Στο αυτί της παρούσας έκδοσης ο αναγνώστης διαβάζει την παρακάτω δήλωση του Λέοντος Τολστόι για τον Γκυ ντε Μωπασσάν: «Δεν ξέρω άλλον συγγραφέα που να πίστευε το ίδιο ειλικρινά με τον Μωπασσάν πως καθετί καλό, πως όλο το νόημα της ζωής βρίσκεται στη γυναίκα, στον έρωτα, ούτε άλλον που να περιέγραψε τη γυναίκα και τον έρωτα με τέτοιο πάθος και απ’ όλες τις απόψεις {…}».

Εκπληκτικά αποκαλυπτικός ο Τολστόι και σύμμαχος στην άποψη του Μωπασσάν πως ο έρωτας είναι ό,τι πολυτιμότερο, ένας αέναος αέρας ελευθερίας, ένα μικρόβιο έμφυτο, μία ευγενής και ευπρόσδεκτη ασθένεια του νου και του σώματος που αν καταργηθεί και καταπιεστεί τότε ο άνθρωπος παύει να εκπροσωπεί την ίδια του την φύση. Σε αυτό βέβαια υπάρχουν και αντίθετες φωνές κατά πόσο ο έρωτας τελειώνει με τον γάμο ή μπορεί να κυκλοφορεί ανεξέλεγκτος και απρόβλεπτα θανάσιμος. Βέβαια, όπως αναφέρει χαρακτηριστικά και ο Βασίλης Πουλάκος στην εισαγωγή του βιβλίου, «Ο Μωπασσάν πίστεψε βαθιά στον έρωτα και τον θεωρούσε μια από τις ελάχιστες πραγματικά μεγάλες απολαύσεις της ζωής, όπως φαίνεται καθαρά σε πολλά σημεία των έργων του». Και συνεχίζει: «Ο έρωτας γι’ αυτό τον αμετανόητο μποέμ {…} δεν είναι κακία, δεν είναι εκδίκηση, δεν είναι μίσος. Είναι κάτι πανέμορφο που, όπως όλα τα ωραία πράγματα στη ζωή, κάποτε κάνει τον κύκλο του και σε κεντρίζει να πας παρακάτω, να τον γνωρίσεις κάπως αλλιώτικα, αγκαλιά με κάποιον διαφορετικό σύντροφο».

Στον καιρό του Μωπασσάν όπως και στους δικούς μας, τους τωρινούς αλλά ελάχιστα διαφορετικούς γιατί ο άνθρωπος πάντα θα καθίσταται θύμα του έρωτα και των γοητευτικών συνεπειών του, δεν θα έπρεπε σε καμία περίπτωση να ποινικοποιούμε και να κατηγορούμε αυτό το ατέρμονο πάθος, την ακατάπαυστη δίψα για ερωτική συνεύρεση γιατί απλά γεννηθήκαμε με αυτόν. Δυστυχώς, ζούσαμε και ζούμε ανέκαθεν υπό το καθεστώς περιοριστικών μέτρων και ανούσιων συμβάσεων ως προς την εκδήλωση των κρυφών μας παθών, κρύβουμε τα πιο μύχια αισθήματά μας κάτω από το χαλί και δεν απελευθερωνόμαστε όσο θα μπορούσαμε και όσο θα επιθυμούσαμε από αυτό που επιβάλλει η κοινωνική ηθική και τα στερεότυπα. Στις ιστορίες του Μωπασσάν αναλύεται όλη αυτή η φιλοσοφία του συγγραφέα και στοχαστή γύρω από την τέχνη του χωρισμού με το ομώνυμο εισαγωγικό σημείωμά του να αποτελεί μία πρώτης τάξης ευκαιρία για τον ίδιο να αναλύσει τις σκέψεις του και τις σαρκαστικές διαθέσεις του καθώς και να μας προϊδεάσει για την συνέχεια. Οι άνθρωποι των ιστοριών του Μωπασσάν είτε διστάζουν να ομολογήσουν τις αγωνίες τους και έτσι τις τιθασεύουν μέσα τους προκαλώντας αναταράξεις και εκρήξεις απρόβλεπτες είτε είναι εκείνοι που αναρωτιούνται για το μέλλον των ερώτων τους, είναι ευάλωτοι και εύθραυστοι αλλά τελικά παίρνουν το θάρρος να εκτελέσουν το θύμα τους, να απεγκλωβιστούν και να απεξαρτηθούν από τον γόρδιο δεσμό κόβοντάς τον όπως ο Μέγας Αλέξανδρος.

