Με αφορμή τις εμφανίσεις της αυτές τις ημέρες στο Half Note Jazz Club η Μαρία Ζοάο απαντά στις ερωτήσεις του Culturenow.gr για τις πολεμικές τέχνες, την πολιτική κατάσταση Ελλήνων και Πορτογάλων, τις σπουδαίες συνεργασίες της αλλά και την πολυσυζητημένη μουσική της η οποία κάνει τους αυτοσχεδιασμούς να μοιάζουν παιχνιδάκι για τη φωνή της και τα ροκ και φολκ στοιχεία να παίρνουν στις εμφανίσεις της νέες, απρόσμενες διαστάσεις…

Συνέντευξη: Γιώργος Βουδικλάρης

Culturenow.gr: Είναι μεγάλη μας χαρά να σας έχουμε και πάλι στην Ελλάδα.
Maria Joao:
Και για μένα είναι χαρά!
Cul.N.: Κατά τύχη, τώρα που μπήκατε στην αίθουσα, σας άκουσα να λέτε μια ιστορία που μου άρεσε πολύ. Πως το Maria Joao είναι τα δύο μικρά σας ονόματα, και μάλιστα πως είναι θηλυκό και αρσενικό!
M.J.:
Ακριβώς! Ήταν μια καλή ιδέα της μαμάς μου το να μου δώσει αυτά τα ονόματα. Δεν είναι πολύ συνηθισμένο, αν και υπάρχει κι άλλη μία γνωστή, η σπουδαία πιανίστρια Maria Joao Pires. Δεν υπάρχουν πολλές όμως, είναι ασυνήθιστο. Αλλά εμένα πραγματικά μου αρέσει, γιατί είναι και αγόρι και κορίτσι… Κι εγώ κάπως έτσι βλέπω τον εαυτό μου. Ως μίξη. Ούτε αληθινά μαύρη ούτε αληθινά λευκή, κάπου στη μέση, ένα μεικτό πράγμα. Και τον γιο μου τον λένε κι αυτόν Joao! Το Joao (Γιάννης στα πορτογαλικά) είναι συνηθισμένο όνομα, αλλά και τα δύο μαζί, Maria και Joao, δεν είναι και τόσο συνηθισμένο.
Cul.N.: Ναι, ξέρουμε τον Joao Gilberto!
M.J.:
Βέβαια!
Cul.N.: Η μουσική πόσο νωρίς μπήκε στη ζωή σας;
M.J.:
Ω, κάπως αργά. Ήμουν είκοσι έξι όταν άρχισα στ’  αλήθεια να τραγουδάω. Πριν από αυτό άκουγα βέβαια μουσική, κι ήμουν κι ο κλόουν της παρέας, πάντοτε έπαιζα με κάτι ή τους έπαιζα θέατρο ή κάτι τραγουδούσα, αλλά ποτέ δεν το είδα σαν δουλειά. Το να γίνω μουσικός δεν μου είχε περάσει από το μυαλό! Έκανα πολεμικές τέχνες, Aikido, Hwa Rang Do, Tang soo do, κι επίσης καράτε και τζούντο. Στην πραγματικότητα αυτό ήταν το σχολείο μου για το τραγούδι, το aikido. Αλλά ήμουν πολύ μακριά από αυτό. Έφτασα σε αυτό γιατί ήμουν επίσης και δασκάλα κολύμβησης, και το κολυμβητήριο όπου δίδασκα τότε έκλεισε, γιατί άλλαξε ιδιοκτήτη και χρειαζόταν μετατροπές και γι αυτό έκλεισε για έξι μήνες κι έχασα τη δουλειά μου, και τότε ο γείτονάς μου που ήταν μουσικός, μου είπε: Γιατί δεν δοκιμάζεις να γίνεις μουσικός; Γιατί δεν τραγουδάς; Με κάποιον τρόπο είχε διακρίνει σε μένα ότι μπορούσα να τραγουδήσω. Έτσι έγινε, κι ήμουν ήδη είκοσι έξι ετών. Αυτό ήταν. Αλλά όταν ξεκίνησα να τραγουδήσω, είχα ήδη ό,τι μου ήταν απαραίτητο για τη φωνή, το όργανό μου, γιατί το είχα ήδη μάθει προπονούμενη για το aikido, γιατί σε αυτό πρέπει να ελέγχεις σωστά και την αναπνοή, και την τοποθέτηση. Γιατί και το τραγούδι είναι εισπνοή και εκπνοή. Πρέπει να ελέγχεις καλά και τα δύο, να κυριαρχείς εντελώς πάνω τους. Όπως σου είπα και νωρίτερα, ο αέρας είναι το μουσικό μου όργανο. Κι αυτό το είχα από την προπόνηση στις πολεμικές τέχνες. Ήταν καλό σχολείο.
