«Το μεγαλύτερο θαύμα απ’όλα είναι ο άνθρωπος, κι εμείς δεν θα κουραστούμε ποτέ να τον μελετούμε»… «σκοπός της ζωής είναι η ίδια η ζωή» γράφει ο Τσέχοφ σε μία επιστολή το 1892, χρονιά κατά την οποία εκδίδει ένα άλλο του μεγαλειώδες διήγημα, τον Θάλαμο αρ.6.

Στο επίμετρο που με πολύ φροντίδα και προσοχή έχει επιμεληθεί η Βιργινία Γαλανοπούλου, αντλούμε όλες αυτές τις πληροφορίες που χρειαζόμαστε για να κατανοήσουμε τον βίο και την πολιτεία του Αντόν Τσέχοφ, τα βιώματά του, τις προσλαμβάνουσές του, την ψυχική του κατάσταση που οδηγεί το χέρι του. Το διήγημα αυτό είναι ένας καθρέφτης του ίδιου, μία βουτιά στα εσώψυχά του και βέβαια ένας συγγραφικός θησαυρός αφού σκιαγραφεί την Ρωσία του τότε με βλέμμα στο σήμερα και το πάντα γιατί οι άνθρωποι και οι εποχές δύσκολα αλλάζουν. Εμβαθύνει στον άνθρωπο που πασχίζει να ισορροπήσει ανάμεσα στα θέλω και τα μπορώ ενώ τα τύμπανα των ψευδαισθήσεων ηχούν έντονα στα αυτιά του με φόβο να τον παρασύρουν. Όλα όσα βρίσκουμε στον λόγο του Τσέχοφ είναι προβληματισμοί, αδυναμίες, πάθη και γεγονότα κρίσιμα.

Ο κόσμος του Τσέχοφ είναι σαν μία ομίχλη που άλλοτε καθαρίζει και άλλοτε πυκνώνει, έτσι είναι και ο ρους της αφήγησής του. Δεν επιταχύνει, δεν επιβραδύνει, οι διακυμάνσεις στην εξέλιξη της αφήγησης και τα συναισθήματα μεταβάλλονται, επανέρχονται και πάλι αλλάζουν με μία θεατρικότητα εξαιρετικά εύληπτη κατά την ανάγνωση. Αυτή η μεταστροφή που γίνεται πολύ αργά και βασανιστικά δίνει στις ιστορίες έναν ιδιαίτερα δραματικό τόνο, κάτι σαν την μουσική των Ρώσων σύγχρονών του. Παρακολουθούμε μία σχεδόν μονοπρόσωπη αφήγηση και έναν μοναχικό διάλογο του ίδιου του πρωταγωνιστή, ο οποίος κλυδωνίζεται, ενθουσιάζεται, επαίρεται και τελικά καταλήγει έρμαιο των δικών του ψεμάτων. Συνομιλεί με το κατ’ουσίαν alter ego του, τον μαύρο μοναχό, το απρόσωπο άλλο του είναι που τον στοιχειώνει, τον καταδικάζει σε τάσεις κατάθλιψης ενώ εκείνος νιώθει ευδαίμων. Είναι ένα φάντασμα του εαυτού του αυτό το άγνωστο δημιούργημα, είναι τόσο αόριστα φτιαγμένο και τόσο ισχυρά παρόν που τον συνθλίβει εσωτερικά αφού κατοικεί μέσα του, το συναντά σε κάθε του βήμα, είναι ο βασικός ένοικος μέσα στα βάθη της χαμένης του ψυχής.

Αναρωτιέται κανείς ποιος είναι ο απώτερος σκοπός της ονειρικής αυτής παραίσθησης. Είναι άραγε μία ένδειξη κατηφόρας και αποπροσανατολισμού από την πραγματική ευτυχία, ένα διαβολικό σύνδρομο που τον καταδιώκει; Όταν όμως αυτή η μαύρη σκιά, γιατί περί αυτού πρόκειται, τον καθησυχάζει λέγοντάς του: «υπάρχω στη φαντασία σου και η φαντασία σου αποτελεί μέρος της φύσης. Άρα υπάρχω και εγώ στη φύση» τότε εκείνος αφήνεται στα δίχτυα του να σαλεύει, βέβαιος πως αυτό που του υπαγορεύει είναι για το καλό του.

