Η φύση, ο άνθρωπος, τα ζώα, η αγροτική ζωή, η ομορφιά και η περηφάνια της ψυχής, η πλάση η ίδια, η ιστορία και η αγωνία, η αγριάδα της επαρχίας είναι ορισμένα από τα στοιχεία που ο Κοψαχείλης αγγίζει με τον ειλικρινή του λόγο.

Λόγος που δεν λυγίζει αλλά διατηρείται σταθερά γοητευτικός και μεστός καθ’ όλη την διάρκεια των πλούσιων σε περιεχόμενο διηγημάτων του  με μηνύματα που κανείς οφείλει να λάβει σοβαρά υπόψη του. Ποτισμένα με το άρωμα της ελληνικότητας και την γλώσσα, που αν δεν την κατέχεις δεν την επινοείς, ο Κοψαχείλης με γνήσια υπογραφή ενός ανθρώπου που διαβάζει τις ψυχές των ηρώων που περιγράφει μπορεί και σκιαγραφεί όλα αυτά που συνθέτουν το πάζλ βιωμάτων άλλοτε ευχάριστων και άλλοτε δυσάρεστων και θίγει ζητήματα ευαίσθητα καμωμένα και ζυμωμένα από το εύθραυστο των χαρακτήρων. Αν δεν αναλύσεις τον άνθρωπο δεν μπορείς και να τον κατανοήσεις και εκείνος με ματιά βαθιά διεισδυτική στο ίδιο το παρόν και το παρελθόν, που ανακοινώνει το μέλλον σέβεται τον αναγνώστη γιατί τον προκαλεί να ξαναζήσει μία άλλη εποχή. Και δεν στέκεται μόνο σε αυτό το γεγονός, εμπλουτίζει την σκέψη με πολλές πληροφορίες σαν να επιθυμεί να τον καθίσει στο θρανίο της ιστορίας και να τον διδάξει από τα λάθη ανθρώπων που με τα δικά τους σφάλματα, τις αδυναμίες και τις παραλείψεις έχασαν, πόνεσαν, μίσησαν και χάθηκαν στο τέλος.

Όλα σχεδόν τα διηγήματα που παρουσιάζονται εδώ υπήρξαν κάποτε σκόρπια σε διάφορες δημοσιεύσεις και εδώ είναι όλα μαζεμένα και επικοινωνούν μεταξύ τους ανοίγοντας διάλογο το ένα με το άλλο σαν να θέλουν να γίνουν το ένα συνέχεια του άλλου. Ευφυείς οι τίτλοι, αυθεντικές και ακατέργαστες οι ιστορίες, μοιάζουν να κατεβαίνουν τον δρόμο της έμπνευσης από το μυαλό του συγγραφέα σε συνδυασμό πάντα με τις αφηγήσεις των γηραιότερων, σαν οι τελευταίοι να εκτελούν χρέη ανταποκριτών για όλα αυτά που στηλίτευσαν και σημάδεψαν πολλές φορές οδυνηρά την ελληνική ύπαιθρο και την ιστορία της. Διαβάζουμε για τις αντάρτικες ομάδες που πάλευαν ενάντια στον εχθρό, για δωσίλογους και προδότες που ράγισαν το ηθικό των αντιστασιακών, η ιστορία σε πρώτο πλάνο να σαγηνεύει τον περιπατητή του λόγου του Κοψαχείλη. Ανακαλύπτουμε όμως και την ιδιότητα του ως φυσιοδίφη να βουτάει με μεγάλο μεράκι και ζήλο σε άγνωστα και απάτητα μέρη που κινητοποιούν τον αναγνώστη να εντρυφήσει περαιτέρω στην ιστορία της παράδοσης που απαρτίζεται από πολλά επεισόδια.

Ένα διήγημα με τίτλο «Φοβία για τα μανιτάρια» και ένα άλλο «Χάθηκε η κλήρα του» αναφερόμενο σε έναν γάιδαρο, επικεντρώνονται σε μικρές και σύντομες αλλά πολύ ανατριχιαστικές καταγραφές της αγροτιάς που πλέον τείνουν να εξαφανιστούν. Και μέσα από την αφήγησή του αυτή προκύπτει η αγωνία, ο μόχθος, ο ιδρώτας, ο φόβος για την επιβίωση, την ίδια την ζωή και την αδικία που πολλές φορές ο άνθρωπος επιφυλάσσει στην ίδια την φύση και τα πλάσματά της ενώ εκείνη υπόγεια τον εκδικείται για το κακό που προξένησε. Λιακάδες όμως και συννεφιές γίνονται ένα, αφήνοντας μας μία ζαχαρένια γεύση, μία ιδέα πως η ιδιαιτερότητα του τοπίου γύρω μας είναι η μαγεία, μία ωδή στην απεραντοσύνη που ίσως για λίγο απωλέσαμε αλλά νομοτελειακά θα ανακτήσουμε γιατί έτσι είναι γραφτό.

Ο συγγραφέας είναι το δοχείο εκείνο από το οποίο ξεχύνονται εικόνες και πρόσωπα εποχών που η σκληρότητα και η δυστυχία άφηναν πίσω τους αναμνήσεις αλλά και ένα γλυκό αίσθημα πως άξιζε τον κόπο αυτή η ταλαιπωρία. Γιατί μέσα από αυτήν την δυσκολία ξεπήδησε η έγνοια για τον διπλανό, το συναισθηματικό δέσιμο της οικογένειας, η προσφορά στο σύνολο και η απογύμνωση του εγώ για το καλό του εμείς. Έχει αξία η ακούραστη ανηφόρα του στριμώγματος και ας μην εκτιμάται σε πρώτο επίπεδο, ο χρόνος δείχνει πως η ανθρωπιά προσμετράται στα θετικά εκείνων των εποχών τότε που όλοι γνωρίζονταν μεταξύ τους και οι σχέσεις δεν είχαν αλλοιωθεί από την επέλαση του εγωισμού. Και αν σήμερα έχει χαθεί για πάντα το ενδιαφέρον και όλοι ζουν στον μικρόκοσμό τους χωρίς να νοιάζονται για το τι γίνεται δίπλα τους, αποδεικνύεται πως αυτές οι έννοιες κάποτε έχτιζαν συνειδήσεις και ρίζωναν βαθιά το χορτάρι της αλληλεγγύης. Μέσα από την ποιητικότητα με την οποία ο ίδιος ραντίζει τις εσωτερικές του ανησυχίες, ο Κοψαχείλης δαμάζει τον λόγο και οι λέξεις του γίνονται όπλα στα χέρια του, όπλα από ατσάλι γιατί τόσο ηχηρά είναι τα δείγματα γραφής που χαράζει στο διάβα του. Και τελικά όλα δεν είναι μαύρα, αλλά η φωτεινότητα που έχουμε ανάγκη μέσα μας είναι κάπου εκεί έξω αρκεί να την αναζητήσουμε σε λέξεις και φράσεις καλά κρυμμένες.

«Σκέφτεται τι μπορεί να άφησαν πίσω τους αυτές οι ψυχές, ποιες ανάγκες και ποια ματαιωμένα όνειρα άραγε τις έχουν ξεβράσει σ’ αυτήν εδώ τη βροχερή και μελαγχολική επαρχία, ανάμεσα σε ξένους ανθρώπους, που καλά καλά δεν μπορούν να συνεννοηθούν μαζί τους»

Το βιβλίο του Στάθη Κοψαχείλη, Δρακοντιά, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μελάνι.