Εκτοπισμών, και θα κρίνουν πώς τη χειριστήκαμε.

Θα επικρίνουν άραγε την τύφλα μας ή θα επαινούν το όραμα και τον ανθρωπισμό μας;

Αυτό είναι στο χέρι μας τώρα, στο παρόν, εκεί όπου η Ιστορία Εκτυλίσσεται.

 

SALLIE LATCH

 

Η Sallie Latch είναι αυτοδίδακτη αμερικανίδα καλλιτέχνιδα, παγκόσμια περιηγήτρια, πρώην δασκάλα και νυν (και αεί, ισόβια) ακτιβίστρια για την ειρήνη που στα 83 της χρόνια “εξακολουθεί να θέλει να αλλάξει τον κόσμο.” Το Art Space Pythagorion παρουσιάζει στο πλαίσιο της έκθεσης A World Not Ours την περφόρμανς I asked “why?” And this is what I heard (2016) μια δραματοποιημένη ερμηνεία των συνεντεύξεων που ηχογράφησε η Latch όταν ταξίδεψε στη Σάμο το 2016 ως εθελόντρια. Κατά την εξάμηνη παραμονή της στο νησί κατέγραψε το ταξίδι των προσφύγων που έφταναν στο νησί.

Η Latch μεγάλωσε σε μια οικογένεια που έβλεπε πέρα από τα σύνορα και όπου η ειρήνη και η δικαιοσύνη ήταν καθημερινά θέματα συζήτησης. Έχοντας αναγκαστεί να φύγει για να σωθεί από τα πογκρόμ της Ανατολικής Ευρώπης στις αρχές του εικοστού αιώνα, η οικογένεια γνώριζε τις δυσκολίες και τα βάσανα του ανεπιθύμητου. Ως φτωχοί πρόσφυγες οι ίδιοι, της  μετέδωσαν την πεποίθηση ότι η ισοτιμία και η ισότητα αφορά τους πάντες, ανεξαρτήτως φυλής, τάξης,  σεξουαλικής ταυτότητας, εθνικότητας και θρησκείας (ή μη θρησκείας). Όπως γράφει η ίδια, ‘Τώρα, στα 83 μου, οι σκέψεις αυτές ακόμη με επηρεάζουν. Ήταν στο νου μου όταν είδα μια ανάρτηση στο Facebook με έναν άνδρα στην Ελλάδα να κρατά στα χέρια του ένα νεκρό προσφυγόπουλο και να λέει: “Γιατί δεν μας βοηθά κανείς; Γιατί είμαστε μόνοι;” Πρώτη μου αντίδραση ήταν ότι ήθελα να βοηθήσω. Έκανα μια έρευνα γύρω από τον εθελοντισμό και τελικά πήρα το αεροπλάνο από το Σαν Φρανσίσκο οδηγήθηκα στους Samos Volunteers. Δεν μου πήρε πολύ χρόνο να δηλώσω συμμετοχή.’

Όταν το είπε σε συγγενείς και φίλους, οι περισσότεροι παραξενεύτηκαν. Άλλοι πάλι την ενθάρρυναν — και πιο πολύ οι καλοί της φίλοι και υποστηρικτές στο Global Justice Center του Μεξικού. Εκεί όμως που εκείνη άνοιγε την πόρτα στην προσφυγική εμπειρία, οι ευρωπαϊκές χώρες έκλειναν τη δική τους. Οι ως τότε ανοιχτοί καταυλισμοί προσφύγων λέγονταν πλέον “hot spots” και οι πύλες τους κλείδωναν, κρατώντας έγκλειστους τους μετανάστες και τους πρόσφυγες. Τα όσα σχεδίαζε να κάνει για αυτούς τους ανθρώπους δεν ίσχυαν πια. Χρειαζόταν ένα σχέδιο Β — και μπροστά της υπήρχαν χιλιάδες ιστορίες ζωής που έπρεπε να ακουστούν: ‘Αυτή ήταν η ευκαιρία μου. Οι πρόσφυγες, οι μετανάστες κι εκείνοι που τους βοηθούσαν έπρεπε να παρουσιαστούν ως άνθρωποι· άνθρωποι σαν κι εμάς. Τα ΜΜΕ δεν το έκαναν αυτό, οπότε αποφάσισα να το κάνω εγώ.’

