Πως είναι δυνατόν να μετατρέψεις ένα αριστούργημα της παγκόσμιας λογοτεχνίας όπως είναι η Μαντάμ Μποβαρύ σε ένα σύγχρονο λογοτέχνημα και να του προσδώσεις έναν χαρακτήρα επίκαιρο και αδιαμφισβήτητα διαφορετικό;

Από τον Γιάννη Αντωνιάδη

Πως είναι δυνατόν να σταθείς απέναντι σε έναν Φλωμπέρ ισάξια και να πραγματοποιήσεις διάλογο με ένα έργο που κλόνισε τα κοινωνικά ήθη της εποχής του; Πιστέψτε με πως ο Σβέβο, αυτός ο άγνωστος Ιταλός – το όνομα Ίταλο είναι μνεία στην ιταλική του καταγωγή – με την στόφα ενός συγγραφέα που πέρασε από χίλια κύματα για να αναγνωριστεί η ποιότητα της γραφής του και η σημασία του έργου του, κατάφερε να μας διδάξει πως παρόλο που παρθενογένεση δεν υπάρχει σε καμία μορφή τέχνης, υπάρχει η δίψα για έκφραση και το πάθος για εξωτερίκευση των πόθων και των παθών. Ως τέτοιο οδοιπορικό στα εσώψυχα του Σβέβο να εκλάβετε αυτό το μυθιστόρημα και ως μία γραπτή λύτρωση της σκέψης του και των ανησυχιών του να το μελετήσετε.

Το μυθιστόρημα αυτό, που αρχικά είχε γραφτεί με τον τίτλο «Ανίκανος» εν έτει 1892 αλλά τελικά απορρίφθηκε, επανακυκλοφόρησε το 1893 με τον τίτλο και την μορφή που σήμερα το γνωρίζουμε και το θαυμάζουμε. Για την ιστορία της λογοτεχνίας που έχει και αυτή την σημασία της, ο Σβέβο έζησε σε μία εποχή που δρούσαν λογοτεχνικά μεγαθήρια όπως ο Τζόυς, ο Έλιοτ και ο Χεμινγουέι. Να σημειωθεί πως με τον Τζέιμς Τζόυς τον συνέδεε στενή φιλία από τότε που ο Σβέβο παρακολουθούσε μαθήματα αγγλικών στην Τεργέστη και ήταν αυτός που με υπομονή και ενθαρρυντικά λόγια ενίσχυσε και με σχόλια προώθησε το έργο του άγνωστου και ασήμαντου εκείνη την εποχή Ιταλού συγγραφέα. Ο Σβέβο μεταβαίνει στο Παρίσι το 1904 και είκοσι χρόνια αργότερα μετά από εισήγηση και του Τζόυς, ο οποίος είχε ήδη εκδώσει τον Οδυσσέα το 1922, το έργο του και κυρίως το μυθιστόρημα αυτό που σας περιγράφω γίνεται γνωστό στο γαλλικό κοινό και ανοίγει ο δρόμος για την αναγνώρισή του με μεταφράσεις σε πολλές ξένες γλώσσες. Αυτά τα επισημαίνω γιατί η απόρριψη και η απαξίωση ειδικά στο καλλιτεχνικό στερέωμα είναι χαρακτηριστικά του ανθρώπινου είδους αιώνες τώρα αλλά είναι βέβαιο πως η αξία αντιπαλεύεται την μικροπρέπεια και από το σκοτάδι αναδύεται πάντα αργά ή γρήγορα αυτός που έχει διάρκεια και λόγο καλλιτεχνικής ύπαρξης, τα υπόλοιπα τα σαρώνει ο πανδαμάτορας χρόνος.

