To 1923 ο Βλαντιμίρ Τάτλιν, σ’ ένα ατέλειωτο σχέδιο, αποπειράθηκε ανεπιτυχώς να σχεδιάσει την παραγωγή μιας κατσαρόλας με πολλαπλές χρήσεις (τηγάνι και τσαγιέρα μαζί). Ασφαλώς δεν είναι η πρώτη φορά που διαπιστώνουμε την αδυναμία ενός σημαντικού καλλιτέχνη να είναι ταυτόχρονα και καλός σχεδιαστής αντικειμένων. Όμως αυτό που έχει περισσότερο ενδιαφέρον στην περίπτωσή του είναι οι ιδεολογικές αντιφάσεις που βρίσκονται στην καρδιά της σοβιετικής πρωτοπορίας (και όχι μόνο). Ο Τάτλιν στη διάρκεια των χρόνων της Οκτωβριανής Επανάστασης, μαζί με άλλους στρατευμένους συντρόφους, απορρίπτει τα παραδοσιακά εκφραστικά μέσα και μ’ ένα προγραμματικό, διακηρυγματικό λόγο μέσω δημοσιεύσεων ανακοινώνει το πάθος του για τα αντικείμενα καθημερινής χρήσης που θα είναι πολύτιμα στο χαμηλόμισθο εργάτη. Μπορεί κάποιοι από το στενό κύκλο των Προντουκτιβιστών να τα καταφέρνουν καλύτερα -όπως στη περίπτωση των σχεδιαστικών εφαρμογών της Stepanova και της Popova στη βιομηχανία των υφασμάτων –  όμως η δυσκολία του  εμπνευστή  του μνημείου της Τρίτης Διεθνούς να θέσει τον εαυτό του αποκλειστικά στη βελτίωση των συνθηκών των εργατών έχει ειδικό ενδιαφέρον, γιατί αποτελεί διακαή πόθο κάθε καλλιτέχνη που ονειρεύεται να έχει τη δεξιοτεχνία ενός Ηφαίστου και να απολαμβάνει ταυτόχρονα τις τιμές ενός Απόλλωνα. Ο καθένας από τη συντεχνία των εικαστικών θέλει κατά βάθος να είναι ο maitre της  εμμονής του είτε πρόκειται για μάρμαρο είτε για τσόχα, ακόμα και αν αυτό ερμηνεύεται με τους σημερινούς όρους μιας σημειωτικής «επένδυσης» και λιγότερο ενός απτού υπολογίσιμου υλικού με βάρος και  διαστάσεις.

Σε κάθε εικαστική απόπειρα για τη συνένωση του υψηλού και του μαζικού αντιστοιχούν εκατοντάδες επιτυχημένες εφαρμογές από εμπνευσμένους επαγγελματίες σχεδιαστές που προσέφεραν πρακτικές λύσεις σε εκατομμύρια πολίτες στις νεωτερικές κοινωνίες. Η Christina Kiaer, ιστορικός που ειδικεύεται στη σοβιετική τέχνη, αναφέρεται στην αδυναμία του άλματος του Τάτλιν από την πρωτοπορία της γλυπτικής στον επιτυχημένο σχεδιασμό για τηγάνια, κατσαρόλες και φούρνους. Αλλά το ερώτημα μπορεί μονάχα να περιοριστεί στην αναποτελεσματικότητα του Τάτλιν να παράξει κάτι που να είναι χρηστικό, ή μήπως είναι ένα γενικότερο σύμπτωμα της ανισόρροπης σχέσης της κομμουνιστικής ιδεολογίας (όπως και της υπόλοιπης στρατευμένης πρωτοπορίας) με την εμπειρία της «κατοικίας»; Η πρακτική της καθημερινότητας για έναν ριζοσπάστη ντανταϊστή, φουτουριστή ή κονστρουκτιβιστή  φιλοξενείται στις κραυγές και τις διαμαρτυρίες στις διαδηλώσεις, τη ρητορική από το βήμα, τις αντιπαραθέσεις στα νεανικά καφενεία και τις αναμενόμενες συγκρούσεις στο πολιτικό και κοινωνικό πεδίο. Η σύγκλιση τέχνης και ζωής εκλαμβάνεται ως μια μακρινή διαδρομή από το σπίτι, όπου τα προπαγανδιστικά περίπτερα, τα εργοστάσια, οι κοινωνικοί και οι κοινόχρηστοι χώροι έχουν αντικαταστήσει τη σταθερή τοπολογία του οικογενειακού βίου.

Ο αρχικός προσδιορισμός μέσω της σοβιετικής γραμματολογίας, παρόλη την ιστορική φόρτιση  με τα κείμενα του Arvatov, αφορούσε στην κυρίαρχη φιλοδοξία των προντουκτιβιστών να μεταφέρουν  τον καλλιτέχνη άμεσα στην αλυσίδα της μαζικής παραγωγής, ταυτίζοντάς τον με τη διαδικασία της εργασίας. Το «σοσιαλιστικό αντικείμενο» ως όρος, γεννήθηκε μέσα σε αυτές τις συνθήκες ριζικής αναθεώρησης της αστικής εκτίμησης του εικαστικού έργου. Ένα λοιπόν από τα ερωτήματα που με απασχολούν αφορά στις συνθήκες παραγωγής του «σοσιαλιστικού αντικειμένου».

