Τελευταία προειδοποίηση – Παναγιώτης Κεχαγιάς: Κριτική βιβλίου

Τι συμβαίνει άραγε όταν όλα γίνονται και τελικά τίποτα δεν γίνεται; Αιώνιο ερώτημα, εύλογη απορία, εγγεγραμμένη φωνή στα βάθη του υποσυνείδητου. Ο Κεχαγιάς στις πέντε ιστορίες του, και κυρίως στις πιο εκτενείς του, την Έλευση της ευτυχίας και τον εκκεντρικό κύριο Γκλας, παίζει ανοιχτά με το ψυχολογικό δράμα ενός χαμένου υποσυνείδητου στις στοές της μη πραγματικότητας.

Τι συμβαίνει άραγε όταν όλα γίνονται και τελικά τίποτα δεν γίνεται; Αιώνιο ερώτημα, εύλογη απορία, εγγεγραμμένη φωνή στα βάθη του υποσυνείδητου. Ο Κεχαγιάς στις πέντε ιστορίες του, και κυρίως στις πιο εκτενείς του, την Έλευση της ευτυχίας και τον εκκεντρικό κύριο Γκλας, παίζει ανοιχτά με το ψυχολογικό δράμα ενός χαμένου υποσυνείδητου στις στοές της μη πραγματικότητας.

Γιατί εδώ η πραγματικότητα παντρεύεται όμορφα και άγρια με την φαντασία. Που βρίσκεται η αρχή και που το τέλος της κάθε ιστορίας και άραγε ο άνθρωπος/ήρωας βρίσκεται ενώπιον μίας απάντησης ή μιας ατελείωτης ερώτησης; Είναι σαφές πως ο Κεχαγιάς παίζει το παιχνίδι του Τσβάιχ, του Ουναμούνο, του Ναμπόκοφ στην Άμυνα του Λούζιν. Οι ιστορίες του ακροβατούν ανάμεσα στο κέρδος και την απώλεια της ανθρώπινης ύπαρξης και το μυαλό, το συνεχώς αναστατωμένο που βλέπει φαντάσματα, βιώνει αδυναμίες, καθίσταται έρμαιο των γεγονότων αλλά και των στιγμών που ουδέποτε υπήρξαν και αναρωτιέται συνεχώς. Αρθρώνει έναν λόγο ορατό αλλά μαζί και αόρατο γιατί οι λέξεις του είναι πλάσματα που διαμορφώνουν έναν μικρόκοσμο. Ο Κεχαγιάς χτίζει λαβυρινθώδεις καταστάσεις, απροσπέλαστους διαδρόμους, παγιδευμένες στοές μη κατανόησης των πραγμάτων, επινοεί ιδέες που αιωρούνται και αναζητούν πράξη και εφαρμογή, κατασκευάζει με ευφυΐα ένα μαθηματικό άλογο ή έναν αινιγματικό ταύρο – ο ταύρος της πρώτης ιστορίας – που είναι έτοιμος να καταδικάσει σε θάνατο τον εκάστοτε μαστιγωτή του. Κάθε ήρωάς του εξάλλου είναι κλεισμένος σε έναν μικρόκοσμο από τον οποίο ατενίζει άλλοτε με ανησυχία και αγωνία και άλλοτε με πίστη και αφοσίωση την λύση που κανείς δεν ξέρει αν υφίσταται.

Δεν υπάρχουν κανονικές συνθήκες γραφής, δεν μπορούμε σε καμία περίπτωση να μιλήσουμε για συμβατική αφήγηση με την έννοια πως ο Κεχαγιάς εφορμά με αποφασιστικότητα στα πιο βαθιά και μύχια ανθρώπινα όργανα, τα όργανα που πολλές φορές τον γεμίζουν με φόβο, με ευαισθησία, με πανικό, με έκσταση και έκπληξη. Καταγράφει παράξενες συγκυρίες και ίσως πρωτόγνωρες και μεταφυσικές αλλά εμμένει όπως στο δεύτερο διήγημα για παράδειγμα στην προσπάθεια του ανθρώπου να δημιουργήσει ένα πλέγμα ασφάλειας γύρω του μήπως και κατορθώσει να εξηγήσει φαινόμενα ανεξήγητα που τον κρατούν δέσμιο των πιο  κρυφών του αδυναμιών. Κινείται στα όρια της λογικής και του παραλόγου, ένα παράλογο που ντύνεται με μυστηριώδη δρομολόγια στα έγκατα της ανθρώπινης νόησης. Στο διήγημα με τίτλο Κάτι αναλλοίωτο ένα ολόκληρο χωριό με μη ορθολογικό τρόπο ζει την εξάρτηση από έναν χάρτη, τον οποίο αναγάγει σε υπέρτατο εργαλείο επιβίωσής του σε τέτοιο βαθμό που ο χάρτης μοιάζει να ορίζει ζωές, να συγκεντρώνει βλέμματα και να επηρεάζει συμπεριφορές. Τελικά, επειδή τίποτα δεν μπορεί να σώσει ένας χάρτης ούτε και να διαμορφώσει ζωές ο πρωταγωνιστής αναφέρει χαρακτηριστικά: «Οι άνθρωποι στο χωριό συνεχίζουν να έρχονται και να φεύγουν, αλλά ο χάρτης παραμένει ακριβής, αφού δεν χαρτογραφεί τις ζωές των ανθρώπων παρά μόνο τα ίχνη τους – τα σπίτια, τους φράχτες, τις στέρνες, τους δρόμους – καθώς και έναν θάνατο, κάτι που δεν θα αλλάξει όσα χρόνια και αν περάσουν. Με το πέρασμα των χρόνων κάποια σπίτια θα γείρουν, και μετά, σαν γέροι άνθρωποι, θα μπουν μέσα στη γη. Ο χάρτης τότε θα χάσει την αξιοπιστία του, θα συνεχίσει όμως να λέει την αλήθεια για το σημείο εκείνο που κανένας χάρτης δεν μπορεί να αποτυπώσει – εκείνο που βρίσκεται πάνω στο νερό».