Ο Σβέβο έζησε σε μία περίοδο όπου υπήρχε οργασμός λογοτεχνικής και όχι μόνο παραγωγής σε όλη την Ευρώπη και κυρίως στο Παρίσι όπου ήταν ενεργοί ζωγράφοι, λογοτέχνες, ποιητές, μουσικοί. Εκεί θα επηρεαστεί από τον Προυστ και το μέγα ζήτημα που ο ίδιος θέτει στο έργο Αναζήτηση του χαμένου χρόνου, δηλαδή την παράλληλη πορεία του χρόνου και της ζωής μας, θέμα που θα πραγματευτεί έντονα και θα τον απασχολήσει δια μέσου του πρωταγωνιστή του. Επίσης, την ίδια εποχή έρχεται σε επαφή με το έργο του Φρόυντ και τις διδαχές του μεγάλου αυστριακού ψυχολόγου και στα βιβλία του εντάσσει αυτήν την εσωτερική αναζήτηση του ανθρώπου και την υπαρξιακή του αγωνία στις καθημερινές του ασχολίες, την εργασία, τον έρωτα, το συναίσθημα. Με τον Φλωμπέρ όπως είπα στην αρχή διαβλέπει ο αναγνώστης ομοιότητες στον τρόπο γραφής στην πορεία της αφήγησής του και στην κορύφωση στο τέλος του μυθιστορήματος, ένα τέλος, το οποίο μας αποζημιώνει και το οποίο, συγχωρέστε με, αλλά δεν θα σας αποκαλύψω. Ο Φλωμπέρ μοιάζει να είναι η κύρια πηγή του, μιας και κατορθώνει να πλάσει έναν νέο πρωταγωνιστή, έναν «κύριο Μποβαρύ» αν θέλετε, τον οποίο όμως εμποτίζει με μία δόση μεγαλύτερης προσγείωσης στην εποχή του μιας και έχει χαθεί το έντονο ρομαντικό στοιχείο που διακατείχε τις αρχές του 19ου αιώνα. Το άγχος για επιβίωση, οι συνθήκες εργασίας καθώς και η πολυπλοκότητα των ανθρωπίνων σχέσεων σε όλα τα επίπεδα δυσκολεύουν όλο και περισσότερο την ηρεμία και την γαλήνη της ανθρώπινης ψυχής, ειδικά δε αν αυτή είναι ευαίσθητη όπως του πρωταγωνιστή του. Για αυτό και το μυθιστόρημα αυτό καθίσταται επίκαιρο όσο ποτέ μιας και η εποχή που ζούμε έχει πλείστα παραδείγματα αδικίας, λύπης και δυστυχείς συγκυρίες οικονομικές κυρίως που σίγουρα εμείς οι άνθρωποι του 21ου αιώνα εντρυφήσαμε σ’ αυτές.

Δεν θα σταθούμε όμως σε δυσάρεστες καταστάσεις γιατί η λογοτεχνία έχει τον τρόπο να μας θρυμματίζει τις έγνοιες μας και να κατατροπώνει τα προβλήματά μας με το ταξίδι που πολλάκις μας προσφέρει. Επανέρχομαι λοιπόν στην ιστορία αποκαλύπτοντάς σας τον Αλφόνσο, τον «κύριο Μποβαρύ», ο οποίος πασχίζει να επιβιώσει σε μία εταιρεία όπου έχει προσληφθεί για να διεκπεραιώνει την αλληλογραφία του κυρίου Μάλλερ. Πρόκειται για ένα ψυχογράφημα της ζωής ενός απλού υπαλλήλου, έρωτες, χαρές, απογοητεύσεις είναι μέσα στην ζωή και εμείς παρακολουθούμε την πορεία του. Γινόμαστε μέτοχοι και θεατές των ενδοεργασιακών προβλημάτων που αντιμετωπίζει από ανθρώπους, οι οποίοι τον φθονούν, από άλλους που απλά αδιαφορούν και από άλλους που τον συμμερίζονται και με τους οποίους αναπτύσσει σχέσεις πιο στενές. Ο Σβέβο όπως και ο Φλωμπέρ σε μία άλλη όμως διάσταση λιγότερο πεζή λόγω εποχής και όχι λόγω ήσσονος συγγραφικής ικανότητας και έκφρασης, παρουσιάζει τα σκαμπανεβάσματα στην διάθεση ενός απλού ανθρώπου που φτάνει σε μία πόλη για να μπορέσει να σταθεί στα πόδια του. Έχει μία δόση Κάφκα το βιβλίο αυτό και ο Σβέβο με βαθιές φιλοσοφικές αναζητήσεις μεταφέρει τις δικές του στον Αλφόνσο καθιστώντας σχεδόν σαφές σε κάποια σημεία πως περιγράφει τον ίδιο, μην ξεχνάμε πως ο ίδιος πριν μεγαλουργήσει ως συγγραφέας διετέλεσε υπάλληλος τράπεζας. Πως λοιπόν η ζωή η ίδια να μην αποτυπώνεται σε αυτές τις γραμμές και σε αυτές τις σελίδες; Μην λησμονούμε πως τα μυθιστορήματα είναι μία ακτινογραφία του έξω κόσμου και ο Σβέβο που γνώρισε την απόρριψη και την ανασφάλεια στην ζωή του υποβάλλει τον πρωταγωνιστή του σε δοκιμασίες προσδίδοντας στο μυθιστόρημα αυτό αυτοβιογραφικές νύξεις.

