Ο Αλέξιος Μάινας με το Ξυράφι του Όκαμ καταφέρνει να εντάξει «οικονομικά» (όπως προστάσσει η Αρχή της Οικονομίας του Όκαμ) μια ποιητική συλλογή μέσα σε ένα βιωμένο εικοσιτετράωρο, με τις ώρες να δίνουν εναύσματα για συμπληρωματικούς τίτλους. Όμως δεν είναι μόνο ο χρόνος που συνέχει τη συλλογή. Φιλοσοφικοί στοχασμοί περί Φύσης, Τέχνης και Ποιητικής και ψυχολογικές παρατηρήσεις δίνουν μια ιδιότυπη και ενδιαφέρουσα θεματική ενότητα, ενώ η μουσικότητα υπακούει συχνά την επιτυχία του στοχαστικού βάθους.

Αυτό που ανοικειώνει γοητευτικά κατά την ανάγνωση μιας ποιητικής συλλογής (σε θεματικό επίπεδο) είναι η αίσθηση πως φωτίζεται μια λεπτή, υποφαινόμενη όψη ενός δεδομένου ζητήματος. Ομολογουμένως, ο ποιητής προκαλεί διαφορετικές «αναγνώσεις» της περιρρέουσας κίνησης και πραγματικότητας, με τις πιο ενδιαφέρουσες να εκτυλίσσονται γύρω από τους εξής πυρήνες: Ποίηση και Φιλοσοφία (κατάφωρη αναφορά στη Φιλοσοφία δεν γίνεται, εκτός εξαιρέσεων· εδώ νοείται περισσότερο ως τρόπος προσέγγισης και όχι ως θεματική).

Κατά τον Μάινα, η Ποίηση λαμβάνεται ως ουσιαστική συν-γραφή, ως γραφή ενός μεν, ακροώμενος όμως πάντα προηγούμενους γραφείς (συν-γραφείς και αυτοί): Γράφω δεν θα πει δημιουργώ/ θα πει διαχειρίζομαι, επισημαίνωσημαίνει ξαναγράφω, ομολογώ τι διάβασα. Συνακόλουθα, η ποιητική καινοτομία εναποτίθεται στον αναγνώστη, που γι’ αυτό, συμπληρώνει το ποιητικό «γιγνώμενο»: Δεν υπάρχει ποίηση/ υπάρχει μονάχα ποιητική πρόσληψη κειμένων./ Ποιητική πρόσληψη είναι ένα είδος/ ακουστικής προκατάληψης. Έπειτα κατά το «ποιεῖν» συμβαίνει το γνωστό οξύμωρο: αν και Ποίηση χωρίς Γλώσσα δεν υφίσταται, τελικά η Γλώσσα φαίνεται να περιορίζει τον ποιητή (ή τουλάχιστον να τον βασανίζει): α) μονάχα πίνακες διαθέσεων και συναισθημάτων/ έννοιες ασήκωτες σαν μαντεμένια στρείδια/ και κάγκελα γλωσσικών περιορισμών, β) Οι λέξεις μού προτείνονται/ μέσα στις κλειδωμένες βαλίτσες τους/ πάνω στον ιμάντα.