Την ίδια περίοδο και καθ’ ομολογία του, ο Τσέχοφ περιγράφει μία ιδιόμορφη διατάραξη της καθημερινότητας του από την παρεμβολή ενός ξένου σώματος που εμφανίζεται μπροστά του και από το οποίο αδυνατεί να απεμπλακεί. Αναφέρει χαρακτηριστικά η Βιργινία Γαλανοπούλου: «{…}Την εποχή που γράφει τον Μαύρο μοναχό κυριεύεται από μία έντονη ανησυχία κι ένα αίσθημα κούρασης απέναντι στη ζωή». Άρα οι μαύρες σκιές και οι έντονες ροπές προς ένα απαισιόδοξο μέλλον έχουν την πηγή τους σε αυτή την δήλωση κάτι που ενδεχομένως τον οδήγησε να εξομολογηθεί τις ανησυχίες του μέσω αυτής της διήγησης. Αν και ο ίδιος διαβεβαιώνει σε αλληλογραφία του πως δεν τον διέπει καμία τρέλα ούτε και υπάρχει λόγος να ταυτίζεται με τον ήρωά του.

Σε αυτή την διαδρομή που γεννά ερωτήματα για το τι τελικά επιδιώκει ο ίδιος ο Τσέχοφ με την ιστορία αυτή, τα πρόσωπα που πλαισιώνουν τον κεντρικό ήρωα Κοβρίν, μοιάζει να μην επηρεάζουν άμεσα την μοίρα του αλλά εντείνουν την δραματικότητα των αποφάσεων και των πράξεών του, καθώς επιβεβαιώνουν το μάταιο των επιλογών του και την αφοσίωση σε κάτι άπιαστο και ακατόρθωτο. Ο άνθρωπος οφείλει με τα πόδια στη γη να φαντάζεται και να ονειρεύεται, αλλιώς αιωρείται σε μία ατέλειωτη και ακατάπαυστη δίψα για το ανέφικτο και το αδύνατο που εκείνος θεωρεί πως θα καταστήσει δυνατό. Η αντίληψη όμως αυτή πως η σωτηρία έρχεται μέσα από την πεποίθηση πως αξίζει κανείς να ονειροβατεί γιατί έτσι ξεφεύγει από την σκληρή πραγματικότητα, είναι αυτό που ο Τσέχοφ κατακρίνει στους σύγχρονούς του. Και αυτό γιατί χάνουν την ουσία και την πεμπτουσία της ζωής που είναι η αληθινή ευτυχία κοντά στα μικρά και τα απλά χωρίς να ακροβατούν στο άπειρο της αιώνιας και αέναης  ψευδεπίγραφης ευτυχίας που ίσως και να μην υπάρχει πουθενά. Ο Κοβρίν λοιπόν μέσα από την φαντασιοπληξία του ειδοποιείται τρόπον τινά για αυτά που θα επακολουθήσουν αν συνεχίσει να κινείται σε τροχιά αυτοκαταστροφής.

