“Γάλα μαγνησίας”: Η οδυνηρή πορεία της ενηλικίωσης

Η Τέσυ Μπάιλα γράφει κριτική για το βιβλίο του Κώστα Ακρίβου “Γάλα μαγνησίας” που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.

Η αναζήτηση της ταυτότητας μιας παρέας εφήβων στη δεκαετία του ’70, οι οποίοι μεγαλώνουν και προσπαθούν να ανδρωθούν στο πνιγηρό περιβάλλον ενός εκκλησιαστικού οικοτροφείου του Βόλου, με δεδομένες τις κοινωνικές, θρησκευτικές και εθνικές νοοτροπίες της εποχής, που καθορίζουν το κοινωνικό γίγνεσθαι και ενίοτε περιχαρακώνουν τα όνειρα, είναι το πλαίσιο στο οποίο κινείται το νέο βιβλίο του Κώστα Ακρίβου.

Σε ένα δεύτερο επίπεδο αυτό που αναφαίνεται στην εξελικτική πορεία της ανάγνωσης είναι ο δρόμος προς την ενηλικίωση και την αυτογνωσία, τόσο των συγκεκριμένων εφήβων όσο και ολόκληρης της μεταπολεμικής Ελλάδας. Ένας δρόμος οδυνηρός. Οι έφηβοι του βιβλίου αναζητούν την αυγή της ζωής, το ξάφνιασμα των πρώτων συγκινήσεων, την ηδύτητα της πρώτης φοράς. Εξυφαίνουν τις διαπροσωπικές τους σχέσεις με τη δύναμη της εφηβικής τους ορμής. Αγωνιούν να γευτούν τον έρωτα και να διακρίνουν τη σεξουαλική τους ταυτότητα. Όλα αυτά σε μια χώρα που βιώνει μια διαρκή μεταβολή και αγωνίζεται απεγνωσμένα να ξεφύγει από τη δικτατορία που σηματοδότησε την κοινωνία της.

Ο Ακρίβος κοιτάζει στο βάθος της ψυχής των ηρώων του, για να ανακαλύψει τη χαμένη αθωότητα μιας κοινωνίας, εστιάζοντας στον χωροχρόνο και στις αλλαγές που τον καθόρισαν. Από τη δικτατορία, στο Πολυτεχνείο και τη μεταπολίτευση και από τις αλάνες που τα αγόρια εντρυφούν στο ποδόσφαιρο και τους πρώτους έρωτες στο πρώτο τσιγάρο και στους Ρόλινγκ Στόουνς. Κάθε τους πράξη, κάθε απόφαση που παίρνουν αποσκοπούν στη διαρκή αναζήτηση ενός αβέβαιου μέλλοντος, πέρα από τη θρησκευτική προσήλωση του οικοτροφείου.

Ο συγγραφέας παρουσιάζει τη ζωή στην επαρχιακή πόλη, τις πολιτικές ανησυχίες, την αντιμετώπιση της διαφορετικότητας, τον καταπιεστικό ρόλο της εκκλησίας και μαζί τον εκφοβισμό. Ο σωματικός και ψυχολογικός εκφοβισμός του Βαγγελάκη—τυχαία είναι άραγε η επιλογή του ονόματος αυτού που συνειρμικά φέρνει στον νου σύγχρονα, βίαια περιστατικά;- που θα οδηγήσει στο αναπότρεπτο τέλος μιας ολόκληρης εποχής για όλους και θα στιγματίσει τη ζωή τους. Και η μοιραία και τραγική αποσιώπησή ακόμα και όταν καταγγέλλεται στον αυστηρό διάκο του οικοτροφείου ενώπιον των συμβόλων που παραπέμπουν στις δομικές αξίες εκείνης της κοινωνίας. Την ελληνική σημαία, τη βυζαντινή και την εικόνα στον τοίχο με τον Χριστό να ευλογεί μια κοινωνία ακροβατούσα στο ορφικό μεταίχμιο της παρακμής. Μια κοινωνία που εθελοτυφλεί μπροστά στον ζόφο της πραγματικότητας κρύβοντας καλά όλα όσα δεν ταιριάζουν στην καθεστηκυία τάξη.

Ο θάνατος θα γίνει καθοριστικός για την εξέλιξη όλων, καθώς ένα δυστύχημα θα γίνει η αφορμή να επανακαθοριστούν οι ανθρώπινες σχέσεις, σαράντα ολόκληρα χρόνια μετά. Οι θαμμένες ανήλικες μνήμες θα έρθουν στην επιφάνεια ξανά και θα οδηγήσουν σε νέες πράξεις απέλπιδες, που θα καθορίσουν την τελική αναμέτρηση με τη συνείδηση και θα σημάνουν ταυτόχρονα το συγκλονιστικό τέλος του βιβλίου.

Η εφηβική γλωσσική αγωγή που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας στην πρωτοπρόσωπη αφήγηση του κάνει το κείμενο να ρέει απρόσκοπτα και να εσωκλείει, με ευρηματικότητα, τις βιωματικές εμπειρίες της γενιάς του ’70, ο αντίλαλος των οποίων εντοπίζεται στις αναγνωστικές μνήμες που αναβιώνει. Παράλληλα ο συγγραφέας δεν είναι διατεθειμένος να ξοδευτεί σε άκρατους συναισθηματισμούς. Με τη λιτότητα που υπαγορεύει η προφορικότητα οδηγεί, με τον καλύτερο τρόπο, τον αναγνώστη σε μια αναμέτρηση με τα περιγραφόμενα γεγονότα. Το μυθοπλαστικό στοιχείο που δεσπόζει δεν είναι άλλο από την προσωπική υπαιτιότητα και όλα όσα μπορεί να επιφέρει. Οι ήρωες αντιμέτωποι με το χτες δεν μπορούν να μη δουν μπροστά τους να διαγράφεται ένα μέλλον ζοφώδες ακόμα και όταν τα χρόνια περάσουν. Άλλωστε όλες τους οι αποφάσεις στη ζωή κινήθηκαν γύρω από αυτό το χτες και τις ενοχές τους.

«Δεν μπορούσε να ξεχάσει. Το μυαλό του όλα αυτά τα χρόνια ήταν καρφωμένο εκεί. Τις νύχτες έβλεπε εφιάλτες και τη μέρα είχε συνέχεια τη σκηνή μπρος στα μάτια του. Άκουγε φωνές. Γύριζε την πλάτη του και πίσω του νόμιζε ότι φωνάζουν “Βοήθεια!” Στη μνήμη του δεν είχε ξεθωριάσει ούτε το πρόσωπο ούτε οι κινήσεις του. Τόσα χρόνια δεν είχαν σταθεί ικανά να νικήσουν μία και μόνο μέρα. Τη Δευτέρα 9 Ιουνίου 1975», γράφει χαρακτηριστικά.

Ένα βιβλίο για την αθωότητα, τον ρόλο της στην ενηλικίωση, την αυτογνωσία και τον εσώτερο ρόλο της συνείδησης στην πορεία αυτή.


Διαβάστε επίσης:

Γάλα μαγνησίας – Κώστας Ακρίβος

x
Το CultureNow.gr χρησιμοποιεί cookies για την καλύτερη πλοήγηση στο site. Συμφωνώ