Γκιακ. Αρβανίτικη λέξη, βαριά και τραχιά, τόσο στην προφορά όσο και στο νόημα που περικλείει. Είναι πρωτίστως το αίμα το συγγενικό, το κοινό, που ενώνει τους ανθρώπους. Είναι ακόμα το αίμα που χωρίζει, που κάνει τους ανθρώπους εχθρούς: αυτό που χύνεται από φόνο για λόγους εκδίκησης, για λόγους τιμής, για έναν άγραφο νόμο που συνεχίζεται και διαιωνίζεται.

Η παράσταση βασίζεται στο ομώνυμο βιβλίο του συγγραφέα Δημοσθένη Παπαμάρκου, ο οποίος εξέδωσε το πρώτο του μυθιστόρημα σε ηλικία μόλις 15 ετών ενώ κέρδισε και το βραβείο Νεανικός Ικαρομένιππος. Πρόκειται για μια συλλογή διηγημάτων με κεντρικό άξονα τις προσωπικές αφηγήσεις αρβανιτών στρατιωτών που επέστρεψαν από τη μικρασιατική εκστρατεία. Ξεχωριστό χαρακτηριστικό τους η γλώσσα, στην οποία ενυπάρχουν πολλά στοιχεία της αρβανίτικης ιδιολέκτου.  

Οι ήρωες παρουσιάζονται αθώοι, απλοϊκοί, όπως όλοι οι «συνηθισμένοι» άνθρωποι στην καθημερινότητα της εποχής. Όταν τα στόματα ανοίγουν και η αποκρουστική βία αρχίζει να ξετυλίγεται μπροστά στα μάτια των θεατών, είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς την τραγική μετάλλαξη που έχει μεσολαβήσει. Η κοινωνία διστάζει, φοβάται ή και αρνείται να τους δεχτεί ξανά πίσω παρ’ όλο που και οι ίδιοι δεν ήταν παρά πιόνια σε έναν ακατανόητο γι’ αυτούς πόλεμο και μια πορεία που δεν επέλεξαν καν. Όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά μέσα στο κείμενο «τώρα γίναμε όλοι διαόλοι και σκιάζουμε και τα δαιμόνια». Ο κόσμος όμως πάντα έτσι λειτουργεί: οτιδήποτε αηδιαστικό δεν τον ενοχλεί, αρκεί να το κάνει άλλος και να μην το βλέπει. Έτσι κι εκείνοι, ψυχικά τραυματισμένοι, ένοχοι και θύτες πια, αγωνίζονται για μια κάθαρση μέσα από τη λυτρωτική εξομολόγηση των πράξεών τους σε πρώτο πρόσωπο απευθυνόμενοι πάντα σε κάποιον που βρίσκεται απέναντί τους.

Η σκηνοθετική ματιά του Θανάση Δόβρη καθοδηγεί δυναμικά τους τέσσερις ταλαντούχους πρωταγωνιστές μεταφέροντας εύστοχα και ρεαλιστικά τα γεγονότα από το χαρτί στο θεατρικό σανίδι δια μέσου του λόγου. Όλα συμβαίνουν σε έναν σκηνικό χώρο που μοιάζει με σκαμμένο λάκκο γεμάτο κόκαλα – σύμβολο κατεξοχήν συνυφασμένο με τον θάνατο αλλά και την ψυχική απογύμνωση σε μεταφορικό επίπεδο. Ατμοσφαιρική η σκηνή στο τουρκικό χαμάμ με τη συνοδεία Ορθόδοξης ψαλμωδίας, ενώ η παράλληλη περιγραφή της εκδρομής και της επίθεσης αλλάζει για λίγο το αφηγηματικό μοτίβο.

Ο αεικίνητος Στέλιος Ιακωβίδης, γεμάτος ενέργεια αλλά με σταθερές κι ελεγχόμενες κινήσεις, αλωνίζει κάθε πόντο του σκηνικού χώρου με τρέλα και αγριάδα στο βλέμμα. Αλληλεπιδρά με το κοινό, ενώ επωμίζεται και το απαραίτητο κωμικό στοιχείο αποφόρτισης. Ο λόγος του είναι γρήγορος και καθαρός. Όμορφη η περιγραφή κι έκδηλος ο τρόμος του στη συνάντηση με τον δαίμονα που προκαλεί χαμόγελο μπλεγμένο με λύπη.

Ο Σωτήρης Τσακομίδης είναι μια καλοκάγαθη μορφή που διαθέτει ήπια φυσικότητα και χρωματίζει με συναίσθημα τη φωνή του σε κάθε φράση, ιδιαιτέρως στη μαρτυρία της σχέσης του με κάποιον συστρατιώτη.

Η αφήγηση της Εύης Σαουλίδου είναι έμμετρη και διαφέρει από τις υπόλοιπες. Στην «Παραλογή» της, μια συγκινητική αναμέτρηση της Λυγερής με τον Χάρο,  μας παραδίδει μια ποιητική, ορμητική απεικόνιση, ενώ δίνει ευδιάκριτη ένταση στη φωνή της κυρίως στο σημείο ανάστασης του άντρα της Λυγερής.

Ο Γρηγόρης Ποιμενίδης μας κοιτά κατάματα προσπαθώντας να μας κάνει κοινωνούς, να μας εντάξει στην ουσία της δικής του εξομολόγησης. Έτσι, περνά την οικειότητα ενός προσώπου που γνωρίζουμε, ενώ η αφήγησή του παραμένει ήρεμη ακόμα και στις πιο ανατριχιαστικές λεπτομέρειες. Μην μπορώντας να ξεφύγει από το ένστικτο του αίματος ακόμα και μετά τον γυρισμό, φεύγει για το Σικάγο όπου ακολουθεί την ίδια μοίρα χτυπώντας τα ζώα που προορίζονται για σφαγή.

Οι φωτισμοί του Λευτέρη Παυλόπουλου είναι ζωντανοί, κινούνται και ακολουθούν πρόσωπα και αντικείμενα δίνοντας εντονότερη πνοή στην αφήγηση.

Εξίσου ταιριαστή και η μουσική του Νίκου Ντούνα με τους σκληρούς και μελαγχολικούς ήχους της.

Φεύγοντας, ο θεατής παίρνει μαζί του την τελευταία εικόνα του έργου: καθώς τα φώτα σβήνουν αργά, χωρίς λέξεις, πλάσματα που δεν θυμίζουν σε τίποτα ανθρώπους κινούνται μέσα στο σκάμμα φέρνοντας στον νου θηρία που αλληλοσπαράσσονται.

Το «Γκιακ» για πρώτη φορά στη σκηνή σε σκηνοθεσία Θανάση Δόβρη