Cul.N.: Είναι απίθανη ιστορία αυτή!
M.J.:
Ναι, πράγματι, δεν το καταλάβαινα όταν το έκανα. Αλλά όταν άρχισα να τραγουδάω, επειδή τότε δεν υπήρχαν σχολές – μία ήταν και μοναδική στην Πορτογαλία, που την ημέρα ήταν σχολή – με ένα μόνο δωμάτιο και μια τουαλέτα – και το βράδυ ήταν κλαμπ! – πήγα σε εκείνη τη σχολή.
Cul.N.: Ξέρετε, μου κάνει εντύπωση, γιατί όταν σας βλέπουμε να τραγουδάτε σκεφτόμαστε ότι από πάντα αυτό ήταν για σας, πως ήσασταν πλασμένη γι αυτό.
M.J.:
Κι εγώ το νομίζω. Νομίζω πως ήμουν γεννημένη γι αυτό. Νιώθω γεμάτη από μουσική. Και γεμάτη από περιπέτεια, κι από την ανάγκη για περιπέτεια. Είμαι πρόθυμη για την περιπέτεια της μουσικής. Το έχω μέσα μου, το νιώθω. Αν και τελικά το έκανα εντελώς κατά τύχη. Τυχαία έκλεισε το κολυμβητήριο όπου δίδασκα, και τότε ο μπαμπάς μου που ήταν πιλότος μού είπε: «Α, θα μπορούσες να γίνεις αεροσυνοδός, δεν θες να το δοκιμάσεις;», γιατί δοκίμαζα τότε διάφορα πράγματα για να βρω το δρόμο μου. Διάφορα στον αθλητισμό, το ένα και το άλλο, κι έτσι κι εκείνος μου πρότεινε να μου βρει μια δουλειά, και τότε ξεκίνησε η ενασχόληση με τη μουσική. Εύκολα θα μπορούσα να έχω βρεθεί να κάνω κάτι άλλο. Ήταν κατά τύχη. Πιστεύω στην τύχη. Στην ευκαιρία που παρουσιάζεται ξαφνικά.
Cul.N.: Ναι, ήταν σαν συνωμοσία!
M.J.:
Συνωμοσία! Ακριβώς! Όλα συνωμοτούσαν, οι παγκόσμιες δυνάμεις! (Γέλια).
Cul.N.: Οπότε, έτσι όπως τα υπολογίζω μετά από αυτά που μου είπατε, το Quinteto Maria Joao ξεκίνησε σχεδόν αμέσως μετά από αυτά.
