«Hunger» (2008), «Shame» (2011), «12 Χρόνια Σκλάβος» (2013): 66 ημέρες απεργίας πείνας, εθισμός στο σεξ, 250 χρόνια δουλείας.

Στο «Hunger», το ηγετικό στέλεχος του IRA, Μπόμπι Σαντς χρησιμοποιεί το σώμα του, ως το τελευταίο όπλο του απέναντι στην βρετανική κυβέρνηση. Στο «Shame», ο Μπράντον είναι ένας άντρας που έχει εγκλωβιστεί στο ίδιο του το σώμα, έρμαιο των σεξουαλικών ορμών του. Τώρα, στο «12 Χρόνια Σκλάβος», ο Σόλομον Νόρθαπ χάνει όνομα και ελευθερία εν μια νυκτί και πουλιέται ως σκλάβος Πλατ στις φυτείες της Λουιζιάνα. Ο Στιβ ΜακΚουίν, για ακόμη μια φορά θέτει το ανθρώπινο κορμί υπό συνθήκες εγκλεισμού και ανελευθερίας και καταφέρνει ξανά να το αναδείξει σε υπέρτατη αξία, στέλνοντας έτσι ένα παγκόσμιο μήνυμα περί ελευθερίας, ταυτότητας και ιδιοκτησίας.

 
Αμερική 1841. Ο Σόλομον Νόρθαπ (Τσιγουετέλ Ετζιόφορ), γεννημένος ελεύθερος, ζει με την οικογένεια του στη Σαρατόγκα της Νέας Υόρκης. Το ταλέντο του στο βιολί προσελκύει δύο λευκούς ταχυδακτυλουργούς, οι οποίοι του προτείνουν μια δελεαστική συνεργασία με το τσίρκο τους. Ο Σόλομον την αποδέχεται και το βράδυ βρίσκονται οι τρεις τους σε ένα εστιατόριο για να γιορτάσουν την έναρξη της συνεργασίας. Το επόμενο πρωί ο Σόλομον θα ξυπνήσει σε ένα υπόγειο, χωρίς ρούχα και αλυσοδεμένος. Από αυτήν την στιγμή, ο χρόνος αρχίζει να μετράει διαφορετικά για τον απαχθέντα Αφροαμερικανό: ως σκλάβος, θα ακούει πια στο όνομα Πλατ: ένας φυγάς από την Τζόρτζια που πιάστηκε και είναι έτοιμος να πουληθεί σε νέο αφεντικό στις φυτείες του Νότου.

Μπορεί η νέα ταινία του ΜακΚουίν να είναι πολύ πιο εύκολα προσεγγίσιμη, καθώς ακουμπάει στις αρχές του κλασικού, αφηγηματικού κινηματογράφου, αλλά ακριβώς για αυτόν τον λόγο το ταλέντο του βρετανού σκηνοθέτη επιβεβαιώνεται τρανταχτά και κερδίζει το στοίχημα με το ευρύ κοινό, καθώς βασικά στοιχεία τoυ ιδιαίτερου φορμαλισμού του συνεχίζουν να υπάρχουν και εδώ: νεκροί χρόνοι, προσκόλληση στις λεπτομέρειες, έμφαση στην mise en scene και στο εικαστικό. Παρότι το «12 Χρόνια Σκλάβος» είναι η πρώτη ταινία του ΜακΚουίν που κάνει εκτενή χρήση του διαλόγου, οι πιο δυνατές στιγμές αφήνονται στην λειτουργία της οπτικής εξιστόρησης, όπου στα χέρια του ΜακΚουίν κατορθώνεται να ειπωθούν πάρα πολλά μέσα από ένα μόνο πλάνο.

Βασισμένο στην αυτοβιογραφία του Σόλομον Νόρθαπ, ο ΜακΚουίν μαζί με τον σεναριογράφο Τζον Ρίντλεϊ οπτικοποιούν εξαιρετικά μέσα από την προσωπική οδύσσεια του Σόλομον/Πλατ ολόκληρο το φάσμα του ρατσισμού και τον βαθμό αλλοτρίωσης των ανθρώπων που είχαν εξουσία πάνω στο κορμί και το μυαλό των σκλάβων τους.

«Run, Niger, Run» τραγουδούν εξαναγκασμένα οι σκλάβοι από τον επιστάτη Τίμπιτς (Πολ Ντάνο). Ο Σόλομον/Πλατ περνάει μια ολόκληρη μέρα, ημι-λιπόθυμος, με μια θηλιά τυλιγμένη στο λαιμό του στηριζόμενος στις μύτες των ποδιών του. Πίσω του ακριβώς παίζουν παιδιά και οι υπόλοιποι εργάτες συνεχίζουν τις δουλειές τους. Τα κλάματα της μάνας που την πουλάνε χωριστά από τα παιδιά της σκεπάζονται από το βιολί του Σόλομον κατόπιν εντολών του δουλεμπόρου Φρίμαν (Πολ Τζιαμάτι). Η Πάτσι (Λουπίτα Ναϊογκ’ο) παρακαλάει για βοήθεια να τερματίσει της ζωή της.

Μέσα σε δύο ώρες και κάτι, ο ΜακΚουίν έχει ξετυλίξει 250 χρόνια ανθρώπινης εξαθλίωσης, ταπείνωσης, νοσηρότητας, τρόμου και υπανθρωπιάς. Και όχι μόνο. Η συνάντηση του Σόλομον με μια ομάδα ινδιάνων σου θυμίζει την αιματοβαμμένη ιστορία, όχι μόνο της Αμερικής, αλλά ολόκληρου του ανθρώπινου γένους ως κατακτητή, ως δήθεν εκπολιτιστή, ως δήθεν έλλογου ζώου, ως δήθεν ειρηνευτή και ελευθερωτή. Για αυτό και χτυπάει στο θυμικό, όχι μόνο των Αμερικάνων αλλά και στον υπόλοιπο κόσμο.

Με την εξαιρετική κατεύθυνση των ηθοποιών του, όχι μόνο του πρωταγωνιστή του, το βλέμμα του θεατή δεν προσκολλάται αποκλειστικά πάνω στον Σόλομον, αλλά διαχέεται σε όλους όσους υποφέρουν μαζί του. Όταν ο Σόλομον φυγαδεύεται και η άμαξα απομακρύνεται, το βλέμμα σου μένει καρφωμένο σε αυτούς που μένουν πίσω και είναι μια εικόνα την οποία την κουβαλάς ακόμη και όταν έχεις φύγει από την αίθουσα.  

Χωρίς διάθεση διδακτισμού ή μελοδραματισμού, η αληθινή ιστορία του Σόλομον σοκάρει ακόμη και τώρα, παρά το πέρασμα του χρόνου, διότι ξέρεις ότι το δουλεμπόριο υπάρχει ακόμη, σε άλλη μορφή μεν, αλλά ακόμη γίνεται. Η ιστορία της Πάτσι, της Ελάιζα, του Πλατ ακόμη γράφεται και αυτό είναι που προσδίδει την μεγαλύτερη τραγικότητα στην ταινία.

Σκηνοθεσία: Στιβ ΜακΚουίν
Σενάριο: Τζον Ρίντλεϊ (βασισμένο στην ομώνυμη αυτοβιογραφία του Σόλομον Νόρθαπ)
Πρωταγωνιστούν: Τσιγουετέλ Ετζιόφορ, Μάικλ Φασμπέντερ, Μπένεντικτ Κάμπερμπατς, Μπραντ Πιτ, Πολ Ντάνο, Πολ Τζιαμάτι
Διάρκεια: 134΄
Διανομή: Odeon