Τα τραγούδια του Γιώργου Ζαμπέτα ξαναζωντεύουν μέσα από την φωνή και την ερμηνεία του Κώστα Μακεδόνα, ο οποίος του αφιερώνει τρεις συναυλίες στο Θέατρο Badminton. Λίγο πριν ανέβει στη σκηνή μας μιλάει για το σύνολο της μουσικής του πορείας, αλλά και για τον αγαπημένο του συνθέτη.

Συνέντευξη στη Στέλλα Τζίβα.

C.N.: «Αντικριστά», ο τίτλος του νέου σας άλμπουμ. Μια νέα συνεργασία με τον Γιώργο Θεοφάνους και τον Νίκο Μωραΐτη. «Αντικριστά» σε σχέση με ποιον; με τι; πως επιλέχτηκε ο συγκεκριμένος τίτλος του άλμπουμ;

Κώστας Μακεδόνας: Ήταν το πρώτο τραγούδι που άκουσα απ’ τη δουλειά αυτή. Μια μέρα μου τηλεφώνησε ο Γιώργος Θεοφάνους και μου είπε πως γράφει τραγούδια σε στίχους του Νίκου Μωραΐτη και πως σ’ αυτά τα τραγούδια ακούει τη φωνή μου. Συναντηθήκαμε, άκουσα  δύο-τρία  τραγούδια που είχε ήδη γράψει, μου άρεσαν και έτσι μπήκαμε  στη  διαδικασία στο να ξεκινήσει να γίνει αυτή η δισκογραφική δουλειά. Το αντικριστά ήταν το πρώτο τραγούδι που μου ’παιξε και το θεωρήσαμε  γούρι να μπει ως πρώτο τραγούδι. Και γενικά, σ’ αυτή τη δουλειά είσαι αντικριστά πάντα…

C. N.: Τι χαρακτήρα έχει το νέο σας άλμπουμ;

K. Μ.: Είναι καλά λαϊκά τραγούδια. Η έννοια του λαϊκού τραγουδιού έχει παρεξηγηθεί και έχει μεταφερθεί λίγο στο τραγούδι των μπουσουξίδικων και των νυχτερινών κέντρων. Δυστυχώς… Το λαϊκό τραγούδι είναι τελείως άλλο πράγμα. Ο  νέος δίσκος, περιλαμβάνει καλά έντεχνα λαϊκά τραγούδια με πολύ καλό στίχο, κοινωνικό σε κάποια σημεία, ερωτικό σε άλλα, με εξαιρετικές μουσικές.

C. N.: Υπάρχει κάποιο τραγούδι που ξεχωρίζετε από τη καινούργια σας δουλειά;

K. Μ.: Συνήθως όλα τα τραγούδια  μ’ αρέσουν, αλλιώς δε θα ’μπαινα στη διαδικασία να μπει κάποιο τραγούδι, που δεν θα μου άρεσε, σε δισκογραφική δουλειά. Ξεχωρίζω έναν συγκεκριμένο στίχο του Νίκου Μωραΐτη που είναι το «την κραυγή μου μια μέρα στου παιδιού μου τα μάτια θα δω, να μου λέει πατέρα τη σιωπή σου την πλήρωσα εγώ». Ένα τραγούδι το οποίο θεωρώ εξαιρετικό, πάρα πολύ μεγάλο τραγούδι.

C. N.: Τι καινούργιο έρχεται να προσθέσει στη μέχρι τώρα ταυτότητα σας; στη μέχρι τώρα πορεία σας;

K. Μ.: Νομίζω το πιο σημαντικό, είναι ότι μου δίνει άλλα έντεκα πολύ καλά τραγούδια στις αποσκευές μου. Αυτό που ουσιαστικά μετράει σ’ έναν τραγουδιστή είναι το ρεπερτόριο,  το τι θα μείνει μετά από χρόνια πίσω, τι θα έχει γράψει η ιστορία… Νομίζω μέσα σ’ αυτόν τον δίσκο υπάρχουν πολλά καλά τραγούδια που θα αντέξουν στο χρόνο. Αυτό είναι το πιο σημαντικό πράγμα που με κάνει ευχαριστημένο με αυτή τη δουλειά.

