Η Σαντορίνη της λάβας, του ηφαιστείου, της θηραϊκής γης, της εκκλησιάς και των κακοτράχαλων σκαλιών, η Σαντορίνη του κρασιού και της κάναβας, της βεντέμας και του αμπελιού, η Σαντορίνη πέρα από το τουριστικό σκηνικό και την τρομακτική εκμετάλλευση είναι ακόμα η Σαντορίνη του μόχθου και της αγωνίας, η Σαντορίνη της αναμέτρησης με την επιβίωση και την ομορφιά, των φυσικών γλυπτών που σχηματίζουν κάτω από τον καθάριο ουρανό της οι αμπελιές και του οίνου ή πιο απλά, η Σαντορίνη της φωτογραφικής ματιάς του Δημήτρη Ταλιάνη.

Λένε πως κάθε τόπος αποπνέει κάτι από το πνεύμα του και έγκειται στον εκάστοτε δημιουργό να μπορέσει να το ανακαλύψει για να δώσει πνοή στο έργο του και να ενσωματώσει σ’ αυτό την αλήθεια του τόπου. Στον καλαίσθητο αυτό τόμο που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Τοπίο ο Δημήτρης Ταλιάνης παραθέτει μια σειρά φωτογραφιών που στοχεύουν στην ανάδειξη της πραγματικής ψυχής του νησιού, του πραγματικού του πενύματος. Γιατί μακριά και πέρα από το τουριστικό εκβαρβαρισμό που μοιραία προσβάλλει το νησί κάθε καλοκαίρι, η Σαντορίνη παραμένει ακόμη εκείνη η πέτρινη συμπάγεια, πλημμυρισμένη από χείμαρρους φωτός, ένας γαλήνιος τόπος καθαρότατης διαύγειας, τυλιγμένος στην αχλύ ενός ηφαιστειακού γίγαντα, καταδικασμένου να ορίζει το κράτος της ομορφιάς στην απεραντοσύνη του Αιγαίου. Και το κρασί της, παρασκευασμένο επί αιώνες με τον ίδιο απαράλλαχτο τρόπο,  ρέει στο άνυδρο σώμα της σαν αρτηρία ζωής, μια αόρατη αορτή που πάλλεται για να διατηρήσει την ψυχή της ολοζώντανη και ταυτόχρονα οριοθετεί το πνεύμα του τόπου.

Τριάντα χρόνια τώρα ο Δημήτρης Ταλιάνης με μοναδικό του όπλο τον φωτογραφικό του φακό και σύμμαχο το μεσογειακό φως που τυλίγει το νησί απ’ άκρη σ’ άκρη, καταγράφει τις μέγιστες και ελάχιστες φωτεινές  διακυμάνσεις του νησιωτικού ορίζοντα και μαζί του το θρίαμβο της φύσης, που δοκιμάζεται από τα στοιχειά και καταφέρνει αλώβητος να βλαστήσει την ελπίδα πάνω στο εξαιρετικά τραχύ σώμα του νησιού.

Οι αμπελώνες του Δημήτρη Ταλιάνη μοιάζουν να στέκονται λαγαροί και ρωμαλέοι στις θηραϊκές πλαγιές, τα καλάθια ξεχειλίζουν από πυκνοδομημένα τσαμπιά σταφυλιών, τα κοφίνια παραταγμένα μπροστά στη θάλασσα μυρίζουν θαλασσινό αλάτι και νοτιά, τα σταφύλια λιάζονται κάτω από τον ίδιο ήλιο που φρυγανίζει τα πάντα και το «κρασί το ξανθό με την κηλίδα του ήλιου» ξεκουράζεται μέσα στα δρύινα βαρέλια, τα παγωμένα από την υγρασία της υπόσκαφης κάναβας, λίγο πριν εμφιαλωθεί από τις γνωστές οινοπαραγωγικές οικογένειες του νησιού.