Στο στοιχείο της ευάλωτης φύσης των ηρώων του, ο Μωπασσάν δεν φείδεται λόγων, εμμένει σθεναρά γιατί έτσι ξεγυμνώνει κάθε ανησυχία τους, τους ξεμπροστιάζει ενώπιον του αναγνώστη και καυτηριάζει με κωμικό και σκωπτικό τρόπο εκείνους που λυγίζουν μπροστά στο τέρας της αιώνιας ερώτησης, να την παρατήσω ή μήπως θα την πληγώσω ανεπανόρθωτα? Παρελαύνουν στα διηγήματά του, που καταγράφουν ειρωνική διάθεση από μέρους του, απατημένες σύζυγοι, αδίστακτοι προικοθήρες, ονειροπόλοι και φρενοβλαβείς σύζυγοι, γυναίκες στα όρια της κατάρρευσης λόγω ερωτικής υποτροπής, κάθε λογής ερωτική κρίση βρίσκει εδώ τον λόγο ύπαρξής της γιατί  ο άνθρωπος δίχως τον έρωτα μοιάζει με ένα ψάρι έξω από το νερό. Και άρα πώς να αντισταθεί ενάντια σε αυτό που τον εξουσιάζει αλλά συνάμα αυθαδιάζει? Ο Μωπασσάν όμως είναι σαφής και κάθετος στην παρακάτω επισήμανσή του: «Κανένας μας δεν βρίσκεται στο απυρόβλητο, αφού κανένας μας δεν απέχει από τις ερωτοτροπίες και, καθώς κανένας μας, νομίζω, δεν είναι φανατικός οπαδός των αιώνιων δεσμών, τα μάτια μας, η μύτη μας και το στήθος μας κινδυνεύουν να εξαφανιστούν από τη μια στιγμή στην άλλη εξαιτίας του τρομερού υγρού». Αφορμή για την τελευταία φράση αλλά και για την συγγραφή αυτών των ιστοριών γεμάτων πραγματικότητα είναι το σύνηθες συμβάν την περίοδο εκείνη στο κοσμοπολίτικο αλλά και άστατο Παρίσι απατημένες σύζυγοι να ρίχνουν βιτριόλι στα μάτια των άπιστων συζυγών του ή των ερωμένων τους ως μία μέθοδο εκδίκησης απέναντί τους για τα δεινά που τους προξενούν και έτσι να παίρνουν το αίμα τους πίσω.