M.J.:
Ναι, γιατί δεν υπήρχαν και πολλοί τότε που να έκαναν κάτι τέτοιο. Το τραγούδι, εννοώ. Λίγοι το έκαναν επαγγελματικά. Κάποιοι το έκαναν σαν χόμπυ, γιατί δεν υπήρχαν συναυλίες εκείνη την εποχή, ούτε τζαζ σκηνή και αγορά, τίποτα δεν υπήρχε είκοσι τόσα χρόνια πριν. Οπότε οι τραγουδιστές το έκαναν ερασιτεχνικά. Εγώ ήμουν η πρώτη που το έκανε επάγγελμα. Και πιστεύω αληθινά πως τη μουσική δεν μπορείς να την έχεις ως χόμπυ, πρέπει να την κάνεις επάγγελμα. Δεν είναι άλλη μια δουλειά, βγαίνει από την καρδιά σου, από τα σπλάχνα σου. Έτσι λοιπόν ξεκίνησα, και ξαφνικά εμφανίστηκαν πολλές ευκαιρίες, και πολλοί μίλησαν για μένα με ενθουσιασμό: «Α, αυτό το κορίτσι…». Ξεκίνησα με τα τζαζ στάνταρτς. Κι έλεγαν: «Θα έπρεπε να τα κάνει δίσκο». Κι έτσι βρέθηκα να ηχογραφώ δίσκο χωρίς στην πραγματικότητα να ξέρω τίποτα απολύτως! Στην αρχή απλώς αντέγραφα άλλες τραγουδίστριες που μου άρεσαν. Αλλά εκείνη την εποχή ήταν πολύ σημαντικό για μένα το να αντιγράφω, το να μιμούμαι. Γιατί κι αυτό είναι ένας τρόπος να μαθαίνεις.
Cul.N.: Όπως κάνουν τα παιδιά.
M.J.:
Ακριβώς. Όλοι έτσι κάνουμε.
Cul.N.: Ψάχνω πολύ καιρό αυτό τον πρώτο σας δίσκο βινυλίου. Δεν τον έχω βρει ακόμα, αλλά κάποια μέρα θα τον βρω!
M.J.:
Ναι, (γέλια), καλή τύχη! Νομίζω πως έχω μια κόπια στο σπίτι. Ξέρετε εκείνη ήταν μια εταιρία που ποτέ δεν με πλήρωσε τίποτα! Ηχογράφησαν δύο δίσκους μου με το κουιντέτο, και δεν πλήρωσαν ποτέ. Τα πούλησαν στη Βουλγαρία, τη Ρωσία, όπου μπορούσαν, και ξαφνικά πήγαινα σε κάποιο μέρος και είχαν το δίσκο μου, αλλά εμάς δεν μας πλήρωνε κανείς τίποτα!
Cul.N.: Κατά τύχη, μια και μιλήσαμε για τη σημασία του τυχαίου, όταν ο σταθερότερος συνεργάτης σας, ο Mario Laginha, είχε έρθει στην Αθήνα για να παίξει στο Ευρωπαϊκό Φεστιβάλ Τζαζ, είχαμε κάνει θυμάμαι μια αξέχαστη συνέντευξη. Έκτοτε τον θεωρώ φίλο! Εσείς, πώς γνωριστήκατε;
M.J.:
Όταν είχα ξεκινήσει μαθήματα σε εκείνη τη σχολή τζαζ, ήμουν έξι μήνες εκεί, ο διευθυντής εκείνης της μικρής σχολής έφυγε για τη Βαρκελώνη για να διδάξει σε μια μεγάλη μουσική σχολή  και το αποχαιρετιστήριο δώρο του για μένα, καθώς τότε δεν υπήρχαν βιβλία αλλά ούτε και ίντερνετ, ήταν κάποιες παρτιτούρες από στάνταρτς. Κι έτσι αρχίσαμε να παίζουμε τα κομμάτια. Το πρώτο γκρουπ λεγόταν Maria Joao and friends και παίζαμε σε κλαμπάκια το καλοκαίρι στο Algarve, και κοιμόμασταν στο σπίτι του ιδιοκτήτη, σε διαδρόμους, σε δωμάτια, όλοι μαζί, και τα βράδια παίζαμε! Και μετά όταν δόθηκε η ευκαιρία να ηχογραφήσουμε ένα δίσκο κι ο μπασίστας μου είπε: «Α, ξέρω έναν πιανίστα, είναι καταπληκτικός, υπέροχος!». Έτσι γνώρισα τον Mario. Ήρθε να παίξει κι έτσι ξεκινήσαμε. Παίξαμε μαζί σε αυτούς τους δίσκους, το ’83, το 84, και το 85 σταματήσαμε.