Ένας δεκαεπτάχρονος Σύρος πρόσφυγας της έδειξε πώς να ηχογραφεί με το iPod. Όπως και πολλοί άλλοι πρόσφυγες, δέχτηκε να πει την ιστορία του, με τον όρο να μην αποκαλυφθεί το πρόσωπο και το όνομά του. Την πρώτη εκείνη συνέντευξη ακολούθησαν πολλές άλλες, από πρόσφυγες και μετανάστες αλλά και από τους έλληνες και ξένους εθελοντές που δουλεύουν ακούραστα για να απαλύνουν τον πόνο των χιλιάδων που φτάνουν στη Σάμο για να γλυτώσουν από τον θάνατο και την καταστροφή που άφησαν πίσω τους.

Όπως λέει η Latch, ‘Για μένα αυτές οι συνεντεύξεις δεν είναι απλές ηχογραφήσεις. Είναι το πνεύμα των ανθρώπων που μοιράστηκαν μαζί μου τις πιο μύχιες σκέψεις, τα βάσανα και τον πόνο τους. Μαζί κλάψαμε, μαζί αγκαλιαστήκαμε, μαζί θρηνήσαμε για τον άσκοπο πόνο και τη δυστυχία στον κόσμο… Είναι τιμή μου που μου εμπιστεύτηκαν τις ιστορίες τους και που μπορώ να σας τις μεταφέρω για να τις εκτιμήσετε κι εσείς όπως εγώ. Ας μας παρακινήσουν οι φωνές τους να κάνουμε όσα πρέπει για να έρθει η ειρήνη και η δικαιοσύνη που όλοι θέλουμε και μας αξίζει. Salam, Shalom, Paz, Peace — Ειρήνη, Παρακαλώ!

 

ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΟΥΤΑΦΗΣ

 

Ο Γιώργος Μουτάφης (γεν. 1977, Αθήνα) είναι φωτορεπόρτερ και κινηματογραφιστής που έχει περάσει τα τελευταία εννέα χρόνια καταγράφοντας τη μετανάστευση. Με την αντισυμβατική του φωτογραφική πρακτική —συνήθως χρησιμοποιεί φτηνές μηχανές μιας χρήσης— ο Μουτάφης έχει καταγράψει σοβαρές ανθρωπιστικές κρίσεις και συρράξεις σε πάνω από 20 μέρη του κόσμου, μεταξύ των οποίων η Συρία, η Λιβύη, η Αίγυπτος, η Τυνησία, ο Λίβανος, το Κοσσυφοπέδιο, η Λωρίδα της Γάζας, η Τουρκία, το Νότιο Σουδάν, η Αϊτή και η Σουαζιλάνδη.

Ο Μουτάφης ξεκίνησε να μελετά φωτογραφία το 2006 ως μέλος της Φωτο¬γραφικής Ομάδας 18+. Το 2007 ολοκλήρωσε την κατάρτισή του στη σχολή Καλλιτεχνικής Φωτογραφίας Focus και Ψηφιακού Κινηματογράφου στη SAE της Αθήνας. Μετά την αποφοίτησή του αφιέρωσε μεγάλο μέρος της δραστηριότητάς του στη φωτογράφιση προσφύγων. Όπως λέει, “Αυτές οι μετακινήσεις πληθυσμών με ενδιέφεραν, και προσπάθησα να θέσω ως στόχο μου τη ζωή των μεταναστών και την αφήγηση της ιστορίας τους […]. Είμαι σίγουρος πως κανείς δεν αφήνει τον τόπο του χωρίς σοβαρό λόγο. Ο πόλεμος, η βία, τα οικονομικά προβλήματα και η πολιτική είναι συχνά εκείνα που τους κάνουν να εγκαταλείψουν τις πατρίδες τους.”

Στην έκθεση A World Not Ours ο Μουτάφης παρουσιάζει φωτογραφίες από τη εν εξελίξει σειρά Europa, Europa. Η σειρά αυτή δείχνει πρόσφυγες που φτάνουν στα ελληνικά νησιά με την ελπίδα να καταλήξουν στη ‘Γη της Επαγγελίας’ στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά καταγράφει και τα δεινά των μεταναστών που τώρα περνούν από τη Λιβύη και τη νότια Μεσόγειο. Στο Art Space Pythagorion οι μικρής κλίμακας φωτογραφίες του παρουσιάζονται με τη χρήση φωτεινών κουτιών (light boxes), μια τεχνική που αναδεικνύει τις λεπτομέρειες και ενισχύει την αμεσότητα των έργων. Ο Μουτάφης έχει έναν ιδιαίτερα διεισδυτικό τρόπο να κοιτάζει και να απεικονίζει τη λύπη. Είναι ο συνδυασμός του ασπρόμαυρου, του χαρακτήρα του ενσταντανέ και της σχεδόν τυχαίας εστίασης της προσοχής που κάνει τις εικόνες του να τραβούν τόσο πολύ το βλέμμα. Οι φωτογραφίες του —συχνά βινιέτες που δείχνουν ομάδες ανθρώπων, οικογένειες ή προφίλ μεμονωμένων ατόμων— καταγράφουν συγκινητικά και με ιδιαίτερο σεβασμό μια από τις πιο σημαντικές ιστορικές στιγμές της Ευρώπης σήμερα.