C. N.: Το 2009 κυκλοφορήσατε έναν δίσκο με τραγούδια του Νίκου Γούναρη. Πως προέκυψε και τι αντίκρισμα είχε η δικιά σας εκδοχή, πάνω στα τραγούδια αυτά του ’50, στα νέα παιδιά του σήμερα;

Κ. Μ.: Παρότι με τα τραγούδια αυτά μεγάλωσα, -κάποια απ’ αυτά μου τραγουδούσε η μητέρα μου όταν ήμουνα μωρό και με νανούριζε μ’ αυτά- παρόλα αυτά είχα αντιρρήσεις για να βγει αυτός ο δίσκος και οι αντιρρήσεις μου προέρχονταν από το γεγονός ότι γράφτηκαν σε μια εποχή που ήταν αλλιώς τα πράγματα. Ήταν η εποχή που υπήρχε έρωτας, ενώ τώρα είναι η εποχή της καψούρας. Ήταν μια ευγενική, ρομαντική εποχή, ενώ τώρα ζούμε σε μια άγρια και υλιστική εποχή. Φοβήθηκα ότι όταν θα βγούνε, θα περάσουν απαρατήρητα, ότι δεν θα δώσει κανείς σημασία. Ο παραγωγός μου όμως, ο Νίκος Μακράκης, επί χρόνια με πίεζε πως πρέπει να τα βγάλω, πως μου πάει ο Γούναρης και τα τραγούδια αυτά…Η σχέση μου με τα τραγούδια αυτά ήταν τέτοια, που μπήκα στο στούντιο και σ’ ένα απόγευμα ουσιαστικά, είπα τα εννέα τραγούδια και τα άλλα τρία την επόμενη μέρα. Πράγμα πολύ δύσκολο, άλλα ήταν τέτοια η προσωπική  σχέση που είχα από παιδί μ’ αυτά, που ένιωθα πως τα φορούσα πάνω μου. Τα τραγούδια αυτά παίχτηκαν πάρα πολύ, αγαπηθήκαν πολύ, και έγιναν η αφορμή να τα ακούσουν και κάποιοι νεότεροι άνθρωποι, που δίνοντας τους το κίνητρο να μπουν στη διαδικασία να ψάξουν τις πρώτες εκτελέσεις, αυτό μόνο καλό θα τους κάνει.

C. N.: Τα πρότυπα σας στο τραγούδι ποια ήταν; με τι ακούσματα μεγαλώσατε;

Κ. Μ.: Κυρίως ήταν λαϊκά τραγούδια. Οι φωνές που έχουν μείνει χαραγμένες στη μνήμη μου ήτανε του Μπιθικώτση, του Καζαντζίδη, της Μοσχολιού της Μπέλλου και ακολουθώντας αυτή τη πορεία και όλων των συνεχιστών αυτής της σχολής του τραγουδιού, δηλαδή του Μητσιά, του Νταλάρα, της Αλεξίου και βεβαίως τραγούδια του Τσιτσάνη, του Ζαμπέτα, του Βαμβακάρη, του Καλδάρα, του Κουγιουμτσή και βεβαίως όλων των σημαντικών στιχουργών που είχαν συνεργαστεί. Αυτά τα τραγούδια θεωρώ ότι μου έδωσαν το κίνητρο για να γίνω αυτό που έγινα στη ζωή μου.

C. N.: Ποιες συνεργασίες θεωρείτε πως ήταν καθοριστικές και σημαντικές για σας, στη μέχρι τώρα καριέρα σας;

Κ. Μ.: Καταρχάς η γνωριμία και η συνεργασία  μου με τον Σταμάτη Κραουνάκη, το ’87, σηματοδότησε  το ξεκίνημα της δισκογραφικής μου πορείας και της ουσιαστικής καριέρας μου. Με τον Σταμάτη έχουμε μια συνεργασία που κρατάει από τότε μέχρι τώρα , -με διακοπές ίσως-, και είναι ο πατέρας μου στη δισκογραφία. Βεβαίως και με τη Λίνα Νικολακοπούλου, που μου έδωσαν τα πρώτα μου τραγούδια.
Τον Γιώργο Ζήκα, τον Θεσσαλονικιό συνθέτη, θεωρώ επίσης πολύ σημαντικό σταθμό στη ζωή μου. Ο μισός δίσκος του έγινε τεράστια επιτυχία και τα τραγούδια του παίζονται ακόμα. Και μάλιστα αυτά τα τραγούδια όπως «τα μαργαριτάρια», το  «πάρε με», ο κόσμος νόμιζε πως ήταν παλιά τραγούδια που έγιναν επανεκτέλεση. Κι αυτό γιατί ήταν  τόσο οικείο το άκουσμα τους.

Ο Χρήστος Νικολόπουλος.. πολύ μεγάλη η συμβολή του σε ότι έχω κάνει και του χρωστάω πάρα πολλά. Είναι από τους καλύτερους μου φίλους ο Χρήστος. Μου έγραψε τραγούδια που αντέχουν και θα αντέξουν στο χρόνο και με βοήθησε σε μια δύσκολη στιγμή μου πάρα πολύ και του το χρωστάω αυτό

Σημαντική συνεργασία θεωρώ επίσης, τον Γιάννη Μαρκόπουλο, που έχω υπάρξει επί χρόνια βασικός του τραγουδιστής στις συναυλίες του και έχουμε κάνει και δισκογραφία μαζί.

C. N.: Πιστεύετε πως υπάρχει κρίση στο ελληνικό τραγούδι σήμερα;

K. Μ.: Η κρίση υπάρχει εδώ και χρόνια. Δυστυχώς το τραγούδι έπεσε θύμα και των επιλογών των δισκογραφικών εταιριών που επένδυσαν πάνω σε δεύτερης ποιότητας τραγουδιστές και δημιουργούς, στοχεύοντας μόνο στο γρήγορο και εύκολο κέρδος χωρίς να τους ενδιαφέρει το πιο ουσιαστικό, το τι πολιτισμό αφήνει κανείς πίσω του. Η τηλεόραση θεωρώ έκανε τεράστιο κακό στο τραγούδι, τα φτηνά πρότυπα ζωής που έβγαλε η τηλεόραση, που ξαφνικά έκανε τον κόσμο να ασχολείτε με πράγματα ανούσια, επιδερμικά. Περνώντας όλη αυτή την κρίση την οικονομική, πιστεύω ότι αυτή η εποχή θα γεννήσει καλά πράγματα. Τα καλύτερα πράγματα στο τραγούδι γεννήθηκαν στις πιο δύσκολες στιγμές, μέσα σε πόλεμο, μέσα σε εμφύλιο, μέσα σε δικτατορία, σε εποχές που υπήρχε απίστευτη πείνα, υπήρχε μετανάστευση, υπήρχαν χιλιάδες προβλήματα… τότε φτιάχτηκαν πράγματα, τότε που υπήρχε μεγάλη ευαισθησία. Ίσως όλη αυτή η κρίση, γεννήσει καινούργια πράγματα σημαντικά, όπως τα παλιά.

C. N.: Έχουν αλλάξει αρκετά δεδομένα στο τραγούδι σήμερα. Υπάρχει το διαδίκτυο όπου μπορεί ένας νέος δημιουργός ή νέος τραγουδιστής να προωθήσει τη δουλειά του χωρίς να χρειάζεται τη στήριξη κάποιας δισκογραφικής εταιρίας.

