Ο Δημήτρης Λεοντζάκος με την ποιητική συλλογή «Τα σκυλιά του Ακταίωνα» ριζοσπαστικά ανα-βιώνει τον τραγικό μύθο του Ακταίωνα, τον οποίο η Άρτεμη, επειδή την είδε να λούζεται με τις Νύμφες, μεταμόρφωσε σε ελάφι, με αποτέλεσμα να τον κατασπαράξουν τα ίδια του τα σκυλιά. Ο μύθος μετα-μορφώνεται, πιστός στο πνεύμα των Μεταμορφώσεων του Οβιδίου και καλά αφουγκραζόμενος τον Pierre Klossowski, με αποσπάσματα και των δύο να αγκαλιάζουν τη συλλογή.

Τα μοτίβα του μύθου (σκυλιά-ελάφι-λίμνη,και γενικότερα υγρό στοιχείο-μάτια) διατρέχουν τη συλλογή υπογείως ή εμφανώς και αποτελούν αφορμή για τη ανασύσταση νέων μοτίβων- αρμών. Ιδιαίτερη επεξεργασία παρατηρείται στο μοτίβο των «ματιών», στα οποία ο ποιητής αποδίδει μια υπερφυσική δύναμη, ουσιαστικά την κινητήριο δύναμη και απαρχή της ίδιας της γλώσσας. Σε κάποιον ποιητικά πιθανό κόσμο ο ποιητής διαβλέπει την έγερση μιας γλώσσας ματιών, ικανής για κάθε εξέγερση. Η οπτική αντίληψη, με άλλα λόγια, κρίνεται ως απαρχή έκφρασης και πράξης (Μάτια..Φέρτε/Στις λέξεις/-στο ποίημα που σας κουβαλά-/Την/Αταξία). Το οπτικό αυτό μοτίβο αναστρέφει τα δεδομένα μας περί μοναδικής γλωσσικής ικανότητας του ανθρώπου (Τα θηρία/ Που μιλούν/ Σε γυρίζουν τα μάτια τους), αφού πολλές φορές το λοιπό ζωικό βασίλειο εκτιμάται ως ίσο γλωσσικά- οπτικά. Τελικά, τα μάτια εξισώνονται με πάνθηρα «μες σε πλεχτό/ Βυθό από ίνες/ Πλεγμένος σε οπές/ Σε ραβδώσεις/ Κοιτά/ Δένει με σύρμα το στόμα». Η γλώσσα με τη σειρά της είναι για τον ποιητή ένας κόσμος διπλός, ένας ήχος και μια σημασία τόσο στενά δεμένοι που ωθούν και σε καθαρά ‘γλωσσικές σκέψεις’: Τι δίφθογγος/ Αυτή η λεύκα/-τι λέαινα!-. Έμπρακτα το ποιητικό υποκείμενο αποδεικνύει αυτή την εμφυή δύναμη της γλώσσας, αφού οι λέξεις (πιο πολύ από τις σκέψεις) συνιστούν τον κατεξοχήν άξονα ποιητικής δημιουργίας. Ένα έξοχο παράδειγμα συνιστά το ποίημα Να μετεκπαιδευτούν τα όργανα, όπου ο ποιητής βλέπει τα όργανα του σώματος συνάμα ως μουσικά όργανα, που ορχούν θυμίζοντας την πλατωνική συμπαντική άτρακτο, που μουσικά ρυθμίζει τη συνένωση όλων των κινήσεων του κόσμου. Αυτή η γλωσσική (πλέον) σκέψη είναι η μόνη ικανή να αναδιαμορφώσει την πραγματικότητα. Όμως, η αρχή των πάντων είναι τα μάτια, όπως και στον μύθο: ο Ακταίων τιμωρήθηκε για κάτι που είδε (όχι για κάτι που είπε). Την ίδια σκέψη βλέπουμε και στον Καλλίμαχο, όπου ο Τειρεσίας (δεν μεταμορφώνεται) αλλά τυφλώνεται από την Αθηνά, οὐκ ἐθέλων δ᾽ εἶδε τὰ μὴ θεμιτά.


