Ο Ντοστογιέφσκι είναι ένας μεγάλος ρεαλιστής που θέλησε να φωτίσει την άβυσσο του ανθρώπινου πόνου, της τρέλας και των παθών – και την ίδια στιγμή ένας σπουδαίος ποιητής που υμνεί την ευαγγελική αγάπη”. Αυτά τα λόγια του Ντ. Σ. Μερεσκόφσκι αποδίδουν με ενάργεια την εικόνα που έχουμε για τον Φ. Μ. Ντοστογιέφσκι γράφει η Βιργινία Γαλανοπούλου στο εξαιρετικό επίμετρο στο οποίο φωτίζει επαρκώς τον άνθρωπο όσο και δημιουργό Ντοστογιέφσκι για να μπορέσουμε να προσεγγίσουμε τα δύο αυτά διηγήματα που στο ευρύτερο κοινό δεν είναι γνωστά.

Ο Κροκόδειλος γραμμένος το 1865 και ο Μπόμποκ το 1873 είναι δύο αντιπροσωπευτικά δείγματα ενός καυστικού χρονογράφου Ντοστογιέφσκι μέσα από τα οποία ξεπηδάνε παραπομπές και συνδετικοί κρίκοι με τα μεγάλα του μυθιστορήματα που τον εδραίωσαν ως τον αφηγητή της ανθρώπινης ψυχής. Από τους πιο πολυδιαβασμένους αλλά παράλληλα και από τους πιο αμφιλεγόμενους ακόμα και σήμερα, σε αυτά τα διηγήματα προκαλεί τους σύγχρονούς του να αναλογισθούν τα σφάλματά τους, να συλλογισθούν τον ρόλο τους στην κοινωνία, να αποδράσουν από το ψέμα που κρύβεται μέσα τους και να δουν την διάφανη αλήθεια. Οι ιστορίες αυτές διδακτικές για την αλλοφροσύνη των ανθρώπων και την στενότητα του πνεύματός τους αλλά και λάβροι κατά των ανθρώπων που τον υπονόμευσαν σε μία περίοδο πλούσιας παραγωγικής σκέψης από μέρους του.

Αναρωτιέται ο αναγνώστης ποια είναι η ουσία του μηνύματος που θέλει να περάσει και ποιος ο στόχος του συγγραφέα όταν με φαντασία αναφέρεται στην ιστορία ενός Κροκόδειλου που κατάπιε έναν άνθρωπο όταν εκείνος αποφάσισε να πλησιάσει για να δει από κοντά το παράξενο αυτό ζώο σε μία αίθουσα στο Πασσάζ. Γιατί δεν υπάρχει καμία αναφορά πουθενά περί του συγκεκριμένου γεγονότος ούτε και θα μπορούσε να συμβεί κάτι ανάλογο σε πραγματικό χρόνο. Η αλληγορική του γραφή και ματιά μπορεί να μεταφραστεί και να ερμηνευτεί με πολλούς τρόπους. Εκείνη την εποχή επηρεάζεται έντονα από τον συγγραφέα Νικολάι Τσερνισέφσκι, τον συγγραφέα του βιβλίου “Τι κάνουμε”, ο οποίος και έγινε αντικείμενο κριτικής για τις ιδέες του και εξορίστηκε στην Σιβηρία. Ο κροκόδειλος είναι ένα ερπετό επικίνδυνο, βίαιο στην ανάγκη του να τραφεί και τρομακτικό στο βλέμμα. Ακριβώς όπως και το τέρας της Σιβηρίας στο οποίο οδηγήθηκαν πλήθος ανθρώπων που εκφράστηκαν ανοιχτά ενάντια στο καθεστώς και στον ισχύοντα κώδικα της εποχής που ήθελε συστράτευση γύρω από κοινά αποδεκτά σύμφωνα χωρίς παρεκκλίσεις. Τι είναι λοιπόν ο κροκόδειλος, μία στοά και ένας τόπος άγονος όπου παρασύρονται εκούσια όλοι αυτοί που δεν πορεύονται με την επιθυμητή ιδεολογία αλλά αντιτίθενται με λόγο σθεναρό ισχυρή φωνή πηγαίνοντας μοιραία προς άγνωστα νερά? Είναι η εύκολη λύση να απεμπλακεί η κοινωνία από ανθρώπους που δεν μπορούν να χειραγωγηθούν και να μπούνε σε ταξικά καλούπια όπως αρμόζει και όπως επιβάλλεται; Ή μήπως είναι ένας παράδεισος και ένας τόπος όπου κανείς ανασυγκροτείται και επανέρχεται δριμύτερος μπροστά αφού έχει εξασφαλίσει την ψυχική και διανοητική του ηρεμία; Και ο ήρωας που βρίσκεται άθελά του στο στόμα του κροκόδειλου εύλογα συλλογίζεται: “Από καιρό περίμενα τη στιγμή που οι πάντες θα μιλούσαν για το άτομό μου, αλλά ποτέ δεν μου δόθηκε η κατάλληλη ευκαιρία – και πως να μου δοθεί άλλωστε, θαμμένος καθώς ήμουν σε μία ασήμαντη θέση, έχοντας ελάχιστη επιρροή. Σήμερα όμως όλα αυτά έγιναν πραγματικότητα χάρη στην απλή χαψιά ενός κροκοδείλου”. Άρα μπορούμε να υποθέσουμε πως ξεφεύγοντας από τον αυστηρό δημοσιοϋπαλληλικό κόσμο, ο πρωταγωνιστής ξεπερνά τον εαυτό του και λυτρώνεται αφού καθίσταται κύριος του εαυτού του και βρίσκει τον χρόνο και τον χώρο να εκφραστεί ηχηρά απέναντι σε κατεστημένα χωρίς κανείς να μπορεί να τον αγγίξει.

