Δημιουργικός, πολυγραφότατος και ανήσυχος, ο Κορνήλιος Σελαμσής διανύει μια ιδιαίτερα παραγωγική περίοδο στην επαγγελματική του ζωή. Μετά από μακρά παραμονή για σπουδές και εργασία στην Ολλανδία, τα τελευταία χρόνια έντυσε με τις ιδιαίτερες και εμπνευσμένες συνθέσεις του, θεατρικές παραστάσεις, όπως «Άλκηστις», «Συρανό ντε Μπερζεράκ», «Οι απόψεις ενός κλόουν», «Ιφιγένεια στην χώρα των Ταύρων», «Πίστη, αγάπη, ελπίδα» κα. Σταθερή είναι η συνεργασία του με τον Θωμά Μοσχόπουλο, μιας και οι νότες του έχουν βρει αρκετές κοινές συνισταμένες με την σκηνοθετική του ματιά. Επιπλέον, ανέλαβε χρέη καλλιτεχνικού διευθυντή του μουσικού προγράμματος στο προσφάτως ανανεωμένο «Πόρτα», με αποτέλεσμα οι θεατές να συγκεντρώνονται από πέρσι στο θέατρο της οδού Μεσογείων για ιδιαίτερες μουσικές βραδιές.

Στα πλαίσια του Φεστιβάλ Αθηνών 2016, ο Κορνήλιος Σελαμσής φέρνει κάτι διαφορετικό στη σκηνή. Το «Λεόντιος και Λένα» είναι ένα λογοτεχνικό κείμενο του Μπύχνερ, που ο συνθέτης μετέτρεψε σε όπερα, με την ουσιαστική συμβολή του λιμπρετίστα Γιάννη Αστερή. Φαίνεται ενθουσιασμένος για τη συνεργασία με τους συγκεκριμένους λυρικούς τραγουδιστές, ενώ παράλληλα συνεχίζει να δουλεύει πυρετωδώς το μουσικό μέρος, νιώθοντας όπως λέει χαρακτηριστικά, «σαν να βρίσκεται στην μέση εγχείρισης ανοιχτής καρδιάς». Μας μίλησε μεταξύ άλλων, για τις ιδιαιτερότητες της συγκεκριμένης παράστασης, τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει ένας κλασικός συνθέτης στην Ελλάδα, καθώς και για τα φετινά γεγονότα που συνέβησαν στο Φεστιβάλ.


– Φέτος, παρουσιάζετε στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών το «Λεόντιος και Λένα» του Μπύχνερ. Μιλήστε μας για τις ιδιαιτερότητες της παράστασης,

Κ. Σ.: Κατ’ αρχήν ιδιαιτερότητα είναι ότι πρόκειται για μια όπερα. Δηλαδή δεν υπάρχει ίχνος κειμένου που να μιλιέται. Είναι μια όπερα που οι άνθρωποι δεν τραγουδούν στα πλαίσια των μουσικών συμβάσεων, αλλά πρόκειται για ανάγνωση που χρησιμοποιεί εργαλεία που έχουν να κάνουν με πιο αρχετυπικά ζητήματα της μουσικής και όχι με τις μελωδίες ή τις αρμονίες που θα ακούγαμε σε οπερικό έργο πριν εκατό χρόνια. Πρόκειται για ένα είδος δουλειάς που δεν συναντάμε συχνά στην Αθήνα. Είδαμε πχ την «Φόνισσα» του Κουμεντάκη, αλλά από εκεί και πέρα τέτοιες δημιουργίες δεν εντάσσονται στην παραγωγή των έργων που παίζονται τακτικά. Έχουμε πολύ θέατρο, έχουμε χορό, έχουμε μουσική, αλλά μια όπερα είναι άλλη υπόθεση. Και είναι πολύ γενναίο εκ μέρους του Φεστιβάλ που το επέλεξε.

– Τι σας γοήτευσε εξαρχής στο συγκεκριμένο κείμενο;

Κ. Σ.: Στο συγκεκριμένο κείμενο με γοήτευσε η παρουσία των κήπων. Εξελίσσεται σε κήπους και ανοιχτούς χώρους, πράγμα το οποίο με ενδιέφερε και σκηνογραφικά. Ήθελα ούτως ή άλλως να πετύχω το εξής: μουσικά εργαλεία να αναδεικνύουν καταστάσεις εξωτερικών χώρων. Δεν υπάρχουν συναισθήματα, υπάρχουν μόνο ήχοι και δυναμικές. Ωστόσο, με γοήτευσε επίσης η ομορφιά των όσων το έργο διαπραγματεύεται, τα οποία κατά τη δική μου αντίληψη δεν είναι πράγματα για τα οποία μπορείς απλά να μιλήσεις, αλλά πρέπει να εφεύρεις έναν άλλο τρόπο για να εκφράσεις.