Μαλώσαμε και θύμωσε ο ένας με τον άλλο, γιατί δεν ταιριάζαμε! Είμαστε εντελώς διαφορετικοί, ο ένας το αντίθετο του άλλου. Και τότε ήμασταν πολύ νέοι για να έχουμε τη γενναιοδωρία, ή για να μπορεί να ανεχτεί ο ένας το πόσο αλλιώτικος είναι ο άλλος. Κι έτσι χωρίσαμε, για την ακρίβεια εκείνος έφυγε για να φτιάξει το δικό του σεξτέτο, κι εγώ πήγα στη Γερμανία. Είχα ένα φίλο τότε, ένα μπασίστα, γνωριστήκαμε κι εκείνος ζούσε στη Γερμανία, και με πήρε μαζί του. Σκέφτηκε: «Μμμ! Πολύ ωραία! Μπορώ και να παίζω μαζί της, και να είμαι μαζί της!».

Ήμασταν λοιπόν ζευγάρι και παίζαμε εκείνα τα χρόνια στη Γερμανία. Και τότε ο Mario, που το πρότζεκτ του δεν πήγε καλά, νομίζω μαλώσανε κι αυτοί και σταμάτησαν, το 1990 τον κάλεσα να παίξει ξανά μαζί μου. «Θέλεις; Ας ξαναδοκιμάσουμε!». Ερχόταν ήδη στις συναυλίες μου όταν έπαιζα με τον Aki Takase, και προσπαθούσαμε κι οι δύο να προσεγγίσουμε ξανά ο ένας τον άλλο, κι από τότε και μετά ήταν υπέροχα!

Γιατί παρόλο που διατηρούσαμε τις διαφορές μας, είχαμε μεγαλώσει λίγο, ξέρετε, και δώσαμε λίγο χώρο, το χώρο που πρέπει να δώσεις, και καταλάβαμε πόσο πονάνε κάποια πράγματα και πόσο σκληρός είναι ο κόσμος της μουσικής βιομηχανίας – όχι η τέχνη, αλλά οι μπίζνες γύρω της είναι πραγματικά σκληρές, και το ότι ταξιδεύεις συνέχεια, και δεν μπορείς έτσι να δεις τι είναι σημαντικό, τη μουσική δηλαδή. Κι από τότε νομίζω πως ο ένας υπήρξε ό,τι καλύτερο για τον άλλο, γιατί είμαστε αντίθετοι, αλλά ταυτόχρονα αλληλοσυμπληρωνόμαστε. Γίναμε ζευγάρι ξανά και μείναμε μαζί εννέα χρόνια και ήταν υπέροχα, υπέροχα, γιατί το να κάνεις μουσική με αυτόν που αγαπάς είναι τόσο καλό! Φανταστικό! Η μουσική, ξέρεις, είναι σαγηνευτική, είναι πλανεύτρα.

Cul.N.: Τώρα είστε εδώ στο Half Note Jazz Club (μέχρι τις 11 Δεκεμβρίου) με τη Σαβίνα Γιαννάτου. Ξέρετε, έτυχε και σας βλέπαμε πέρυσι στον ίδιο χώρο, εδώ, κι ήμασταν μαζί με τη Σαβίνα στο κοινό, και μια φίλη είπε «τι ωραία που θα ήταν να κάνετε κάτι μαζί!»
M.J.:
Ναι, ξέρεις άκουγα τη μουσική της, τους δίσκους της στο Ίντερνετ, και σκεφτόμουν: Ναι, νομίζω πως υπάρχει τρόπος, νομίζω πως θα ταιριάζαμε! Νομίζω πως σκεπτόμαστε με τον ίδιο τρόπο για τη μουσική, την περιπέτεια της μουσικής, κι αυτό θα μπορούσε να λειτουργήσει. Το ελπίζω, γιατί ουσιαστικά τώρα ξεκινάμε! Αλλά αν δουλέψει πραγματικά αυτό, θα μπορούσαμε να το πάμε κι αλλού, και σε άλλα μέρη εδώ ή στην Πορτογαλία, κι εδώ να είναι μόνο η αρχή.