Μέσα στις σελίδες του φωτογραφικού αυτού λευκώματος η εναλλαγή των εικόνων εντείνει τη χρωματική ικμάδα της παλέτας του φωτογράφου και αναδεικνύει το μόχθο του ανθρώπου να διαφεντέψει τη γη και να αντλήσει τον μαγικό καρπό. Τα χέρια είναι βουτηγμένα στους χυμούς των ποικιλιών του σταφυλιού, βαμμένα από τη βεβιασμένη σύνθλιψη του καρπού, τσακισμένα από την οδύνη του ακάματου τρύγου και πρησμένα. Είναι χέρια που δουλεύουν αχόρταγα να τραβήξουν όση ζωή μπορούν από το ξερακιανό σώμα του νησιού. Μοιάζουν με τα ξερά φύλλα που φωτογραφίζει ο Ταλιάνης στο νησιωτικό φθινόπωρο. Τα κοκκινισμένα και γεμάτα στίγματα, έτοιμα να σπάσουν ή να κοπούν σε κάθε φύσημα ανέμου.  Έχουν κι αυτά παλέψει με την πρωινή αύρα, με τις ελάχιστες βροχοπτώσεις και την ανυδρία, με το αργιλώδες χώμα και τους βοριάδες. Έχουν παλέψει με τη ζωή και με την συνέχιση μιας πρακτικής που  συνεχίζεται αναλλοίωτα ως τις μέρες μας ολόιδια όπως και στην αρχαιότητα.

Ασύρτικο, αθήρι μαντηλαριά, και οι τρυγημένοι καρποί τους καταγράφονται με ευαισθησία. Τραγανές στάλες ζωής, με συναγμένο το φως του ήλιου μέσα τους οι ρόγες των σταφυλιών μοιάζουν να πάλλονται ολοζώντανες κάτω από τον δυνατό ήλιο και μέσα στα κοφίνια που με τόση μαεστρία πλέκονται ξεκουράζονται πριν πάρουν θέση με τη σειρά τους στο λιάσιμο του καρπού κι από εκεί στο οινοποιείο που, τις περισσότερες φορές, είναι λαξεμένα στους βράχους του ηφαιστειογενούς νησιού, σύμφωνα με το οικιστικό πρότυπο του νησιού ή απλώς την αμυντική του οχύρωση απέναντι «στην έμπνευση της όστριας» ή του εγκέλαδου.

Ο Δημήτρης Ταλιάνης υπογράφει με το ταλέντο του ένα ακόμη φωτογραφικό λεύκωμα που δεν έχει καμιά σχέση με τα βιβλία για το κρασί ή τα σχετικά με κάποιο τόπο. Η ποιητική διάσταση της φωτογραφίας του και των μαγικών συνθέσεών του γίνονται η αφορμή για ένα ακόμη ταξίδι του νου στα μονοπάτια της ποιητικής ελευθερίας που δίνει η εικόνα. Ο φωτογραφικός φακός ανοίγει και οι φωτοευαίσθητες επιφάνειες γίνονται το απαραίτητο πεδίο πάνω στο οποίο αποτυπώνεται ο όγκος, το χρώμα και το σχήμα της βακχικής πλευράς του νησιού, έτσι όπως τον ένιωσε ο δημιουργός αυτού του βιβλίου.

Άλλωστε, την ελάχιστη στιγμή που αρκεί να ανοίξει ο φωτοφράχτης μιας φωτογραφικής μηχανής, για να καταγράψει  μια εικόνα και να τη μετατρέψει σε παγωμένη μνήμη, η φωτογραφία γίνεται ένας μοναδικός τρόπος εξωτερίκευσης αισθημάτων και συγκινήσεων. Ο Δημήτρης Ταλιάνης γνωρίζει πολύ καλά να μετατρέπει σε τέχνη τις ελάχιστες αυτές στιγμές εξωτερίκευσης των συναισθημάτων και να γοητεύει με τις αλήθειες που καταγράφει τον θεατή του προκαλώντας κινήματα ψυχής και αισθητικές συγκινήσεις.

Το βιβλίο διανθίζεται από κείμενα του Πάνου Θεοδωρίδη σε επιμέλεια του Διονύση Καρατζά. Την καλλιτεχνική επιμέλεια υπογράφει η Γαβριέλλα Μαυρίδη και την οργάνωση της παραγωγής έχει ο Μανώλης Λιγνός.