Εδώ αναδύεται όμως μία ειδοποιός και αιώνια διαφορά ανάμεσα στα δύο πλάσματα, τον άνδρα και την γυναίκα που ποτέ δεν θα μπορέσουν να γίνουν ένα παρά τον γάμο που πραγματοποιούν για να ενωθούν. Στο διήγημα άλλοτε ο Μωπασσάν καταθέτει: «Ο γάμος είναι κάτι απαραίτητο για να ζήσει η κοινωνία, αλλά δεν είναι στη φύση της ράτσας μας». Και αυτό συνεχίζει έχει συμβεί γιατί «έχουμε φτιάξει νόμους που αντιμάχονται τα ένστικτά μας, επειδή έτσι έπρεπε· αλλά τα ένστικτά μας είναι πάντα ισχυρότερα, και άδικα τους αντιστεκόμαστε, αφού πηγάζουν από τον Θεό, ενώ οι νόμοι πηγάζουν μόνο από τους ανθρώπους». Άρα ο έρωτας είναι μια φυσική διαδικασία και δεν θα πρέπει να κατακρίνεται ως παράνομη και παράτυπη, είναι οξυγόνο και κρατάει ζωντανό τον άνθρωπο χαρίζοντάς του στιγμές ξεγνοιασιάς. Προσθέτει: «Ο γάμος κι ο έρωτας δεν έχουν καμία σχέση μεταξύ τους. Παντρευόμαστε για να κάνουμε οικογένεια και κάνουμε οικογένειες για να φτιάξουμε μία κοινωνία. Η κοινωνία δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς το γάμο». Δια στόματος του μαιτρ των κοινωνικών σκηνών και περιγραφών και των ηθογραφικών αναλύσεων Γκυ ντε Μωπασσάν, γίνεται επίσης αντιληπτό και εδώ έγκειται η διαφορά ανάμεσα σε αρσενικό και θηλυκό πως «η γυναικεία καρδιά διαφέρει πέρα για πέρα από την ανδρική. Εμείς, οι αληθινοί εραστές του ωραίου, λατρεύουμε τη γυναίκα κι όποτε επιλέγουμε προσωρινά μία γυναίκα, αποτίουμε φόρο τιμής στο φύλο τους εν γένει». Για αυτό, το θέμα της τέχνης του χωρισμού καθίσταται από τον Μωπασσάν ως μείζον και κυρίαρχο. Η γυναίκα δεν μπορεί να καταλάβει τον ρόλο κυνηγού που ο άνδρας επιτελεί και πως για αυτόν η τέχνη του χωρισμού είναι μία ιερή διέξοδος από τον ζυγό της δέσμευσης που του σιγοκαίει τα φτερά της πολιορκίας και κατά συνέπεια της κατάκτησης του επόμενου στόχου του. Έτσι καλεί τους ειδικούς που αναλίσκονται στην συγγραφή ανέξοδων κειμένων να προχωρήσουν στο εξής: «Ιδού γιατί, αντί να γράφετε δοκίμια περί ηθικής που δε χρησιμεύουν σε κανέναν, ή να μεταφράζετε Οράτιο σε γαλλικούς στίχους, θα ήταν απείρως πιο πρακτικό να μας προσφέρετε ένα εμπεριστατωμένο εγχειρίδιο για την τέχνη του χωρισμού».

Όλες τις ιστορίες αυτές, που ο Μωπασσάν πλάθει με πλήθος εικόνων και λέξεων, δεν τις επινοεί απαραίτητα. Είναι κυρίως αντιπροσωπευτικές των συμβάντων που ακούει κατά την παραμονή του και παρουσία του σε καφέ της πόλης. Καθίσταται έτσι ο ακροατής και δέκτης περίτεχνων και περίεργων ιστοριών που τροφοδοτούν την ανάγκη του να έρθει σε επαφή με τις συναισθηματικές παλινωδίες, τον έρωτα, την απιστία, τον χωρισμό με τα οποία καταπιάνεται μήπως και λύσει το μυστήριο του γρίφου. Και δίνει στο διήγημα Η ρεβάνς τον δικό του ορισμό για την αναζήτηση της φανταστικής γυναίκας μέσω του πρωταγωνιστή του: «Η γυναίκα που εγώ αγαπώ αληθινά είναι η άγνωστη, αυτή που περιμένω, αυτή που θα ποθήσω, αυτή που στοιχειώνει την καρδιά μου δίχως τα μάτια μου να έχουν αντικρίσει ποτέ τη μορφή της, και που η γοητεία της τρέφεται απ’ όλες αυτές τις χάρες που πλάθει η φαντασία μου».

«Ω, τι ανόητοι όσοι δεν καταλαβαίνουν τον αξιολάτρευτο αισθησιασμό ενός βέλου που σηκώνεται για πρώτη φορά! Ω, τι ανόητοι όσοι παντρεύονται… διότι αυτά τα βέλα δεν πρέπει να τα ανασηκώνουμε πολύ συχνά… αντικρίζοντας το ίδιο θέαμα…».

«Όταν επιθυμούμε κάτι, κύριε, το φανταζόμαστε όπως το προσδοκούμε».

«Η γυναίκα είναι σαν τη σκιά σου. Όταν την ακολουθείς φεύγει, κι όταν φεύγεις σ’ ακολουθεί».

Το βιβλίο του Guy de Maupassant, Η τέχνη του χωρισμού, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ροές.