Cul.N.: Αυτό θα ήταν υπέροχο. Έχετε παίξει κάποιες φορές στην Ελλάδα, και μια από αυτές που θυμάμαι πιο έντονα ήταν στη Μικρή Επίδαυρο. Τι θυμάστε από τότε;
M.J.:
Α, το λάτρεψα. Ήταν μαζί με την Cristina Branco, για δύο βράδια. Κατ’  αρχάς ήταν μια μεγάλη «πρεσβεία», γιατί ήταν κι η Cristina Branco, η τραγουδίστρια του fado, με τους μουσικούς της, ήμασταν κι εμείς, μεγάλο γκρουπ! Θυμάμαι πόσο υπέροχο ήταν το μέρος, κι είχε ζεστή – ζεστή θάλασσα, και δεν ήθελα να πάω πουθενά όλη μέρα, ούτε να δω τα αξιοθέατα, ήμουν συνέχεια στο νερό, ωωωω! Τι όμορφα! Και στη συναυλία ήταν υπέροχα, κι είχε τόση ζέστη! Ξέρεις, είμαι κατά το ήμισυ από την Αφρική – η μαμά μου ήταν από τη Μοζαμβίκη, κι εγώ επίσης! – και λατρεύω τη ζέστη, το καλοκαίρι. Μισώ το χειμώνα, όσο κρατάει απλά περιμένω το καλοκαίρι! Και έκανε τρομερή ζέστη στη συναυλία, σαν την Ταιτή , τι χαρά, και ιδρώναμε, και το θεατράκι ήταν τόσο όμορφο, το απολαύσαμε. Ελπίζω να ξαναπαίξουμε κάποτε εκεί.
Cul.N.: Στην Ελλάδα, όπως και στην Πορτογαλία, έχουμε τα προβλήματά μας…
M.J.:
Για την ακρίβεια, είμαστε βαθιά στα σκατά! «Προβλήματα» είναι πολύ ελαφρύ! Αλλά δεν νομίζω πως είμαστε οι μόνοι στην Ευρώπη που είμαστε πολύ βαθιά στα σκατά… Και δεν ξέρω πώς θα βρούμε λύση.
Cul.N.: Ούτε εγώ, αλλά μου φαίνεται πως καθώς ο κόσμος έχει ανάγκη να κατηγορήσει κάποιον, νομίζω πως η χώρα μου κι η χώρα σας μάλλον βρεθήκαν και πρόχειρες για κάτι τέτοιο…
M.J.:
Δεν νομίζεις πως όλο αυτό είναι λιγάκι ρατσιστικό; Το να μας κατηγορούν για όλα… Λένε για τις χώρες μας του νότου πως είναι λίγο χαοτικές, πράγμα που είναι αλήθεια, πως είναι ανοργάνωτες – που είναι πράγματι ανοργάνωτες, αλλά δεν είναι τρομερό, και οι βόρειοι περνούν σε μας τις διακοπές τους, και τους είναι εύκολο να μας κατηγορούν. Αν και δεν ξέρω από πολιτική, δεν νομίζω πως είναι δικό μας το φταίξιμο. Έχει να κάνει με τον τρόπο που δομήθηκε η Ευρωπαϊκή Ένωση. Κατέστρεψαν την αγροτική μας παραγωγή – πετάμε τόνους στις χωματερές, για παράδειγμα.
Νομίζω πως στους πολιτικούς που χειρίστηκαν αυτά τα ζητήματα θα έπρεπε να αποδοθούν ευθύνες, θα έπρεπε να περάσουν από δίκη. Θα έπρεπε να τιμωρηθούν για όλα όσα έκαναν και μας έφτασαν ως εδώ.
