Έτυχε να γεννηθώ στην Αθήνα το 1983 και από τότε θυμάμαι τον εαυτό μου να αναρωτιέται συνεχώς για ό,τι συνέβαινε τριγύρω. Να προσπαθεί να καταγράψει τη ζωή μέσω του θανάτου της. Στα 30 μου χρόνια έτυχε να συμβαίνουν πράγματα, τα οποία τις περισσότερες φορές με αναγκάζουν να ξεβολευτώ από την καρέκλα μου και να γυρνώ ολοένα, άλλοτε με νόημα, άλλοτε χωρίς. Παρατηρώ τους ανθρώπους και τη φύση να μεταλλάσσονται, τα ζώα να προσπαθούν να λύσουν τις διαφορές τους. Μόνο που τα τελευταία δεν χρησιμοποιούν όπλα και σπιούνους.

Περπατώντας μια μέρα κάπου στο Κολωνάκι, αντίκρισα σε έναν τοίχο βαμμένο με έντονα και ζωηρά χρώματα τη φράση: «Θέλω να πεθάνω» γραμμένη με μαύρα γράμματα. Προβοκατόρικα και σχεδόν χιουμοριστικά, αυτό το μήνυμα, επιχειρούσε να διαλύσει την πολύχρωμη και φαινομενική ευδαιμονία. Κατηφορίζοντας προς τα Εξάρχεια, κάπου στη Σόλωνος, μια παρέα νεαρών ρεμπετών έμπλεκε τους ήχους και τις νότες του Τσιτσάνη με αυτές του «Take a walk on the wild side» του Lou Reed που αντηχούσαν από το απέναντι μαγαζί. Λίγο πιο κάτω, ένας άστεγος έστρωνε το «κρεβάτι» του λίγο πριν κοιμηθεί και εγώ αυτόματα συνειδητοποιούσα πως είχα περάσει στην ζόρικη πλευρά του δρόμου.

Κάθε γωνία και κάθε δρόμος της Αθήνας αντικατοπτρίζει σε μεγάλο βαθμό τη φτώχεια, την απόγνωση και το μίσος των πολιτών της. Όλα κινούνται τόσο γρήγορα που δεν προλαβαίνεις να τα αντιληφθείς και να τα συνειδητοποιήσεις. Ζούμε και κινούμαστε καθημερινά σε ένα πολύ μικρό κομμάτι αυτής της αχανούς πόλης, παρόλα αυτά ζούμε σαν μονάδες και όχι σαν μέρος του συνόλου, αντί να προσεγγίζουμε τους διπλανούς μας, περιοριζόμαστε στον εαυτό μας, γινόμαστε επιθετικοί και ρατσιστές νομίζοντας πως είμαστε καθαρότεροι από τους άλλους, πιο αθώοι και λιγότερο υπεύθυνοι. Ο καθένας προσπαθεί να επιβιώσει με τον τρόπο του. Η αλήθεια είναι πως κανείς μας δεν ήταν έτοιμος για την ισοπέδωση και τον συμβιβασμό που αντιμετωπίζουμε. Ούτε για την ισοπέδωση που αντιμετωπίζει η τέχνη. Ο καθένας πάσχιζε για το αιώνιο και όλοι κατέληξαν κυνηγοί του εφήμερου. Όλοι όσοι έχουμε επιλέξει αυτό το δρόμο, με ή παρά τη θέληση μας, ανήκουμε στο σύγχρονο σούπερ – μάρκετ της τέχνης, και εμείς δυστυχώς προϊόντα κρεμασμένα σε μικρά αφισάκια σε τοίχους ή τζαμαρίες καφετεριών που ενδιαφέρονται πραγματικά για την σύγχρονη τέχνη της Αθήνας. Πόσο όμως αληθινά είναι όλα αυτά; Ποιος είναι πραγματικά ο κόσμος της τέχνης και της μουσικής στην εποχή μας; Ποιος θα καταφέρει να αφήσει κάτι παραπάνω τελικά εκτός από τραγούδια του ή τις διασκεδαστικές διασκευές του, εσωτερικής, κατά κύριο λόγο κατανάλωσης; Ποια είναι η συνταγή να το πετύχεις και τι καινούριο παραμύθι πρέπει να σκαρφιστείς; Mήπως αντί για τραγούδια πρέπει να σκεφτόμαστε παραμύθια;