Η πρότασή μου διαφέρει από το πλαίσιο που το σοσιαλιστικό αντικείμενο ερευνάται από το ζεύγος Arvatov-Tatlin. Αφορά στην υλοποίηση του σοσιαλιστικού αντικειμένου ως γλυπτό χωρίς την υπαγορευμένη συσχέτισή του με τη μαζική του εφαρμογή και την άμεση χρηστικότητα. Μπορούμε να υποστηρίξουμε σοσιαλιστικά αντικείμενα-κατασκευές όπου η δομή τους προβάλλει αξίες που σχετίζονται με τις συνθήκες εργασίας του καλλιτέχνη ως τεχνίτη χωρίς να αποσκοπούν σε οποιαδήποτε εργαλειακή χρήση; Εν ολίγοις αποσκοπώ σ’ ένα γλυπτό που θέτει ζητήματα ιδεολογικής ταυτότητας και που γίνεται αντιληπτό ως ένα «πολιτισμικό αντικείμενο» προς ενατένιση, χωρίς κάποια προγραμματική εφαρμογή. Η υλοποίηση μιας τέτοιας συνθήκης βοηθά στην ακύρωση της διαφοράς ανάμεσα στον καλλιτέχνη και τον τεχνίτη ορίζοντας την άμεση και  στενή συνάρτηση του ύφους και του ήθους του επαγγέλματος με την ταξική ή έστω τη γνωστή «τοξική» ιδιότητα (με την έννοια της νευρωτικής επαλήθευσης της ταξικής θέσης). Ο καλλιτέχνης στις συνθήκες που προανέφερα στην καθημερινή του ενασχόληση με το métier, είναι «προλετάριος» ανεξάρτητα από την οικονομική και κοινωνική του συνθήκη εφόσον καταβάλλει φυσικό πόνο και παράγει αντικείμενα. Επιπρόσθετα τη δική μου συνθήκη που μοιράζονται πολλοί εικαστικοί, τα υλικά που επιλέγονται και η μη ραφιναρισμένη αντιμετώπιση των χαρακτηριστικών τους σε συνδυασμό με την άμεση κατάδειξη της δομής τους δεν αφήνουν περιθώρια για την αποθέωση του γλυπτού ως φετιχιστικού προϊόντος ή της αποδοχής του ως «υψηλό έργο τέχνης», τουλάχιστον με τους όρους που χρησιμοποιούσαμε μέχρι πρόσφατα. Πρόκειται στο σύνολό τους για υπολείμματα από βιοτεχνικές και εργοστασιακές δραστηριότητες, αποσπάσματα, ασχηματοποίητα υλικά που επανασχηματοποιούνται και συναρμολογούνται με στόχο την επιβεβαίωση της μεταβιομηχανικής τους δομής, η οποία δεν μπορεί παρά να χρησιμεύει ανάμεσα σε άλλα και ως ένα εργαλείο ιδεολογικής επιβεβαίωσης.
Το σοσιαλιστικό γλυπτό δεν προκύπτει λοιπόν σήμερα μέσα στην ατμόσφαιρα της ταιλορικής δομής υπονομεύοντας έτσι την καθοδήγηση της κουλτούρας του εργοστασίου, δεν προσφέρει λύσεις πρακτικές, αλλά την ίδια στιγμή ανοίγεται στο παιχνίδι της ενατένισης και του στοχασμού, χωρίς τις γνωστές συμβάσεις μιας γλυπτικής που φαίνεται να έχει παραχθεί για να αποκρύψει τις προλεταριακές της δομές.

Το παρόν κείμενο γράφτηκε στον απόηχο μιας ομιλίας που έδωσα στην Whiteworth Art Gallery, στο Manchester το Μάρτιο του 2013 με τα φαντάσματα του Marx και του Engels να με περιτριγυρίζουν σε κάθε μου διαδρομή.  

Info:

O Κωστής Βελώνης γεννήθηκε στην Αθήνα όπου ζει και εργάζεται. Σπούδασε πολιτισμικές και ανθρωπιστικές σπουδές (MRes) στο London Consortium και Καλές Τέχνες στο Paris VIII University, (Maitrise, D.E.A). Είναι Διδάκτωρ στο τμημα αρχιτεκτονικης του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου.

Στις πρόσφατες εκθέσεις του (2013-2011) περιλαμβάνονται οι ακόλουθες: 2013 Direct Democracy” , MUMA /Monash University Museum of Art, Melbourne, Αυστραλία, The Gra(m)mary of Puppetry” (ατομική) Monitor Gallery, Rome, Ιταλία, “HELL AS PAVILION”, Palais de Tokyo, Paris, Γαλλία 2012 “Newtopia. The State of Human Rights” Mechelen Cultural Centre, The Academy of Fine Arts, Scheppers Institute, Mechelen, Βέλγιο “Material and Culture” – MAK Center for Art and Architecture-Schindler House, Los Angeles, ΗΠΑ, 2011″Κτίζοντας τη Σκηνή”, (ατομικη) Omikron Gallery, Λευκωσία, Κύπρος, “Melanchotopia”, Witte de With Contemporary Art Center, Rotterdam, Ολλανδια,Signal Center for Contemporary Art, Malmo, (ατομική) Σουηδία, «”Μοναξιά σε κοινό έδαφος: Πως μπορεί η κοινωνία να πράξει αυτό που ο καθένας ονειρεύεται”, (ατομικη) Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, Αθήνα “Pastoral Dreams in the Days of Bankruptcy”, (ατομικη) Dana Charkasi Gallery, Βιεννη.


Photo πορτρέτο: Βιργίλιος Τσιούλλι

Λεζάντα φωτογραφίας έργου: Touching Hades, 2013. Granite, wood, acrylic, glue, 62 x 8 x 5 cm