Cul.N.: Ναι, αλλά όπως ξέρετε έφτιαξαν τους κανόνες κατά το πώς τους βολεύει…
M.J.:
Δεν ξέρω πάντως πώς θα βρούμε λύση. Κι είναι αλήθεια πως ξοδεύαμε υπεράνω των δυνατοτήτων μας, κι αυτή η υπερκατανάλωση μας κατέστρεψε. Εμείς πήραμε πολλά λεφτά από την Ευρώπη, και τι τα έκαναν οι κυβερνήσεις μας; Έχουν λοιπόν κι οι χώρες μας τις ευθύνες τους. Θυμάμαι πριν κάποιες μέρες έκανα μια τηλεφωνική συνέντευξη με κάποιο συνάδελφό σου, και  ήμουν στο δωμάτιό μου, και του λέω: Κοίτα, έχω τόσα τζην, υπερβολικά πολλά, γιατί χρειάζομαι τόσα τζην; Και τα κοίταζα με τρόμο, έχω 40-50! Και πάλι όταν βλέπω κάποιο που μου αρέσει, μπαίνω στον πειρασμό να το αγοράσω. Αφού δεν το χρειάζομαι! Κι εγώ λοιπόν φταίω. Όπως όταν πάω στο σούπερ μάρκετ και αγοράζω διαρκώς το ακριβότερο. Δεν είναι όλο το φταίξιμο δικό μας, αλλά λιγάκι όμως; Βλέπαμε τις διαφημίσεις των τραπεζών για δάνεια και πιστωτικές κάρτες, και δεν σκεφτόμασταν.
Cul.N.: Σαν να ακούω ελληνίδα να μιλάει για το τι συνέβη σε μας…
M.J.:
Μα μοιάζουν πολύ οι λαοί κι οι χώρες μας. Είμαστε τουριστικές χώρες, με ζέστη και θάλασσα και ωραίο καιρό για να κάνεις βόλτες… Οι Γερμανοί έχουν απαίσιο καιρό, τι τους μένει λοιπόν να κάνουν; Δουλεύουν! (Γέλια). Και μένουν στο σπίτι! Και στις ΗΠΑ όμως υπάρχουν πλούσιες και φτωχές πολιτείες, κι οι πλούσιες βοηθούν τις φτωχότερες. Αν λοιπόν είμαστε όντως Ένωση, οι πιο πλούσιες χώρες θα έπρεπε να βοηθήσουν εμάς γιατί εκείνες όρισαν ποια θα ήταν η πολιτική μας!

Βλέπεις όμως, για άλλη μια φορά οι Γερμανοί έχουν την εξουσία. Όπως και στον 1ο και το 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο. Και τώρα στον 3ο, οικονομικό Παγκόσμιο Πόλεμο!
Cul.N.: Ναι, αλλά μάλλον ξεχνούν τι έπαθαν στους άλλους δύο!
M.J.:
Είδες όμως πώς ανοικοδόμησαν τη χώρα με το Σχέδιο Μάρσαλ;
Cul.N.: Ναι. Όμως οι αμερικανοί έδωσαν χρήματα για να εξασφαλίσουν την κυριαρχία τους. Ενώ τώρα η Γερμανία περιμένει από εμάς να πληρώσουμε για τη δική της!
M.J.:
Ναι. Εγώ φοβάμαι, φοβάμαι πολύ για την κατάρρευση του ευρώ. Η ζωή όμως πρέπει να συνεχίσει, το κλαμπ εδώ πρέπει να συνεχίσει τις συναυλίες… Εγώ πρέπει να συνεχίσω να δουλεύω, να πληρώσω για το Πανεπιστήμιο του γιου μου, τη βενζίνη μου, τα δάνειά μου, το σπίτι, τα σκυλιά μου…

Cul.N.: Κι έτσι πρέπει να γίνει. Πρέπει να συνεχίσουμε.