Αντικείμενο φιλοσοφικής ενατένισης συνιστά η ανθρώπινη ύπαρξη με άξονα τον χρόνο, ο οποίος μας καθιστά στιγμιαίους, αενάως μεταβαλλόμενους, υποχρεωτικά διαφορετικούς, ανά το σαρωτικό περασμά του, και άρα, τραγικά διαψεύσιμους, σκέψεις που εμμέσως πλην σαφώς απηχούν διατυπωμένες φιλοσοφικές θεωρίες (perdurantism) (α. Ό,τι ακουμπάω μένει ανέπαφο/ γιατί το πιάνει αυτός που ήμουν πριν. β. Γιατί/ το μέλλον μάς ξεπερνάει/ δηλαδή εμείς ως άλλοι πια/ ξεπερνάμε τους εαυτούς μας). Η αναφορά σε συγκεκριμένο φιλοσοφικό «διάβασμα» γίνεται μέσω της μνείας στην Κριτική της Κριτικής δύναμης, που δίδεται σχεδόν ειρωνικά ως τίτλος σε απαντητικό ποίημα για την Καντιανή άποψη περί Ωραίου: η ομορφιά δεν είναι παρά ένα κακό επιχείρημα που δεν επιδέχεται ανασκευή, ή αλλιώς ένα ωραιότατο τυχαίο: Εκείνη λοιπόν (στη λοταρία των χρωμοσωμάτων). Αριστοτελικές (και άλλων) απόψεις περί Τέχνης εντάσσονται οργανικά στα ποιήματα και θεωρούνται μέσα από άλλο πρίσμα: παρότι κατά τον Αριστοτέλη η Φύση θεωρείται ανώτερη της Τέχνης, καθώς η Τέχνη μιμείται τη Φύση (Ηθικά Νικομάχεια Β6, 9-10) και ο Σκοπός και το Ωραίο είναι παρόντα στα έργα της Φύσης περισσότερο παρά της Τέχνης (Περὶ ζῴων μορίων 639b, 19-21), ο ποιητής δηλώνει: Η φύση μπορεί να με δημιουργήσει και να με μιμηθεί/ Αλλά όχι να με περιγράψει. Τέλος, κατά τον Μάινα, η αριστοτελική «έξις δευτέρα φύσις» γίνεται «θλίψις», όταν η έξις λαμβάνει πρόσημο κούρασης, καθημερινότητας και απλής επανάληψης (ίσως εδώ να λανθάνει μια διάκριση της επανάληψης και, εν τέλει, έξης ανάμεσα σε ηθικά και αισθητικά- συναισθηματικά έργα).

Από άποψη μουσικότητας, ο ποιητής στέκεται στο ύψος των νοημάτων, χωρίς να τα εκτινάσσει όμως πάντοτε σε απλές, λεπτές ηχητικές στιγμές. Παρηχήσεις (έντονα έντομα, Ιστορία ή στόρια;), απουσίες κομμάτων που κάνουν τον ρυθμό ασθμαίνοντα ή που (αλλού) απηχούν το λεγόμενο «ονειρικό» της γραφής, αξιοπρόσεχτες καλές διακυμάνσεις (Μια απ’ αυτές τις άθλιες μέρες που συχνά δημιουργούνται/ θεομαχώντας και δυσφημίζοντας), επιτυχείς διασκελισμοί (στην αγκαλιά της μάνας τους όπου μελαγχολεί/ η εργατικότητα καταχρώμενη τη στοργή της) και παιχνίδια στο μεταίχμιο γραφής και ηχητικής πρόσληψης (Με βρήκες ν’ αστοχάζομαι) δημιουργούν έναν πλούσιο μουσικό καμβά, δηλωτικό της άνεσης του ποιητή. Όμως, υπήρξαν εξίσου στιγμές σχεδόν άκαμπτης πεζότητας, όχι πεζολογικού στυλ, που εν μέρει αιτιολογούνται από την επιθυμία του ποιητή να εκφράσει πολυσύνθετες, περίπλοκες σκέψεις. Ίσως τελικά οι ίδιες οι επιλογές λέξεων να μπλόκαραν (αναγνωστικά) κάποιες φορές τον ρυθμό. Εν γένει αυτό που εκπλήσσει αισθητικά (ρυθμικά και λεκτικά μαζί) στην Ποίηση είναι η επιλογή καθημερινών λέξεων που αναπάντεχα λαμβάνουν νέο περιεχόμενο. Όπως έξοχα διατυπώνει ο Σολωμός στο Διάλογο: «υποτάξου πρώτα στη γλώσσα του λαού και αν είσαι αρκετός, κυρίεψέ την». Αν και ο Μάινας κυρίεψε πολλές σκέψεις, αναμένουμε από τους καλά υποσχόμενους στίχους του να κυριέψει σε ακόμη μεγαλύτερο βαθμό τις λέξεις και (έτσι) τον ρυθμό. 

Η ποιητική συλλογή του Αλέξιου Μάινα με τίτλο Το ξυράφι του Όκαμ, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μικρή Άρκτος.