Μια συγκροτημένη, συμπαγής αφήγηση, χωρίς καθόλου διαλογικά μέρη, χωρισμένη ωστόσο σε τρία μέρη, τόσα όσοι και οι αφηγητές, είναι η ιστορία του Κωνσταντή, ενός περιθωριοποιημένου μέλους της κλειστής κοινωνίας της Χίου των αρχών του αιώνα που γράφει ο Γιάννης Μακριδάκης. 

Από την Τέσυ Μπάιλα

Ο Κωνσταντής, ένας άνθρωπος με έντονη θηλυπρέπεια, που βρίσκει στοργή σε μια ξένη οικογένεια,  νιώθει την απόρριψη της μικρής κοινωνίας στην οποία ζει και βιώνει την αναπόδραστη μοναξιά της διαφορετικότητάς του.

Είναι φλεβάρης του 1944. Στο λιμάνι της Χίου έχει αγκυροβολήσει ένα σουηδικό πλοίο, το οποίο έχει φτάσει στη Χίο με σκοπό να φέρει τρόφιμα στο νησί. Οι Βρετανοί επιτίθενται και βομβαρδίζουν το πλοίο και δεκαέξι άνθρωποι σκοτώνονται ενώ πολλοί τραυματίζονται. Ανάμεσα στους σκοτωμένους είναι ο Αποστόλης, ο μοναδικός αγαπημένος και  υποστηρικτής του Κωνσταντή στο νησί. Ο Κωνσταντής μετά το χαμό του παραφρονεί .

Το μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου είναι γραμμένο σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση. Παρακολουθούμε την προφορική εξιστόρηση από τον Κωνσταντή. Παρόλα αυτά ο Μακριδάκης  καταφέρνει μέσα από μια γλώσσα ρέουσα, με αρκετούς ιδιωματισμούς της χιώτικης διαλέκτου να αναπαραστήσει με έντονες περιγραφές την ιστορία του λιμανιού της Χίου, τη ζωή γύρω από αυτό, αλλά και ολόκληρης της κοινωνίας της Χίου από την περίοδο του μεσοπολέμου έως το 1944 που σημειώνεται ο βομβαρδισμός.

Πέρα από την αφήγηση του Κωνσταντή όμως αφηγητής γίνεται και ο αδελφός του ο οποίος μας μεταφέρει όλα όσα ακούει να λέει ο Κωνσταντής μέσα στο παραλήρημά του και ο εγγονός του αδελφού του αργότερα. Ο Μακριδάκης  μέσα από αυτούς βρίσκει την ευκαιρία να παρουσιάσει ολόκληρη την ανθρωπογεωγραφία της εποχής εκείνης με αρτιότητα και  έμφαση στη πολιτισμική χαρτογράφησή της. Το κάστρο και τα γύρω του χαμόσπιτα, τα νεοκλασικά σπίτια των πλουσίων, η ζωή των αριστοκρατών σε αντίθεση με τη ζωή του λιμανιού, οι γυναίκες της γειτονιάς, ο κάλφας, οι παστρικές, οι μεροκαματιάρηδες. Κι όλα αυτά ο Μακριδάκης τα παρουσιάζει με ιδιαίτερο σεβασμό και σε απόλυτη συσχέτιση με την ιστορική πραγματικότητα, αποτυπώνοντας τη φυσιογνωμία μιας ολόκληρης βιωμένης μνήμης. Από την καταστροφή της Σμύρνης και τη δικτατορία του μεταξά στην κατοχή, τη λαϊκή αντίσταση και τελικά τη σχέση των Άγγλων με τα αποτελέσματα που κινούν το μύθο και την πλοκή του βιβλίου. Και οι παράπλευρες απώλειες όλων αυτών. Όπως η ζωή του Κωνσταντή που ναυάγησε ως αποτέλεσμα αυτού του πολέμου. Ευρηματική η σύλληψη  της αλλαγής των αφηγητών που επιτρέπει να ξεκαθαρίσουμε κάποια σημεία από την αφήγηση του Κωνσταντή, δημιουργώντας μια ατμόσφαιρα πιο συγκινητική. Ο Κωνσταντής δεν έχασε τη ζωή του αλλά το σοκ που υπέστη όταν είδε ανάμεσα στους νεκρούς τον πατέρα του και τον απόστολο ήταν πολύ μεγάλο. Και προσπαθεί να ανασυνθέσει τη μνήμη του μιλώντας ξανά και ξανά με ένα λόγο αστείρευτο στον εαυτό του στην προσπάθειά του να θυμηθεί τι ακριβώς συνέβη.