M.J.:
Ναι, πρέπει να συνεχίσουμε… Αλλά πώς; Να σου κάνω κι εγώ μια ερώτηση: εσείς εδώ ελπίζετε ακόμη; Ή είστε μόνο θυμωμένοι;
Cul.N.: Το μόνο που μπορώ να σας απαντήσω, προσωπικά όμως, είναι πως δεν βλέπω άλλη λύση από το να συνεχίσουμε να αγωνιζόμαστε, προσπαθώντας να παραμείνουμε ταυτόχρονα δημιουργικοί. Γιατί εκτός από την οικονομική καταστροφή, φοβάμαι και την κατάθλιψη. Βλέπω και πολλούς απελπισμένους ανθρώπους. Ας αλλάξουμε όμως θέμα. Έχετε δουλέψει με κάποιους ανθρώπους που θαυμάζω πάρα πολύ, όπως τον Joe Zawinul ή τον Bobby Mc Ferrin…
M.J.:
O Joe ήταν η μεγάλη μου αγάπη… Σαν μπαμπάς μου! Με κάλεσε να παίξω μαζί του εντελώς ξαφνικά, ενώ δεν με ήξερε καλά. Είχαμε τον ίδιο ατζέντη, κι αυτός είπε στον  Joe: έχω μια ωραία τραγουδίστρια, και νομίζω πως θα σου άρεσε να δουλέψεις μαζί της. Κι εκείνος είπε: ΟΚ, στείλε την! Ήμουν στη Σενεγάλη, και πήρα ένα αεροπλάνο κι έφτασα την ίδια τη μέρα της συναυλίας! Πέταξα πρώτα για τη Φρανκφούρτη κι από εκεί στην Κολωνία, κι ήμουν εξαντλημένη! Κι εκείνος με βλέπει, και λέει: Α! Ωραία, έφτασες! Πάμε να παίξουμε! Και πάνω που άρχισα να λέω πόσο χαίρομαι που με κάλεσε, και πόσο μεγάλη μου τιμή είναι, εκείνος είπε : Καλά, καλά, εντάξει, πάμε τώρα να βγούμε στη σκηνή! (Έκφραση πανικού! Γέλια). Και τι θα τραγουδήσω, λέω. Θα τα καταφέρεις, μου είπε. Και περίμενα να με καλέσει στη σκηνή. Κι όταν το έκανε, είχα τόση ενέργεια από την αγωνία και την αναμονή που ήμουν έτοιμη να εκραγώ. Κι όλα πήγαν καλά. Και μετά αναπτύξαμε αυτή την αγάπη. Ήταν υπέροχος μουσικός. Κι ήταν ένας κανονικός άνθρωπος: μπορούσε να είναι υπέροχος, και μπορούσε να γίνει και σκυλί! Όχι με μας, αλλά με άλλους συνέβαινε κι αυτό. Έμεινα δύο χρόνια μαζί του. Ήταν υπέροχο να τον βλέπεις. Παρόλα τα 70 του χρόνια σκαρφάλωνε στη σκηνή, σήκωνε βάρη, έκανε τα πάντα. Ήταν ροκ τύπος!
Cul.N.: Πράγματι! Κι ο Bobby Mc Ferrin;
M.J.:
Ήταν γλύκας! Υπέροχος άνθρωπος. Τον συνάντησα για πολύ λίγο. Παίζαμε στο ίδιο φεστιβάλ, κι εκείνος έπαιζε τη μέρα που έφτασα – εγώ έπαιζα την επομένη με τον Mario. Και ο διοργανωτής μου είπε: Ε! Θες να τραγουδήσεις μαζί του; Νομίζω πως θα τα βρείτε, θα ταιριάξετε τέλεια! Κι εγώ είπα: Ω Θεέ μου! Και βέβαια θέλω! Αλλά νομίζεις πως θα θέλει; Και το είπαν στον Bobby και συμφώνησε. Κι ενώ δεν είχαμε ξαναβρεθεί ποτέ, βρεθήκαμε κατευθείαν στη σκηνή κι αυτό ήταν! Είναι ένας υπέροχος άνθρωπος. Πολύ γλυκός.