Ο Μουτάφης έχει ως βάση του την Αθήνα, και οι φωτογραφίες του έχουν δημοσιευθεί σε πολλά διεθνή μέσα. Στις πρόσφατες διακρίσεις του περιλαμβάνονται μεταξύ άλλων το Βραβείο Ελευθερίας του Τύπου 2014 από του Ρεπόρτερ Χωρίς Σύνορα, το 1ο βραβείο στον διαγωνισμό Νέων Ελλήνων Φωτογράφων και το 1ο βραβείο στο Φωτογραφικό Φεστιβάλ του Βίλνιους.

 

DILLER SCOFIDIO & RENFRO, MARK HANSEN, LAURA KURGAN & BEN RUBIN ΣΕ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΜΕ ΤΟΥΣ ROBERT GERARD PIETRUSKO & STEWART SMITH

Το Exit (2008-2015) είναι μια βίντεο-εγκατάσταση με μια σειρά από κινούμενους χάρτες που δημιουργούνται βάσει δεδομένων από 100 διαφορετικές πηγές που παρακολουθούν τα σημερινά μεταναστευτικά ρεύματα και τα βασικά τους αίτια. Βασισμένο σε μια ιδέα που ανέπτυξε ο γάλλος φιλόσοφος και πολεοδόμος Paul Virilio, το πειραματικό αυτό έργο δημιουργήθηκε από τους αμερικανούς καλλιτέχνες και αρχιτέκτονες Diller Scofidio + Renfro σε συνεργασία με την αρχιτέκτονα-καλλιτέχνη Laura Kurgan και τον στατιστικολόγο-καλλιτέχνη Mark Hansen και μια ομάδα επιστημόνων και καλλιτεχνών. Όπως εξηγεί ο Virilio, είναι χωρίς προηγούμενο οι αριθμοί των μεταναστών που αφήνουν τις πατρίδες τους για οικονομικούς, πολιτικούς και τώρα πια όλο και περισσότερο για περιβαλλοντικούς λόγους.

Ξεκινώντας κατόπιν παραγγελίας του Fondation Cartier pour l’art contemporain για την έκθεση Native Land, Stop Eject του 2008, το Exit ανανεώθηκε και εμπλουτίστηκε τον Οκτώβριο του 2015 με την ευκαιρία του COP21 (Paris Sustainable Innovation Forum 2015), αντανακλώντας την ανησυχητική εξέλιξη των δεδομένων από τότε που πρωτοπαρουσιάστηκαν. Η επαναλαμβανόμενη κίνηση μιας υδρογείου γράφει και ξαναγράφει διάφορες πλευρές των μεταναστευτικών στατιστικών που μεταφράζονται σε χάρτες, κείμενα και τροχιές. Οι χάρτες επιτρέπουν την οπτικοποίηση διαφόρων σετ παγκόσμιων στατιστικών στοιχείων, προβάλλοντας έξι κινούμενες σκηνές: Μετακινήσεις Πληθυσμών: Πόλεις· Εμβάσματα: Στέλνοντας Λεφτά στην Πατρίδα· Πολιτικοί Πρόσφυγες και Αναγκαστική Μετανάστευση· Η Θάλασσα Ανεβαίνει, οι Πόλεις Βουλιάζουν· Φυσικές Καταστροφές· Εξαφάνιση Γλωσσών και Δασών.

Οι στατιστικές που καταγράφουν τις μετακινήσεις πληθυσμών δεν είναι πάντοτε αμερόληπτες. Ειδικοί  συνέλεξαν τα δεδομένα έχουν από ποικίλες διεθνείς πηγές, τα κωδικοποίησαν γεωγραφικά, τα επεξεργάστηκαν μέσω υπολογιστή και τα μετέφρασαν σε εικόνες. Δεν έχει ζητηθεί από τους οργανισμούς που παρείχαν τα δεδομένα να εγγυηθούν ή να υιοθετήσουν το περιεχόμενο των χαρτών της έκθεσης. Το Exit ανήκει στη Συλλογή του Fondation Cartier pour l’art contemporain, Παρίσι.