Στην Έλευση της ευτυχίας και στον κύριο Γκλας, δυο μακροσκελείς ιστορίες όπου ο Κεχαγιάς δείχνει πρόθεση να αναλύσει περαιτέρω την σκέψη του, να αναμετρηθεί με την ίδια την πρόκληση της αφήγησης και τελικά να χτίσει μεγαλύτερης διάστασης ιστορίες, διακρίνουμε έναν εσωτερικό πόλεμο των ηρώων που παλεύουν με τον ίδιο τους τον εαυτό. Ο Δρ Τσερένκοφ, ο πρωταγωνιστής της πρώτης ιστορίας δεν απέχει πολύ από τον Κ. της Δίκης του Κάφκα. Αποτελεί ένα φάντασμα, ένα ανδρείκελο, ένα πιόνι, μία σκιά του εαυτού του και κάθε στιγμή βιώνει τον κίνδυνο και την ανασφάλεια της ζωής του. Η μνήμη του και τα πλοκάμια της σκέψης του δεν έχουν καμία σταθερότητα και καθώς προχωράει στους διαδρόμους του νοσοκομείου ανακαλύπτει πως είναι έρμαιο των γύρω του και των γεγονότων που λαμβάνουν χώρα. Ακούει φωνές, περιμένει ειδήσεις, ηχογραφεί ανόητα μηνύματα χωρίς ανταπόκριση και τελικά βυθίζεται όλο και περισσότερο στη δίνη των προβληματισμών του. Δηλώνει απερίφραστα με μία δόση απογοήτευσης στα χείλη του: «Μια φωνή υπάρχει μόνο για όσο την ακούμε. Το μόνο που είμαστε ικανοί να κρατάμε στη μνήμη είναι λέξεις, που από μόνες τους δεν είναι πιστές αναπαραστάσεις της πραγματικότητας».

Στον κύριο Γκλας, ένα μείγμα Μέλβιλ και Κόνραντ, όπου η φύση είναι άλλοτε σύμμαχος και άλλοτε εχθρός, όλα είναι πιθανά για τον ήρωα. Αυτή η αβεβαιότητα στην προσπάθεια εύρεσης στηριγμάτων και δεδομένων είναι η πιο εξαντλητική διαδικασία είναι ό,τι πιο επώδυνο. Γιατί όλα εξαρτώνται από τον ίδιο. Αυτός ο αγώνας είναι συνεχής και ο διακαής του πόθος να βγει αλώβητος από το στοίχημα με τον χρόνο, την γνώση και την ιστορία. Αλλά πιο πολύ να γίνει ο ίδιος κοινωνός των δικών του άγνωστων πτυχών, των σημείων του σώματός του για παράδειγμα που θα τον επαναφέρουν και θα του ξυπνήσουν την θέληση για ζωή. Όλα αυτά ενώ «ανακαλύπτει ότι τον ανησυχεί η ιδέα πως κανείς δεν μπορεί να ψηλαφίσει ολόκληρο το ίδιο του το σώμα, και τον ενοχλεί ακόμα περισσότερο πως αυτό δεν του είχε περάσει ποτέ από το μυαλό μέχρι τώρα. Γεγονός που αποδεικνύει πως υπάρχουν ακόμα πράγματα πέρα από τα όρια της γνώσης του που ίσως να είναι αναγκαία για την επιβίωσή του, πράγματα που δεν μπορεί να σκεφτεί από μόνος του πριν χτυπήσει η καταστροφή».

«Η πλάτη του είναι ολόκληρη μια πεδιάδα πόνου που πάνω της φλόγες φουντώνουν ρυθμικά ακολουθώντας τους χτύπους της καρδιάς» – Από το διήγημα ο κύριος Γκλας

«Ήταν ξεκάθαρο σε όλους, ακόμη και στους νέους, που δεν φημίζονται για την αντίληψη του εφήμερου της ζωής, πως η πόλη ήταν κάτι προσωρινό, και οι κάτοικοι της μόνο σκιές, ενώ το φρούριο αντίκρυ στη θάλασσα ήταν ένα πέτρινο αντίγραφό της, στις ακμές και τις γωνίες του οποίου πολλαπλασιάζονταν τα κύματα και το φονικό της βάθος, ολόκληρο το παρελθόν και ολόκληρο το μέλλον της» – Από το διήγημα Τελευταία προειδοποίηση

Το βιβλίο του Παναγιώτη Κεχαγιά, Τελευταία προειδοποίηση, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Αντίποδες.

x
Το CultureNow.gr χρησιμοποιεί cookies για την καλύτερη πλοήγηση στο site. Συμφωνώ