Το μαύρο ως επιθετικός προσδιορισμός δεν είναι διόλου τυχαίος γιατί μαύρο ήταν και το αγαπημένο χρώμα του Πόε, ο οποίος βαθιά στα σκοτάδια του προσπάθησε να ανανήψει και να εξουδετερώσει τον τρόμο του. Ριζωμένη στο μυαλό του Κόβριν είναι η εξής λογική που είναι ποτισμένη στο παράλογο και με την οποία δείχνει να πορεύεται: «Πόσο ευτυχείς ήταν ο Βούδας, ο Μωάμεθ, ο Σαίξπηρ, που οι αγαπημένοι τους συγγενείς και οι γιατροί δεν τους θεράπευσαν την έκσταση και την έμπνευση». Ο Κοβρίν όμως είναι άρρωστος και με την αρρώστια του αυτή, τον παραλογισμό και την παραφροσύνη του που τον τυφλώνει, οδηγεί στον γκρεμό και τον περίγυρό του, την Τάνια και τον πατέρα της που τον θεωρούν έναν σοβαρό επιστήμονα με άλλο επίπεδο από το δικό τους, ανεβασμένο για αυτούς σε έναν θρόνο βασιλικό. Τον θαυμάζουν, τον επαινούν, τον έχουν ως το είδωλό τους και ο Κοβρίν κάπου εκεί χάνει τα λογικά του, αδυνατώντας να διαχειριστεί την κατάσταση αυτή γιατί είναι βουτηγμένος σε αυτό που έχει καθορίσει μέσα του πως τον λυτρώνει. Τελικά όμως απαρνείται την χαρά και την θαλπωρή αναζητώντας αλλού την ευτυχία και έτσι ξεμακραίνει από αυτό που οι άλλοι βλέπουν ενώ εκείνος όχι. Με αυτόν τον τρόπο, η ζωή μετατρέπεται σε ένα πλοίο που όλο και απομακρύνεται από τον ίδιο μιας και οι εμμονές του είναι πλέον η ζωή του. Αυτή η παραίσθηση, αυτή η μετάβαση σε κάτι θολό που γίνεται επικίνδυνο μοιάζει με ένα ποτό μεθυστικό, με ένα ναρκωτικό αλάνθαστο που απαλύνει τον πόνο που ο ήρωας αισθάνεται να τον βαραίνει. Ο Κοβρίν δεν βρίσκει ανταπόκριση σε αυτή του την έκρυθμη ψυχολογική κατάσταση, αντιμετωπίζεται ως κάτι αλλόκοτο και τελικά αποξενώνεται όλο και περισσότερο.

Μήπως όμως ο Κοβρίν τελικά είναι ένας Προμηθέας που καλείται να πάρει στους ώμους του καθετί που βασανίζει τον άνθρωπο γύρω του και σαν μεσσίας θα τύχει αυτής της απόρριψης από τους γύρω του? Η απορία εύλογη: «Πρόκειται για μία μετριότητα που δεν μπορεί ν’αποδεχθεί την άχρωμη πραγματικότητα ή για ένα αληθινό ταλέντο, μία ευαίσθητη, προικισμένη φύση που σηκώνει το βάρος των προσδοκιών των δικών του ανθρώπων?». Η απάντηση μοιάζει νεφελώδης και συγκεχυμένη γιατί έργα όπως αυτό και φυσιογνωμίες όπως αυτή του Τσέχοφ είναι διττές, αμφιλεγόμενες, πολυσυζητημένες, μόνιμα αόρατες και ορατές μαζί. Το μόνο που μπορούμε είναι να γίνουμε κοινωνοί των γραπτών τους, να τους μελετήσουμε, να εντρυφούμε συνεχώς στα συγγράμματά τους μήπως και μπορέσουμε να φτάσουμε πιο κοντά στα ερωτήματα, τα οποία οι ίδιοι έχουν θέσει και για τα οποία ούτε καν οι ίδιοι δεν κατόρθωσαν να βρουν λύση. Το ερώτημα παραμονεύει: «Ο Τσέχοφ ξεσκεπάζει τον ήρωά του ή δικαιώνει τις επιλογές του;».

«Η ζωή χωρίς ιδανικά, χωρίς το θείο και χωρίς αγάπη ερημώνει την ψυχή και στερεί απ’ τον άνθρωπο τη χαρά της δημιουργίας»

«Η δυστυχία μας είναι ότι κυνηγάμε υψηλούς και μακρινούς στόχους»

Το βιβλίο του Αντόν Τσέχοφ, Ο μαύρος μοναχός, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ροές.