Cul.N.: Ποιον άλλο θυμάστε έντονα από τους μουσικούς που έχετε συνεργαστεί;
M.J.:
Τον Trilok Gurtu! Είναι τρομερός. Κάποιες φορές είναι δύσκολος στη συνεργασία γιατί είναι σταρ και το έχει πολύ αυτό, αλλά κατά τ’ άλλα θαυμάσιος. Παίζει απίστευτα, και όταν ηχογραφούσαμε, τότε δεν ήταν καθόλου σταρ. Μας μαγείρευε, αστειευόταν συνέχεια και ήταν γλυκύτατος. Έτσι τον θυμάμαι. Αλλά όλοι οι άνθρωποι που έχω παίξει μαζί τους υπήρξαν σημαντικοί για μένα. Όλοι. Κι ο Trilok έπαιζε με τον Zawinul και μισούσε ο ένας τον άλλο! (Γέλια).Είχαν χωριστά καμαρίνια, δεν συναντιόντουσαν ποτέ γιατί πραγματικά δεν χώνευε καθόλου ο ένας τον άλλο, και βρίσκονταν μόνο για να παίξουν μουσική. Απίστευτο, ε; (Γέλια). Αλλά ήταν και οι δύο σταρ, και δεν τα βρίσκανε καθόλου!
Cul.N.: Σχέδια για το μέλλον, άμεσο ή πιο μακρινό, που θα θέλατε να μοιραστείτε μαζί μας;
M.J.:
Φέτος έκανα δύο δίσκους, έναν με τον David Linx και συμφωνική ορχήστρα που λεγόταν Follow the Songlines και πήρε το αντίστοιχο Γαλλικό βραβείο Γκράμμυ ως καλύτερο φωνητικό άλμπουμ της χρονιάς για τη Τζαζ. Και το χάρηκα πολύ! Κι άλλον ένα δίσκο με στάνταρτς κι άλλα τραγούδια. Και τώρα μόλις ηχογράφησα με την Ορχήστρα Τζαζ των Βρυξελλών, πάλι με τον David Linx, ένα δίσκο που λέγεται «Ένας αλλιώτικος Πόργκυ και μια άλλη Μπες», γιατί διαλέξαμε από το Porgy and Bess τραγούδια που να είναι λιγότερο γνωστά, όπως το A Red Headed Woman Don’t you Clara, Clara, Don’t You Be Downhearted, τέτοια τραγούδια που δεν είναι στους γνωστούς δίσκους. Φέτος ήταν η χρονιά με τις μεγάλες ορχήστρες! Και με τον Mario και μια ορχήστρα της Φρανκφούρτης γράψαμε καινούρια κομμάτια  που θα κυκλοφορήσουν σύντομα, κι επίσης με το τρίο που είμαι εδώ έχουμε προγραμματίσει μια ηχογράφηση, και νομίζω πως είναι πάρα πολλά! Και με τον Mario έχουμε προγραμματίσει μια άλλη ηχογράφηση για το τέλος του 2012, Κι τώρα είμαι εδώ με τη Σαβίνα και την Ευγενία!
Cul.N.: Όχι κι άσχημα! Αρκετά απασχολημένη σας βρίσκω!
M.J.:
Κι είναι κι οι μαθητές που διδάσκω… Δεν έχω παράπονο. Η μουσική είναι παντού, κι εγώ είμαι γεμάτη μουσική, έτσι νιώθω. Και μου αρέσει.

Cul.N.: Αλήθεια, δεν μπορούμε να βάλουμε ετικέτες στη μουσική, αλλά είναι τελικά τζαζ αυτό που κάνετε; Είναι κάτι άλλο; Τι λέτε;
M.J.:
Δεν ξέρω! Έχω έναν ορισμό που δίνω όταν με ρωτάνε, και που είναι ο καλύτερος που μπορούσα να βρω. Η μουσική μου έχει δύο πόδια, το ένα πατάει σίγουρα στη τζαζ λόγω της τεράστιας ελευθερίας που μας δίνει για να εκφραστούμε, τον αυτοσχεδιασμό, και τη μίξη μαύρου και λευκού, και το άλλο πόδι είναι κλέφτης! Πάει από τη ροκ στη φολκ κι έχει περιέργεια για όλα τα άλλα είδη. Δεν ξέρω πώς αλλιώς να το πω!
Cul.N.: Σας ευχαριστώ πολύ.
M.J.:
Κι εγώ!