Σε ολόκληρη την ζωή μου δεν έχω γνωρίσει άνθρωπο να μισεί τη μουσική και γενικότερα την τέχνη. Μπορεί να μην το συνειδητοποιείς συνεχώς, παρόλα αυτά η μουσική πιθανόν να είναι η καλύτερή σου φίλη. Ποια είναι όμως η μουσική μας; Το μεγάλο στοίχημα των δημιουργών της γενιάς μας θα πρέπει να είναι αυτό. Πρέπει να δημιουργήσουμε κάτι καινούργιο, είναι σαν να βρισκόμαστε άλλη μια φορά στην δεκαετία του ’60. Όλοι μας χρειαζόμαστε μια σημαντική αλλαγή, μια μουσική η οποία να είναι σύγχρονα επαναστατική, να λειτουργεί σαν γροθιά που θα σπάζει τον προσωπικό μας φόβο και τον φόβο για τους συνανθρώπους μας, να λειτουργεί λυτρωτικά. Το κλειδί στην ζωή και την τέχνη είναι να μπορείς να είσαι ευκίνητος. Να δίνεις μέσω της δημιουργίας, την δύναμη και την ώθηση και στους υπόλοιπους να κάνουν ένα βήμα παραπέρα, να ξεκουνηθούν και να ξεβολευτούν.

Θα ήθελα να κλείσω με δύο αποφθέγματα του μεγάλου Χατζιδάκι, μιας και ξαναήρθε στην μόδα τελευταία, ας τον “χρησιμοποιήσω” και εγώ.

«Πιστεύω στο τραγούδι που μας αποκαλύπτει και μας εκφράζει εκ βαθέων και όχι σ’ αυτό που κολακεύει τις επιπόλαιες και βιαίως αποκτηθείσες συνήθειές μας.»

«Περιφρονώ αυτούς που δεν στοχεύουν στην αναθεώρηση και στην πνευματική νεότητα, τους εύκολα “επώνυμους” πολιτικούς και καλλιτέχνες, τους εφησυχασμένους συνομήλικους, την σκοτεινή και ύποπτη δημοσιογραφία καθώς και κάθε λογής χυδαιότητα.»

Info: O Πάνος Μπίρμπας γεννήθηκε στην Αθήνα το 1983. Με τη μουσική ασχολήθηκε στην ηλικία των 11 ετών, όταν ξεκίνησε μαθήματα κιθάρας και πιάνο καθώς και θεωρίας. Έχει υπάρξει μέλος διαφορετικών μουσικών συγκροτημάτων, έχει επίσης ασχοληθεί με την μουσική για το θέατρο. Το 2012 ηχογραφεί το πρώτο προσωπικό του άλμπουμ το οποίο τον Φεβρουάριο του 2013 κυκλοφορεί με τον τίτλο ”Μοurnful” σε επιμέλεια και παραγωγή του Lolek από την FM records. Το ”Mournful” αποτελεί ένα alternative/dark rock άλμπουμ, με έμπνευση τον έρωτα, τον θάνατο, την φυγή, την ελευθερία. Στέκεται στην σκοτεινή πλευρά του δρόμου, αφηγείται ιστορίες άλλοτε αληθινές και άλλοτε εντελώς φανταστικές, νοσταλγεί και διακριτικά σου ζητά να χορέψεις valse, ύστερα σε καθηλώνει με τους σχεδόν νεκρικούς swing ρυθμούς του. Μέσα από έντονα κιθαριστικά ξεσπάσματα, απελπισμένες κιθάρες και επώδυνες εξομολογήσεις σε αναγκάζει να σηκωθείς από τη θέση σου και να γίνεις ένα μαζί του.