Για παράδειγμα, όταν λέει «Βάλτε τις λάμπες κάτω από τα κρυστάλλινα κύπελλα, ανάμεσα στις πικροδάφνες να μοιάσουν με ονειροπόλα μάτια κοριτσιών κάτω από τα πέταλα των φύλλων», δεν είμαι σίγουρος πώς μπορείς να το πεις χωρίς να νομίσουν ότι πρόκειται για κάτι απλά ρομαντικό και ως τέτοιο να κριθεί εν τέλει. Αυτό πρέπει ή να το διαβάσεις μόνος σου ή να τραγουδηθεί με ιδιαίτερο τρόπο.

– Βάσει αυτού που αναφέρατε, πόσο απαιτητική μπορεί είναι η μετατροπή ενός λογοτεχνικού έργου σε όπερα;

Κ. Σ.: Κατ’ αρχήν το ζήτημα είναι πώς μπορεί κάποιος να συμπυκνώσει ένα λογοτεχνικό κείμενο. Ένα λιμπρέτο σαράντα σελίδων φτιάχνει τρίωρη όπερα. Ένα θεατρικό έργο σαράντα σελίδων, φτιάχνει παράσταση μίας ώρας ίσως. Οπότε εκεί είναι η πολύ μεγάλη πρόκληση. Να μπορέσεις να βρεις πώς με τέσσερις λέξεις –γιατί συχνά χρειάζονται τέσσερις λέξεις οι οποίες θα επαναληφθούν δεκαεπτά φορές – θα μπορέσεις να κρατήσεις την ομορφιά, συμπυκνώνοντας μόνο τα απολύτως απαραίτητα. Θεωρώ πως ο συγκεκριμένος λιμπρετίστας έπραξε ιδιοφυώς και αποτέλεσε σπάνιο συνεργάτη για εμένα. Σκέφτομαι μάλιστα, ότι το λιμπρέτο υπερτερεί της δικής μου εργασίας.

– Ως καλλιτέχνης βρίσκετε πρόσφορα στοιχεία στη ρομαντική περίοδο για τις προσωπικές σας δημιουργίες;

Κ. Σ.: Όχι ως γλώσσα, αλλά ως ιδεώδες. Όπως το ιδεώδες του κήπου. Επιστρέφω σε αυτό γιατί ο κήπος είναι μία ιδέα του ρομαντισμού. Επιπλέον, με αφορά σημαντικά η έννοια των μεγάλων και ειλικρινών εκφράσεων. Στον ρομαντισμό, δε χρειάζεται να γίνω κάποιος άλλος, γίνομαι ήρωας προσπαθώντας να είμαι ο εαυτός μου.

– Αναφερθήκατε ήδη στον Γιάννη Αστερή, που δημιούργησε το λιμπρέτο. Η συνεργασία σας με τους υπόλοιπους συντελεστές τι γεύση σας αφήνει;

Κ. Σ.: Είμαι βαθιά ευγνώμων για τους τραγουδιστές. Δεν σας κρύβω ότι οι καλλιτέχνες παρότι είναι εξαιρετικά ικανοί, όταν είδαν τι είχαν να φέρουν εις πέρας, τρόμαξαν. Πρόκειται για γραφή διαφορετική από αυτό που τραγουδιέται μέσα στην όπερα. Σε καμία περίπτωση όμως, δεν ισχυρίζομαι ότι είναι κάτι απολύτως πρωτότυπο. Για μένα αποτελεί θαυμάσιο γεγονός και μόνο ότι αυτοί οι άνθρωποι βάζουν το μεγάλο τους ταλέντο, την ενέργεια, τη χάρη και την ιδιοφυία τους στο συγκεκριμένο έργο. Παρότι ξεκίνησε σαν δύσκολη πρόκληση, βλέποντας ότι το κάνουν τελικά σαν να είναι το πιο απλό πράγμα στον κόσμο, διαπιστώνεις ότι οι άνθρωποι αυτοί το μετασχηματίζουν δημιουργικά, σαν να μιλάνε με περίπλοκους ρυθμούς και περίπλοκες καμπύλες της φωνής.

Είμαι ευλογημένος που έχω αυτούς τους συνεργάτες και για να πω την αλήθεια, τον κάθε ρόλο τον έγραψα ακριβώς πάνω τους και θα ήθελα αυτοί να παίζουν πάντοτε, εάν υπάρχει περίπτωση το έργο να ανέβει ξανά, μετά το Φεστιβάλ Αθηνών.

