Κάθε πόλεμος έχει τα θύματά του, κάθε πόλεμος αφήνει πληγές. Κάποτε ένας ιστορικός είχε πει πως οι πόλεμοι είναι απαραίτητοι και αναγκαίοι και ο συγγραφέας επανέρχεται σε αυτή την παραδοχή με τις δικές του λέξεις: «Αν το κακό που υπάρχει στον κόσμο τρέφεται με τη ζωή μας, χωρίς αυτή θα λιμοκτονήσει και θα πεθάνει.

Γι΄αυτό είναι μεγάλη ανάγκη να το σκοτώσουμε, γι’αυτό κάθε πόλεμος είναι καλός. Γιατί κάθε θάνατος μας φέρνει πιο κοντά σ’αυτό το σκοπό!». Στο ιδιότυπο αυτό μυθιστόρημα που οι αλήθειες συντρίβουν και τα συμβάντα γράφουν ιστορία, περιγράφεται η φύση ενός ανθρώπου διαλυμένου από τα πυρά του πολέμου, ενός ανθρώπου που κυκλοφορεί χαμένος χωρίς γλώσσα, χωρίς ταυτότητα, χωρίς υπόσταση γιατί αυτή του εκλάπη από την κόλαση το πολέμου. Πώς είναι άραγε να αντέχεις να ζεις χωρίς να γνωρίζεις από πού προέρχεσαι, ποια ήταν τα πρώτα σου σκιρτήματα και η πρώτη επαφή με τον κόσμο; Πως είναι δυνατόν να προχωράς χωρίς μνήμη, χωρίς καν την παραμικρή ιδέα για το περιβάλλον στο οποίο μεγάλωσες, τις πρώτες λέξεις που ξεστόμισες, τα πρώτα χέρια που σε κράτησαν; Ο Marani είναι ευρηματικός, ξεχωριστός, ανατρεπτικός, συγκινητικός, είναι ο συνδετικός κρίκος της συνάντησης δύο ανθρώπων που πόνεσαν βαθιά ο καθένας για τον δικό του λόγο και με την γραφή του κατορθώνει να μας φέρει σε επαφή με την πορεία της εξέλιξης μίας διπλής παράλληλης αφήγησης. Η αφήγηση είναι σπαρακτική και αδυσώπητη γιατί το περιεχόμενο αποκαλύπτει περίτρανα τις ολέθριες συνέπειες άδικων πολέμων που σαρώνουν τα πάντα στο διάβα τους, ξεστρατίζουν συνειδήσεις και σκοτώνουν ψυχές γιατί απλά είναι αμείλικτοι απέναντι στην ανθρώπινη φύση και δεν λογίζουν τίποτα.

Από την αρχή μέχρι το τέλος, βρισκόμαστε αντιμέτωποι με έναν στρατιώτη αδύναμο να καθορίσει το παρόν του πόσο μάλλον το μέλλον του, έναν άνθρωπο κατεστραμμένο ψυχικά, έναν σκλάβο της μοίρας του που θέλει να την αλλάξει για να σωθεί. Ο γιατρός Φρίαρι τον βρίσκει χτυπημένο και τον περιθάλπει και από εκείνη την στιγμή ξεκινάει η οδύσσειά του για να ξετυλίξει το κουβάρι του πόθεν. Του δίνεται ένα ξένο όνομα, μία ξένη προσωπικότητα και μαθαίνει με αυτήν να ζει και να πορεύεται, δεσμώτης του χειρότερου εφιάλτη του γιατί ένας άνθρωπος τέτοιος είναι κανένας άνθρωπος, ένα σώμα κενό και ένα μυαλό σε πλήρη αδράνεια. Σκληρή η αφήγησή του γιατί προσπαθεί να αντλήσει στοιχεία από την επικοινωνία με τους γύρω του μήπως και βρει κάποια ικμάδα μνήμης, ένα οποιοδήποτε λυτρωτικό σημείο που θα τον κρατήσει ζωντανό αυτόν και κυρίως το πνεύμα του, το τόσο κλονισμένο. Ο συγγραφέας παίζει εξαιρετικά το παιχνίδι στην σκακιέρα της κατάθεσης όταν ο ασθενής θα μεταβεί από την Τεργέστη όπου βρέθηκε τραυματισμένος στο μακρινό Ελσίνκι, στον γενέθλιο τόπο της Κάλεβαλα, του αρχαίου έπους των Φινλανδών, με σκοπό να γευτεί τα αρώματα της χώρας που τον γέννησε. Όλη αυτή η διαδικασία η τόσο επώδυνη είναι τελικά η λύση στο πρόβλημά του, είναι η ταυτότητα που του παρέδωσαν η δική του ή μήπως όλο αυτό που θα βιώσει αποτελεί μία πλάνη και ένα όνειρο δανεικό μακριά από την πραγματική του φύση? Στον ξενώνα που θα διαμείνει, ο εφημέριος Κόσκελα, ο οποίος θα λειτουργήσει σαν πατέρας, δάσκαλος και μητέρα μαζί, θα διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο στην προσπάθειά του να ξεκλειδώσει την εσωτερική του πάλη και να βρει την λύση αυτού του περίπλοκου γρίφου. Σε αυτόν, στους περιπάτους του, στις διαδρομές μέσα στην πόλη, στην επαφή με την θάλασσα και τους ανθρώπους όπως η Ίλμα, η οποία τον ερωτεύεται αν και δεν το παραδέχεται, θα εναποθέσει τις ελπίδες του για διέξοδο από την απουσία μνήμης και εικόνων που θα τον ξυπνήσουν μια και καλή από τον λήθαργο και την νάρκωση. Όλα αυτά συμβαίνουν ενώ ο πόλεμος μαίνεται μεταξύ Ρώσων και Γερμανών και οι Φινλανδοί δέχονται επιθέσεις πολύνεκρες και οδυνηρές, ενώ βόμβες και ήχοι σύγκρουσης ηχούν από παντού. Μία ατμόσφαιρα αποπνικτική δημιουργείται ενάντια σε έναν άνθρωπο που επιθυμεί να απαγκιστρωθεί από τον θόρυβο. Ο στρατιώτης με το όνομα Σάμπο Κάργιαλαινεν, είναι αντιμέτωπος με πολλαπλά μέτωπα σε μία αποβάθρα όπου τρένα περνούν αλλά σε κανένα δεν μπορεί να ανέβει για να γλιτώσει. Ο ίδιος έχοντας επίγνωση της κατάστασής του αναφέρει: «Ένιωθα ενστικτωδώς πως αυτό που ήθελα ήταν να διανύσω χωρίς εξευτελισμούς τη ζωή που μου είχε απομείνει, με τις μικρότερες απώλειες και τη μικρότερη ανάμειξη. Γιατί αυτό δεν ήταν πια ζωή, αλλά ένα απομεινάρι, ένα περίσσευμα που μάζεψα απ’ το δρόμο».