Κ. Μ.: Σαφώς. Είναι ίσως ο μόνος τρόπος πια. Η δισκογραφία, σαν δισκογραφία έχει πεθάνει. Οι πωλήσεις των δίσκων είναι αστείες. Κάποτε πουλούσες 15.000 δίσκους και ήταν τεράστια επιτυχία, τώρα αν πουλήσεις 15.000 σου φτιάχνουν προτομή έξω από την εταιρεία. Είναι  ίσως  ένας  τρόπος να βοηθήσει νέα παιδιά να βγουν στο προσκήνιο και έχει συμβεί με κάποιους που δεν είχαν τη δυνατότητα να δισκογραφήσουν κομμάτια σε cd. Πολλά από αυτά έγιναν επιτυχίες. Πρέπει να προσαρμοζόμαστε στις νέες συνθήκες, εκ των πραγμάτων, δεν μπορούμε να μείνουμε κολλημένοι στο βινύλιο του ’60.

C. N.: Τραγουδήσατε στο ιστορικό κέντρο «χάραμα», στο οποίο τραγουδούσε και έπαιζε ο Τσιτσάνης. Τι σηματοδότησαν για σας, έναν λαϊκό τραγουδιστή οι εμφανίσεις σας σ’ αυτόν το χώρο;

Κ. Μ.: Είχαμε πάρα πολύ μεγάλη αγωνία όταν ήταν να κάνουμε αυτή τη δουλειά. Αυτός ο χώρος έπρεπε να αντιμετωπιστεί με έναν  ιδιαίτερο σεβασμό λόγω της ιστορίας του. Είχα πει στον συνεργάτη μου, τον Δημήτρη Μαργιολά και στους μουσικούς να μην ετοιμάσουμε τίποτα σαν πρόγραμμα, παρά να πάμε στο χώρο και να φτιάξουμε το πρόγραμμα εκεί. Και αυτό λειτούργησε απίστευτα. Ήταν τόση η αύρα του χώρου που  φτιάξαμε το πρόγραμμα μέσα σ’ ένα απόγευμα.

C. N.: Που βλέπετε να οδεύει η διασκέδαση σήμερα εν μέσω οικονομικής κρίσης, όσο αφορά τους μικρούς χώρους και τις πίστες;

Κ. Μ.: Κανείς δε ξέρει. Κάποιο μιλάνε για αναβίωση των μπουάτ, με μια διαφορετική μορφή, σημερινή. Σαφώς οι μεγάλες δουλειές είναι πια αρκετά δυσκίνητες και δεν μπορεί να πληρωθούν εύκολα. Πιστεύω πως αν θες να κάνεις μια δουλειά σε ένα μικρό χώρο και με λίγους μουσικούς, πρέπει να στήσεις μια δουλειά, η οποία να είναι φτιαγμένη για να παιχτεί έτσι. Το να πάρεις ένα πρόγραμμα, το οποίο παίζεται με μια δωδεκαμελή ορχήστρα, να αφαιρέσεις απλά έξι έως οχτώ μουσικούς και να το κάνεις να παιχτεί με τέσσερις, είναι αστείο. Θα ακούσεις ένα πράγμα, το οποίο δεν θα ’χει καμία  συνοχή, θα λείπουν μελωδίες, θα λείπουν πράγματα. Νομίζω πως όλα μπορούν να γίνουνε και όλα να παιχτούνε. Δεν έχει σημασία πόσο μικρός είναι ο χώρος ή πόσο μεγάλος αλλά τι ουσιαστικά προσφέρεις στον κόσμο. Ο κόσμος έχει απομακρυνθεί απ’ τα  μαγαζιά πρώτον για τα χρήματα που πληρώνει, τα οποία δεν είναι και λίγα και δεύτερον γιατί δεν ψυχαγωγείται επί της ουσίας. Σε πολλούς χώρους γίνεται το φαινόμενο της αρπαχτής που για μένα είναι ότι πιο εξευτελιστικό υπάρχει για τον καλλιτέχνη και για τον μαγαζάτορα και για όλους όσοι εμπλέκονται.