– Υπάρχουν πράγματα στην ελληνική μουσική παραγωγή που αγαπάτε ή ξεχωρίζετε ιδιαίτερα;

Κ. Σ.: Υπάρχουν άνθρωποι που κάνουν τρομακτικά πράγματα και δεν θα τολμούσα να σηκώσω το κεφάλι μου να τους κοιτάξω. Δεν ζουν εδώ ως επί το πλείστον. Στην Ελλάδα βρίσκει κανείς ωραίες δουλειές στη μουσική για το θέατρο, που είναι ένας τομέας ενεργός. Όσον αφορά στην κλασική μουσική, οι γεροί μας συνθέτες σε ένα τεράστιο ποσοστό ζουν ή εργάζονται έξω. Το έργο τους το κυκλοφορούν και το αναδεικνύουν αναγκαστικά εκτός των τειχών. Υπάρχει πλήθος ατόμων με εξαιρετικές δημιουργίες, μα δεν έχει σημασία να πούμε ονόματα.

Δυστυχώς η κοινότητα εδώ δεν μπορεί να σχετιστεί και να «αγκαλιάσει» κάτι τέτοιο γιατί είναι αρκετά μακριά από αυτό που παράγει ένας καλός συνθέτης που πχ ζει στο Άμστερνταμ ή στο Παρίσι. Και αυτό είναι μια μεγάλη παγίδα για τον επαγγελματία, καθώς αν ζει στην Ελλάδα, θα ταυτιστεί με τα «αδέρφια» του στην Ακαδημία και αργά ή γρήγορα θα στεγνώσει η δουλειά του. Το περιβάλλον είναι αρκετά δυσοίωνο.

– Πώς είδατε τις ανακατατάξεις που συνέβησαν φέτος στο Φεστιβάλ Αθηνών;

Κ. Σ.: Το πώς διαχειριζόμαστε τον πολιτισμό μέσα σε μία χώρα είναι ένα βαθιά πολιτικό ζήτημα. Και από ό,τι βλέπω εδώ, επίσης είναι βαθύτατα εμπαθές πολιτικό ζήτημα… Αυτό που συνέβη φέτος με στεναχώρησε. Ο Γιώργος Λούκος ήταν ένας άνθρωπος που με εμπιστεύτηκε και μου έδωσε το βήμα να κάνω κάτι που δύσκολα θα γινόταν διαφορετικά. Θα έπρεπε να περιμένω μια πενταετία ακόμη για να μπορέσω να το πραγματοποιήσω. Οπότε για να μιλήσω προσωπικά, μου κόστισε.

Σε δεύτερο επίπεδο, ζούμε στην εποχή των αποκαθηλώσεων και σε αυτό το σημείο θύμωσα και φοβήθηκα συγχρόνως. Παρατηρώ την τακτική της αποκαθήλωσης που δεν ξεκινά από την πολιτική εξουσία, αλλά από εμάς. Έχουμε ανάγκη να θεοποιούμε και να αποκαθηλώνουμε. Αναζητούμε το Μεσσία, προσωποποιούμε το Μεσσία, δε λύνεται το πρόβλημά μας και μετά τον γκρεμίζουμε. Αγαπάμε πολύ να έχουμε ένα είδος «ετοιμοθάνατων» που δεν μπορούν να ανατρέψουν τον εαυτό τους και έτσι φαίνονται σε εμάς «ηρωικά» και «φωτεινά» παραδείγματα. Ζούμε την απόλυτη «κουλτούρα της νοσταλγίας».

Ως προς τον Φαμπρ, με ενδιέφερε πολύ να δω ένα πρόσωπο νηφάλιο, μια ματιά διαφορετική. Αυτός βέβαια, είδε το Φεστιβάλ σαν συνολικό έργο τέχνης που θα γινόταν στην Αθήνα. Θα είχε ουσία να δούμε το impact, αν και φυσικά θα μέναμε όλοι χωρίς δουλειά, το οποίο είναι ένα τεράστιο πρόβλημα, που δεν χωρά αμφισβήτηση. Έπειτα ήρθε ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος, με συμφιλιωτική διάθεση και ψυχραιμία και ευτυχώς κατάφερε να ηρεμήσει τα πράγματα, με αποτέλεσμα το Φεστιβάλ να πραγματοποιείται και φέτος.


~ Το θεατρικό έργο του Μπύχνερ “Λεόντιος και Λένα” μετατρέπεται σε όπερα και παρουσιάζεται για πρώτη φορά στις 28 & 31 Ιουλίου στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών.