Μια πόλη αφηγείται την Ιστορία της θα μπορούσε να είναι ένας ευρηματικός τίτλος για το βιβλίο του Θωμά Κοροβίνη «’55» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Άγρα. Κι αυτό επειδή μέσα από την αφήγηση της Μαρίκας, μιας γυναίκας από τα Ταταύλα ο Κοροβίνης στήνει έναν ολόκληρο αφηγηματικό κόσμο, για να διηγηθεί την ζωντανή Ιστορία της Πόλης, περιγράφοντας τον τρόπο ζωής Ελλήνων και Τούρκων του περασμένου αιώνα.

 

Γειτονιές, ήθη, έθιμα, συνήθειες και εθνικά οράματα, αγάπες και μνήμες όλα ζωντανεύουν μέσα στις σελίδες αυτού του βιβλίου, αποτυπώνονται με ιστορική ακρίβεια και μαζί τους αποτυπώνεται η δραματική ένταση στις σχέσεις των δύο αυτών λαών, οι αδικίες της τουρκικής εξουσίας απέναντι στην ελληνική ομογένεια και η στάση του νεοελληνικού κράτους που με τις κινήσεις του δεν κατάφερε να περιορίσει τον αφανισμό του ελληνικού στοιχείου από την Πόλη.

 

Ο συγγραφέας μοιάζει να πιάνει την αφήγηση για τη ζωή και την ιστορία της Πόλης από εκεί που την άφησε η «Λωξάντρα» της Ιορδανίδου και είναι σημαντική η διακειμενική συνομιλία των δύο βιβλίων προς το τέλος του βιβλίου, που σκοπό έχει να αναψηλαφήσει τον ιστορικό σφυγμό αυτής της Πόλης και να επουλώσει τα τραύματα στο σώμα της ελληνικής μνήμης απέναντι στα μεγάλα ιστορικά γεγονότα.

 

Ο Κοροβίνης με σεβασμό στην Ιστορία προβαίνει σε μια σημαντική ιστορική κατάθεση, μέσα από τη μεθοδική έρευνα των γεγονότων της εποχής. Κι αυτό που παρουσιάζει δεν είναι μόνο η ελληνική ομογένεια αλλά κυρίως η σχέση της με το τουρκικό στοιχείο, οι διαπολιτισμικές τους ανταλλαγές, ο τρόπος συμβίωσης και το τέλος όλων αυτών μετά από τον οργανωμένο σχεδιασμό της Άγκυρας, όπως έχει πει ο ίδιος σε συνέντευξή του: «με παρότρυνση των Εγγλέζων και τη συγκάλυψη των Αμερικανών. Η εφαρμογή των σχεδίων αυτών ξέφυγε από το αρχικό πλάνο, γιατί το κατευθυνόμενο λεγόμενο ‘παρακράτος’ οδηγήθηκε με συνεπικουρία μέρους του αφιονισμένου λαού σε ανθελληνικά και αντιχριστιανικά έκτροπα πέραν πάσης φαντασίας».

 

Ανοίγοντας αυτό το βιβλίο ο αναγνώστης δε θα βρει ένα απλό μυθιστόρημα, τουλάχιστον γραμμένο με τον τρόπο που γνωρίζει ότι είναι γραμμένο ένα μυθιστόρημα. Το βιβλίο αυτό περιέχει μικρά αφηγήματα, τα οποία συνθέτουν ένα αφηγηματικό παζλ που στο σύνολό του δίνει ένα μεστό κείμενο, βιωματικά συναισθηματικό και ταυτόχρονα τελείως αντισυμβατικό, με μια ρέουσα εκφορά προφορικού λόγου που βοηθά τον αναγνώστη να ενταχθεί, κομμάτι κι αυτός αυτού του μυθιστορηματικού παζλ, στο κλίμα της Πόλης και των ανθρώπων που είχαν την τύχη και την ατυχία να ζήσουν εκεί και να βιώσουν τα σπαραχτικά γεγονότα του ’55.

 

Η Μαρίκα είναι μια γυναίκα μποέμισσα, μια Πολίτισσα κυρά, μια γυναίκα που ζει έντονα κάθε στιγμή και ταυτόχρονα είναι δασκάλα, αγαπάει τους αμανέδες, δε δεσμεύεται, συχνάζει σε θέατρα και νυχτερινά μαγαζιά, ζει ελεύθερη στον παλμό μιας κοσμοπολίτικης Πόλης. Όταν αποφασίζει σε μεγάλη ηλικία να μιλήσει για όλα αυτά το κάνει ενεργοποιώντας το εκρηκτικό της ταπεραμέντο και γνωρίζοντας πια καλά την ιστορική έκβαση των γεγονότων, άλλωστε όπως η ίδια λέει: «ο άνθρωπος στα υστερνά του κλίνει στη περισυλλογή και στην ενδοσκόπηση».

 

Μικρές ιστορίες από τη ζωή της Μαρίκας, λαογραφικές αναφορές, εμπειρίες και νοοτροπίες όλα μαζί εμπλέκονται για να μας δοθεί το στίγμα τόσο του τόπου όσο και της ανθρωπογεωγραφίας του μέσα σε έναν ιστορικό χωροχρόνο. Με ένα μαγικό τρόπο η Πόλη πρωταγωνιστεί κι ο αναγνώστης γεύεται ήχους, γεύσεις και μυρωδιές από την καθημερινότητα των ανθρώπων. Η ελληνική ομογένεια, η κουζίνα, ο καφές, το χασίσι, η πολίτικη κουζίνα, το τουρκικό στοιχείο. Όλα αυτά εμπλέκονται μοναδικά και ο αναγνώστης βρίσκεται να περπατά στα σοκάκια μιας πολυφυλετικής Πόλης αλλά κυρίως στα σοκάκια της μνήμης.

 

Τα Σεπτεμβριανά του ’55, τα γεγονότα που σημάδεψαν την Ιστορία αυτού του τόπου όσο κανένα άλλο, γίνονται η αφορμή για το βιβλίο αυτό, καθώς σταδιακά οδήγησαν στον αφανισμό του ελληνικού στοιχείου και η Μαρίκα συμπάσχοντας μας δίνει συγκλονιστικές μαρτυρίες για την επικρατούσα κατάσταση.

 

Σε ολόκληρο το κείμενο αναγνώστης νιώθει ότι συνομιλεί με τη Μαρίκα, ότι αφουγκράζεται τις ανησυχίες της, νιώθει τον σπαραγμό της μνήμης της που αφυπνίζεται για να περισώσει όλα όσα πρέπει να διασωθούν από τον αφανισμό. Το ξεχωριστό πολίτικο ιδίωμα που χρησιμοποιεί ο Κοροβίνης κάνει το κείμενο ένα ιδιαίτερο μνημείο αυτής της κελαρυστής γλώσσας και ταυτόχρονα δίνει το ηχόχρωμά της, υποβάλλοντας τον αναγνώστη σε μια γοητευτική αναγνωστική προσέγγιση ενός κειμένου που μπορεί κάλλιστα να σταθεί ως πολιτισμικό αρχείο μιας χαμένης για πάντα εποχής.

 

 

Το βιβλίο του Θωμά Κοροβίνη, με τίτλο “’55”, κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Άγρα.