C. N.: Έχετε συνεργαστεί με τους περισσότερους σημαντικούς συνθέτες και τραγουδιστές. Υπάρχει κάποια συνεργασία που εύχεστε να κάνετε στο άμεσο μέλλον;

Κ. Μ.: Με τον Σταύρο Ξαρχάκο δεν έχουμε συνεργαστεί ποτέ, που θα ήταν πάρα πολύ ωραίο. Με τον Θάνο Μικρούτσικο που έχουμε κάνει συνεργασία, έχω πει τραγούδι του, ένα σε στίχους του Λάκη Λαζόπουλου, σε κάποιο δίσκο, αλλά θα ’ταν ωραίο να κάνουμε κάποια στιγμή μια δισκογραφική δουλειά. Με τον Αντώνη Βαρδή, πιστεύω πως θα μπορούσαμε να κάνουμε ωραία τραγούδια. Και με νεότερα παιδιά, σαφώς και με ανθρώπους της γενιάς  μου και με μικρότερους.

C. N.: Υπάρχουν κάποια τραγούδια που ξεχωρίζετε, που αγαπάτε περισσότερο, που σας έκαναν το «κλικ» από όλους τους προσωπικούς σας δίσκους που έχετε κυκλοφορήσει μέχρι σήμερα;

Κ. Μ.: Αγαπάω συνήθως τραγούδια που αδικούνται. Σε έναν δίσκο δύο με τρία, κατά μέσο όρο τραγούδια, είναι αυτά που λάμπουν περισσότερο, που κάνουν επιτυχία και δεν είναι τυχαίο αυτό. Αξίζουν για να γίνουν επιτυχίες. Παρόλα αυτά, υπάρχουν μέσα στο δίσκο και κρυφά τραγούδια, πολύ σημαντικά και πολύ μεγάλα, τα οποία αδικούνται λόγω της επιτυχίας των άλλων τραγουδιών και έτσι, πολλές φορές, έχω περισσότερη αδυναμία σ’ αυτά τα τραγούδια… τα αδικημένα.

C. N.: Πιστεύετε πως υπάρχει διαφορά μεταξύ του «ερμηνεύω» και του «τραγουδάω» ένα τραγούδι;

Κ. Μ.: Ο βασικός ρόλος του τραγουδιστή είναι να πάρει το αίσθημα των ανθρώπων που  έγραψαν ένα τραγούδι, δηλαδή του συνθέτη και του στιχουργού και όλο αυτό το πράγμα να μπορέσει να το μεταφέρει και να το επικοινωνήσει με τον κόσμο.

C. N.: Η εμφάνιση σας στο Badminton, ερμηνεύοντας τραγούδια του Γιώργου Ζαμπέτα από τον Ελληνικό κινηματογράφο, πως προέκυψε;

Κ. Μ.: Μου  έγινε η πρόταση και τη δέχτηκα με πολλή μεγάλη χαρά. Ο Ζαμπέτας είναι μέσα στους πιο αγαπημένους μου συνθέτες. Το πρόγραμμα αφορά μόνο τα κινηματογραφικά του τραγούδια, αυτά που έχει γράψει για τις ελληνικές ταινίες. Μου αρέσει πολύ όλη αυτή η πρωτοβουλία που πήρε ο Μιχάλης Κουμπιός και έφτιαξε αυτές τις βραδιές στο προαύλιο του Badminton, γιατί θυμίζουν καλοκαίρια του παρελθόντος. Ο χώρος είναι καταπληκτικός, τα τραγούδια εξαιρετικά, οι μουσικοί είναι κορυφαίοι, φίλοι και συνεργάτες μου χρόνια. Συμμετέχει η Σαββέρια Μαργιολά στα γυναικεία τραγούδια. Οι βραδιές αυτές, οι γεμάτες με καλά τραγούδια, διασκέδαση και χιούμορ αντικατοπτρίζουν αυτό που ήταν ο Ζαμπέτας.

C. N.: Σας ευχαριστούμε για τη συνέντευξη και σας ευχόμαστε καλή επιτυχία.

Κ. Μ.: Σας ευχαριστώ και εγώ. Καλή επιτυχία και σε σας.