Ο Αλφόνσο παλεύει με τον χρόνο, επιθυμεί να κερδίσει από την μία την εμπιστοσύνη των ανωτέρων του και να σταθεροποιήσει την οικονομική του κατάσταση και από την άλλη την προσοχή και τον έρωτα της Αννέττας, την οποία πρόσφατα γνώρισε και η οποία τυγχάνει να είναι κόρη του αφεντικού του, τα δύσκολα με λίγα λόγια μόλις άρχισαν. Είναι πολύ ανθρώπινο και φυσιολογικό να μάχεται κανείς τόσο για τον έρωτα όσο και για την δουλειά του, δυστυχώς όμως τίποτα στην ζωή δεν είναι δεδομένο και εκ των προτέρων κεκτημένο οπότε τίθεται ενώπιον δύστροπων και ενίοτε μοχθηρών ανθρώπων, οι οποίοι τον επιβουλεύονται και εμποδίζουν την ψυχική του νηνεμία. Εκείνος «πολεμώντας» αφενός να καταστήσει τον εαυτό του χρήσιμο και αναγκαίο, κερδίζοντας την θέση που του αρμόζει ανάμεσα στους συναδέλφους του και αφετέρου να γίνει όλο και πιο ελκυστικός κατακτώντας έτσι την αγάπη της Αννέττας, αδυνατεί να ανταπεξέλθει, βρίσκεται σε σύγχυση και σε δεινή ψυχολογική κατάσταση καθώς δεν είναι σε θέση να ελέγξει και να διαχειριστεί αυτό που βιώνει, οπότε η ζωή του βρίσκει μετέωρη.

Ο Αλφόνσο είναι η προσωποποίηση του ανθρώπου που μοχθεί και δεν επαναπαύεται, του ανθρώπου που δεν είναι σίγουρος για τον εαυτό του αλλά που τρέφει σεβασμό στο πρόσωπό του γιατί δεν παρεκκλίνει των αρχών του, των πεποιθήσεων που ο ίδιος έχει ορίσει και δεν επιθυμεί να γίνεται έρμαιο εκείνων που δεν θέλουν το καλό του. Άρα χαίρει αυτοεκτίμησης αλλά παράλληλα είναι ευάλωτος και εύθραυστος κάτι όμως που δεν είναι μειονέκτημα, μπορεί όμως να κοστίσει γιατί η ευαισθησία πληρώνεται. Εν ολίγοις, εσείς που θα το διαβάσετε σαν ένα από τα πιο τρυφερά βιβλία, απλά θα ανακαλύψετε, πως έχει νόημα να εισχωρήσετε σε έναν κόσμο που μοιάζει με τον δικό σας και ας είναι του παρελθόντος χρόνου, απλά δεν έτυχε να γράψετε ή να περιγράψετε εσείς κάτι από αυτόν, ο Σβέβο το τόλμησε.