“Το να μην εκπλήσσεται κανείς με τίποτα είναι κατά πολύ βλακωδέστερο του να εκπλήσσεται με τα πάντα. Και εκτός τούτου: το να μην εκπλήσσεται κανείς με τίποτα είναι σχεδόν το ίδιο με το να μη σέβεται τίποτα. Άλλωστε ο ηλίθιος δε νιώθει σεβασμό για τίποτα και για κανέναν”. Στα συναισθήματα αυτά, ο Ντοστογιέφσκι συμπυκνώνει την φιλοσοφία του Μπόμποκ, ενός ανθρώπου που όπως και στο “Ημερολόγιο ενός τρελού” του Γκόγκολ, βρίσκεται απομονωμένος και αντιμετωπίζεται ως μίασμα από έναν περίγυρο που δεν θέλει να τον ενσωματώσει γιατί είναι ξένο σώμα, αλλόκοτος, παράφρων και παρεισφρέον στοιχείο. Περιφέρεται ανάμεσα στον κόσμο ως φάντασμα, ως σκιάχτρο που επιθυμεί να δηλώσει την παρουσία του αλλά κανείς δεν τον υπολογίζει, κανείς δεν τον παίρνει στα σοβαρά και κανείς δεν τον ακούει. Ο Μπόμποκ είναι ο άνθρωπος που απορροφά όλη την κακή ενέργεια των ανθρώπων και περιπλανώμενος ανάμεσά τους περιμένει πότε θα γίνει μέρος τους. Μέχρι τότε, μεθυσμένος στις σκέψεις του, ακολουθεί μοναστικό δρόμο και ζει στα όνειρά του με τα όνειρά του να τον συντροφεύουν για να μην αποτρελαθεί τελείως. Ο Μπόμποκ είναι το alter ego του άλλου του βιβλίου, του “Ονείρου ενός γελοίου ανθρώπου” που ο Ντοστογιέφσκι έγραφε το 1877, ήτοι λίγα χρόνια πριν από τον θάνατό του και όπου αναλύει όλο του τον ψυχισμό. Στον Μπόμποκ μπορεί κανείς να αναρωτηθεί αν απεικονίζεται ο ίδιος ο συγγραφέας και οι ανησυχίες του μιας και ως συγγραφέας αλλά και ως εκδότης περιοδικών εκδιώχθηκε, πολεμήθηκε και κατακρίθηκε γιατί θορυβούσε και δεν άρεσε καθόλου η δράση του ανάμεσα στους εκδοτικούς και λογοτεχνικούς κύκλους.

Αινιγματικός ο Ντοστογιέφσκι, δεν καταλήγει σε κανένα συμπέρασμα σε κανένα από τα δύο διηγήματα αλλά περιμένει από τον αναγνώστη να δημιουργήσει τις δικές του υποθέσεις για το θέμα που παρουσιάζει. Ένα είναι πάντως σίγουρο: πως ο κροκόδειλος είναι η προσωποποίηση του υπερβολικού, του παράξενου και του γκροτέσκου που είναι σαφές πως σε κανέναν δεν θα διαφύγει. Ακριβώς όπως και ο Μπόμποκ είναι μία αινιγματική και αλλοπρόσαλλη φιγούρα που κυκλοφορεί σαν τον ζητιάνο που δεν επιθυμεί τροφή αλλά πνεύμα από τους άλλους, να γίνει δεκτό το αίτημά του να ακουστεί. Ο Ντοστογιέφσκι στρέφεται ενάντια σε μία κοινωνία που έχει μάθει στο εύκολο, που δεν αναζητά το διαφορετικό γιατί ο δρόμος για αυτό είναι δύσκολος. Κυνηγημένος και στοιχειωμένος θα πει πως “ο μηδενισμός είναι προϊόν δουλοπρεπούς σκέψης”. Και τελειώνοντας με ένα απόσπασμα πάλι από το επίμετρο, στην δική του φιλοσοφική σφαίρα όπως ανέκαθεν την εκπροσώπησε, “αληθινή δημοκρατία υπό τις συνθήκες εκείνες δεν μπορεί να υπάρξει, άρα άτομο και κοινωνία αυτοεγκλωβίζονται στην αποτελμάτωση”.

“Την ανεξαρτησία την αγαπούν οι αγριάνθρωποι, οι σοφοί άνθρωποι αγαπούν  την τάξη, και τάξη δεν υπάρχει…”

Το βιβλίο του Φιόντορ Ντοστογιέφσκι, Ο Κροκόδειλος – Μπόμποκ, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ροές.