Σαφείς είναι και οι απόψεις του Λεοντζάκου Περί Ποιητικής, καθώς αφιερώνει στίχους δηλωτικούς της αναμορφωτικής ιδιότητας της ποίησης (Και στο μελάνι που ρουφώ/ Θα ανθίσει ο κόσμος όλος), της δυσκολίας της ποιητικής δημιουργίας (Υπάρχει αντίλαλος πάντα/ Και ρίχνουμε μια λέξη/ Στεκόμαστε στο κενό/ Στο πηγάδι του ποιήματος), της «αφαιρετικότητάς» της (Αν τα έσβηνα όλα αυτά σαν κερί/ Μέσα σε μια νύχτα νεκρών/ Τότε ίσως να φαινόταν να έφεγγε/ Αυτός/ Που φυσάει που σβήνει σαν κεράκι/ Με λέξεις το ποίημα). Όλη αυτή η ποιητική προσπάθεια διακρίνεται, κατά τη γνώμη μου, από αρκετές ωραίες ποιητικές στιγμές, από συμπαγείς, αιχμηρούς στίχους: Σμήνη πετούν/ Όσο κι αν άυπνος διορθώνεις/ Τη νύχτα, Λεπτών αστραγάλων/ Χορός βουβών εισπνοών. Ιδιαίτερη εντύπωση προκαλεί η αλλαγή του τόνου άρρηκτα συνδεδεμένη με μια κίνηση από το γενικό στο ειδικό. Η στροφή στο ειδικό γίνεται κυρίως μέσω ερωτικού νοηματικού περιεχομένου και χαμηλώνει αισθητά τον τόνο, τον κάνει προσωπικό και συγκινησιακό: Αν αφαιρέσω/ Το adagio  της πιο απάνθρωπης βροχής/ Που ποθώ/ Τα παράθυρα των γρήγορων τραίνων/ Το ρέκβιεμ των αναρριχητικών μαλλιών σου. Στοιχείο πρωτοτυπίας αποτέλεσε το σύμβολο της παρένθεσης ‘)’ να συνοδεύει σχηματικά τον στίχο Φεγγαράκι και σε επόμενο ποίημα να επαναλαμβάνεται αρκετούς στίχους κάτω από τον στίχο Πτυχές ημισελήνου, με αποτέλεσμα ο ποιητής αφ’ ενός να δίνει σε ένα σημείο στίξης το νοηματικό βάρος ενός στίχου και αφ’ ετέρου να προκαλεί τον αναγνώστη σε επαγρύπνηση ερμηνείας και αίσθησης συνέχειας δια-ποιηματικά.

Ο ποιητής χειρίζεται τον ρυθμό με ωριμότητα, με καλά διαλεγμένες αλλαγές στίχων και στροφών και με εφαρμογή δομικών και γλωσσικών τεχνασμάτων. Αξιοσημείωτος είναι ο συνεχής διάλογος ρυθμού και περιεχομένου. Για παράδειγμα, με επαναλήψεις και έξυπνες πτωτικές αλλαγές ο ποιητής εν τέλει κατορθώνει συγχρόνως ρυθμό και τονισμό του ποιητικού εγώ (Με κυκλώνω με σβήνω/ Με χαϊδεύω/ Με συστρέφω/ Με φυσώ/ Εμένα αναπνέω/ Εμένα ακούω/ Εμένα μιλάω). Η κλίση του στα γλωσσικά τεχνάσματα είναι εμφανής μέσω της ρυθμικής ειρωνείας στην ίδια τη μορφολογία της γλώσσας (-γυρνάει-/ γυρνά,-να ξεχν(ώ) να ξεχν(άς) να ξεχν(ά), Κοιτάει/Μας κοιτά). Έπειτα, η ηχητική επανάληψη χρησιμοποιείται μερικώς, με την έννοια ότι ο ποιητής επαναλαμβάνει στίχους μεν αλλά με αφαίρεση μερικών λέξεων, με αποτέλεσμα να δίδεται μια πιο σύντομη-πολύκροτη αίσθηση στο ήδη ειπωμένο. Η παρήχηση του Λεοντζάκου κινείται ξεκάθαρα από τη γλώσσα. Η γλώσσα θυμίζει στον ποιητή μια παρόμοια ηχητικά λέξη που γίνεται πλέον στίχος και παραγωγός ποιητικής σκέψης (Μοιραίος ύπνος/-μηριαίος/, Του αγρού λιλά/ Αργά λουλούδια).


Εν γένει Τα σκυλιά του Ακταίωνα μου άφησαν την αίσθηση μιας αρτιότατης συλλογής, με τον μύθο να συνινστά όντως το συνεκτικό της στοιχείο. Κρατώ τον επιτυχημένο χειρισμό των χρωμάτων και των φυσικών στοιχείων και την ενσωμάτωσή τους σε παραδοσιακά ποιητικά περικείμενα. Ο ρυθμός γοητευτικά προσεγμένος, αλλά ίσως να έλειπε μια ποικιλία γοητείας. Επίσης, η ρυθμική και φραστική λιτότητα, αν και υψηλού επιπέδου, ίσως χρειάζονται ακόμη περισσότερη αφαίρεση για ένα πιο παταγώδες αποτέλεσμα, αυτό που ζητά ο αναγνώστης όχι για να πει ότι το ποίημα ήταν ωραίο (στην παρούσα θεωρώ ότι θα το πει) αλλά για να επιστρέψει σ’αυτό.

*Η παρούσα κριτική αφιερώνεται στον καθηγητή Βιογλωσσολογίας Cedric Boeckx που με τις διδαχές του με καθιστά ικανή να αναγνωρίζω ποιητικά υπονοήματα περί αντίληψης, γλώσσας και σκέψης. 

Η ποιητική συλλογή του Δημήτρη Λεοντζάκου, με τίτλο Τα σκυλιά του Ακταίωνα, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Νεφέλη.