Ο εφημέριος Κόσκελα όπως και ο γιατρός Φρίαρι είναι αυτοί που επιμένουν πως η γλώσσα είναι ο γενετήσιος κώδικας, η κλωστή που μας συνδέει, ο ομφάλιος λώρος με την παρουσία μας σε αυτόν τον κόσμο. Επικεντρώνονται λοιπόν στην επανέναρξη της διαδικασίας εκμάθησης των γλωσσικών ιδιωμάτων, των λέξεων και φράσεων της φινλανδικής γραμματικής μήπως τελικά η επικοινωνία και η συνδιαλλαγή του στρατιώτη μέσω της γλώσσας βρουν και πάλι τον δρόμο τους και αποφυλακίσουν τον άνθρωπο που τώρα είναι δέσμιος της ανυπαρξίας του. Αυτή η νέα φινλανδική γραμματική, που τίθεται στο επίκεντρο της πνευματικής τους επίθεσης είναι ο απώτατος στόχος τους, η ιερή αποστολή τους την οποία ευλαβικά αναλαμβάνουν μέχρι τέλους για να επουλώσουν τις πληγές του. Οι νουθεσίες και τα διδάγματα από ένα πλούσιο παρελθόν με προφήτες της Κάλεβαλα που διδάσκουν τα νοήματα της ζωής και του θανάτου, είναι τα όπλα του εφημέριου Κόσκελα που θα καταστεί ο προσωπικός φίλος και φρουρός, ο μέντορας του στρατιώτη για την οριστική επάνοδό του στην πραγματικότητα που τώρα τον πλήττει. Ο ήρωας που θυμίζει αρχαίο πολεμιστή χωρίς ασπίδα να πολεμήσει αναρωτιέται σε μία αποστροφή του λόγου του: «Είναι άραγε τόσο ακαταμάχητο το κάλεσμα που σε ωθεί κάθε μέρα στο δρόμο ν’ αναζητάς ίχνη του εαυτού σου? Δεν θα ήταν πιο χρήσιμο να οπλίζεσαι με υπομονή στον πραγματικό χρόνο, αυτόν που σου απομένει να ζήσεις, και μέρα με τη μέρα, λιθαράκι το λιθαράκι, να ξαναχτίσεις μία καινούργια μνήμη?». Η κατάθεση του γιατρού που προσπαθεί να αποκαταστήσει την ιστορία του στρατιώτη για να θεραπεύσει τα δικά του προσωπικά τραύματα και η συνεχόμενη επιχείρηση διάσωσης του εφημέριου όσο και της νοσοκόμας Ίλμα που θέτουν σαν σκοπό ζωής, αποδεικνύουν πως οι άνθρωποι δεν είναι νησιά, οι πόλεμοι δεν είναι πάντα το μέσο επίλυσης αλλά η παραγωγή δυστυχίας, η μνήμη και η γλώσσα είναι τα όργανα εκείνα που μας ορίζουν, μας καθοδηγούν και χωρίς αυτά αφηνόμαστε έρμαια σε έναν κόσμο χωρίς έλεος. Να σημειωθεί εν κατακλείδι η επιτυχημένη μετάφραση της Δήμητρας Δότση σε ένα κείμενο με πολλές διακυμάνσεις στην αφήγηση.

«Κάποιες φορές η ανθρώπινη σκέψη χάνεται στις υπόγειες στοές της λογικής, σκλάβα μίας γεωμετρίας που γίνεται αυτοσκοπός και στόχος της δεν είναι πια η κατανόηση της πραγματικότητας, αλλά η συντήρηση μίας έπαρσης».

«Η καταδίκη ή η χάρη μας έχει ήδη απαγγελθεί, από την ημέρα κιόλας που ερχόμαστε στο φως. Αλλά το μαθαίνουμε μόνο μετά το θάνατο. Και γι’αυτό η ζωή δεν είναι για μας παρά μια αγωνιώδης προσμονή».

Το βιβλίο του Diego Marani, Νέα φινλανδική γραμματική, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Αιώρα.