Ο συγγραφέας στήνει τους χαρακτήρες του με αληθοφάνεια και πρωτοτυπία μέσα σε ένα συγκεκριμένο ιστορικό πλαίσιο που με μεγάλη ακρίβεια παρουσιάζει. Αυτό όμως που μοιάζει να τον ενδιαφέρει δεν είναι  μόνο  η ιστορία  και η καταγραφή ενός σχεδόν άγνωστου στους πολλούς πολεμικού συμβάντος στο λιμάνι της Χίου αλλά η παρουσίαση του παράδοξου ήρωα του. Τον ενδιαφέρει περισσότερο να σκηνοθετήσει την περιρρέουσα ατμόσφαιρα της εποχής και της κοινωνίας και τη σχέση του ομοφυλόφιλου ήρωα μαζί τους που φτάνει τελικά να γίνει αποδεκτός τόσο από μια αντιστασιακή ομάδα όσο και από την ίδια την εκκλησία, γεγονός που από μόνο του προκαλεί με την αντίφασή του. Τι είναι τελικά ο Κωνσταντής; Είναι ένας άνθρωπος που καταφέρνει από αποδιοπομπαίος τράγος  της μικρής κοινωνίας να γίνει ακόμη και ιερέας παρά τη γνωστή του ιδιαιτερότητα ή ένα πρόσωπο ψυχικά διαταραγμένο που βιώνει μια σκληρότητα από την κοινωνία γύρω του, έναν παρανοϊκό εγκλεισμό στους  ηθικούς κώδικες της εποχής του και στην προσωπική του διαταραχή;  Και το ίδιο το βιβλίο είναι τελικά η συνειρμική αφήγηση μιας προσωπικής ιστορίας που χάνεται στη δίνη της ιστορικής πραγματικότητας ή η καταγραφή των παράπλευρων απωλειών που οι κοινωνικοί κώδικες της ηθικής μιας συγκεκριμένης ιστορικής περιόδου έφεραν και πόσο διαχρονικές μπορεί να είναι αυτές;

Ο Μακριδάκης με ευρηματικό τρόπο, μέσα σε ένα μυθιστόρημα ποταμό, μας καλεί να προβληματιστούμε και να βγάλουμε τα δικά μας συμπεράσματα.

Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου:

Απόμεινα τότε, θυμάμαι, εκεί, κάτω από τη μεγάλη γαλαρία, γερμένος για κάμποση ώρα πάνω στη βαριά σιδεριά της καστρόπορτας, να κλαίω με αναφιλητά, ώσπου μέσα στο βούρκο του μυαλού μου άστραψε η σκέψη πως από κείνη την ώρα ήμουνα πια εγώ η μοναδική, η πιο μεγάλη ντροπή του Φρουρίου. Σκέφτηκα τις μέγαιρες αφρισμένες να με διώχνουνε, να με κατασπαράζουνε και να με ματώνουνε με τα νύχια και με τα δόντια τους. Τότε ένα σαρδόνιο γέλιο ξεχύθηκε από μέσα μου και μια δύναμη, που δεν ξέρω από πού ήρθε, έσφιξε τις γροθιές μου. Ένιωσα άτρωτος. Έκανα αμέσως μεταβολή και τράβηξα αποφασισμένος, με το κεφάλι ψηλά και με βήμα γοργό κατά το σπίτι μας. Στα παραθύρια πια δεν έστεκε καμιά. Δεν είδε καμιά τη δύναμη μου. Εκείνο το πρωί δεν πήγα στο μαγαζί. Αλλά ούτε θυμάμαι να ξανάνιωσα ποτέ τόσο άτρωτος όσο εκείνη τη μέρα.

Μια χειμαρρώδης συνειρμική αφήγηση ζωής.

Ένας άνθρωπος – παράπλευρη απώλεια ενός ιστορικού πολεμικού δυστυχήματος, ο φάκελος του οποίου δεν άνοιξε ποτέ.

Μια άκρως προσωπική υπόθεση…

Το βιβλίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις του Βιβλιοπωλείου της Εστίας