Βιβλίο: Άγρια Δύση – Μιχάλης Μοδινός

Τι και αν η λογοτεχνία του σήμερα και κυρίως η ελληνική με τις παθογένειες της μικρότητας και της εσωστρέφειας που την ταλανίζουν τις περισσότερες φορές βρίσκεται κάπου χαμένη να αναζητά ταυτότητα και δρόμο για να πορευτεί σε ένα μέλλον αβέβαιο και αόριστο;

Τι και αν η λογοτεχνία του σήμερα και κυρίως η ελληνική με τις παθογένειες της μικρότητας και της εσωστρέφειας που την ταλανίζουν τις περισσότερες φορές βρίσκεται κάπου χαμένη να αναζητά ταυτότητα και δρόμο για να πορευτεί σε ένα μέλλον αβέβαιο και αόριστο;

 

Από τον Γιάννη Αντωνιάδη

 

Είναι φορές, λίγες δεν λέω, που έρχεται ένα φως να μας σημάνει ελπίδα, να φωτίσει το μονοπάτι του συγγραφικού μέλλοντος και να πνεύσει αέρας λογοτεχνικής αισιοδοξίας δηλώνοντάς μας πως δεν χάθηκε ο οίστρος και η έμπνευση και πως αντέχουν στις επάλξεις της πλήρους αποδόμησης. Είμαι ευτυχής που μπορώ και εκφράζομαι με αυτόν τον τρόπο για ένα βιβλίο που έχει λόγο ύπαρξης γιατί δεν λάμπει δια του εξωφύλλου του αλλά δια του περιεχομένου του. Μετά την «Σχεδία», την οποία και σας παρουσίασα πέρσι από αυτό εδώ το μετερίζι και η οποία διεκδικεί το Ευρωπαϊκό Λογοτεχνικό Βραβείο, ο Μιχάλης Μοδινός επανέρχεται στο προσκήνιο – γιατί έχει λόγο και όχι γιατί απλά «πρέπει» όπως συνηθίζεται στις μέρες μας – με ένα βιβλίο που παρασέρνει στο διάβα του όλο το δεύτερο μισό του αιώνα που μας πέρασε.

 

Χωρίς επιτηδευμένο ύφος και δίχως την φιλοδοξία ή την επιθυμία να παραστήσει κάποιον άλλο από αυτόν που είναι, ο συγγραφέας μας περιγράφει μία ιστορία συγκινητική, διδακτική, αυτοαναφορική, μεθυστική και αφηγηματικά δραστήρια σε έναν κύκλο γεγονότων που διατρέχουν πάνω από τέσσερις δεκαετίες τον κόσμο μας και που παράλληλα μαρτυρά την εμπειρία του γράφοντος και τα βιώματά του. Παράμετρος βασική για έναν συγγραφέα είναι να έχει διαβάσει πριν γράψει και ο Μιχάλης Μοδινός μέσα από τις σελίδες του μας χαρίζει πλείστες λογοτεχνικές αναφορές, στις οποίες μας καλεί να ανατρέξουμε. Μας μεταφέρει στην Άγρια Δύση, κάπου στα ενδότερα της αμερικανικής ηπείρου όπου η Τερέζα, Αμερικάνα ελληνικής καταγωγής συνδιαλέγεται με έναν Έλληνα, τον καλό της Έλληνα στην Μήλο για να του αφηγηθεί ούτε λίγο ούτε πολύ την δική της προσωπική ιστορία και μέσα από αυτή περνάει σαν κινηματογραφική ταινία η ιστορία της Αμερικής από το 1960 μέχρι και σήμερα. Παράλληλα, ο χρόνος τρέχει και στο ελληνικό γίγνεσθαι και δη στην Μήλο όπου έρχεται σε επαφή το καλοκαίρι της μεταπολίτευσης με αυτόν τον Έλληνα, ο οποίος θα παραμονεύει στον χωροχρόνο της για πολλά χρόνια. Η σχέση τους δοκιμάζεται στα χρόνια που περνούν, εκείνη ζει στην δική της σφαίρα, ερωτεύεται και απογοητεύεται, μετακινείται, νοσταλγεί. Εκείνος πάλι μετά από χρόνια όταν θα ξαναβρεθούν και θα αφουγκραστεί ο ένας τον μύθο του άλλου της αφηγείται τις λογοτεχνικές του απόπειρες και εκείνη του εμφυσεί με μία δική της μοναδική αύρα τον δρόμο που εκείνος πρέπει να χαράξει για να εδραιωθεί στο καλλιτεχνικό μέτωπο.

 

Είναι μία σχέση στοργής και πάθους που εκτυλίσσεται σε ένα διαρκές αδιόρατο στερέωμα ποτισμένο με δόσεις ιστορίας, γεωγραφίας και ανθρώπινης τρυφερότητας που οι διαφορετικοί τόποι και πολιτισμοί που ο καθένας τους γνωρίζει και βιώνει φροντίζουν να τους σμιλέψουν και να τους φέρουν ακόμα πιο κοντά. Η απόσταση είναι ένα εμπόδιο μόνο για εκείνους που δεν μπορούν να την διαχειριστούν, τα κύματα του χρόνου δρουν για αυτούς με όρους συμφέροντες και το πρόσημο από την επανασύνδεσή τους μόνο θετικό αποβαίνει καθώς τα περάσματά τους από πολυπολιτισμικές και ανθρώπινες συντεταγμένες ενώνει τις ψυχές τους, προσδίδει στην επικοινωνία τους μία άλλη διάσταση που ξεπερνά τα αμιγώς αυστηρά ανθρώπινα όρια. Η Τερέζα παίρνει την μορφή της αέναης μούσας στο μυαλό του εκκολαπτόμενου συγγραφέα που σαν μικρός θεός μπροστά στην δική του Αθηνά Παλλάδα ακούει τις συμβουλές της και βαδίζει στον σφυγμό και τον παλμό της ιδιοσυγκρασίας της. Αποκτά η αγάπη που τρέφει ο ένας για τον άλλον σφρίγος, αμεσότητα και αφοσίωση καθορίζοντας το μέλλον τους υπό κοινό ήλιο σαν δύο αστέρια που ο ουρανός τα έταξε να αντλούν κοινή ενέργεια.

 

Η Τερέζα αναπολεί τις οικογενειακές της στιγμές μέσα από τον Συνταγματάρχη πατέρα της και την Μάρθα, την μητέρα της, δύο πρόσωπα εντελώς αλλοπρόσαλλα και που μόνο η κοινή τους μοίρα φρόντισε να συναπαντήσει ο ένας τον άλλον ίσως γιατί έτσι έπρεπε να γίνει. Εκείνη από μικρή διαβάζει, μαθαίνει, βιώνει μεγάλα ιστορικά γεγονότα όπως την εισβολή των Αμερικανών στο Βιετνάμ ή την δολοφονία του Τζον Κέννεντυ, ταξιδεύει στο Μεξικό και έρχεται σε επαφή με άγνωστες φυλές και λαούς και όλα αυτά γιατί πρόκειται για μία προσωπικότητα με ανησυχίες που αναζητά κάτι πέρα από αυτό που της προσφέρεται, επιθυμεί και κατακτά την ανεξαρτησία της όταν αποφασίζει να θέσει στον ίδιο της τον εαυτό ερωτήματα για την ζωή της. Εκφράζεται πολιτικά, μιλάει ανοιχτά με την συνείδησή της όταν προσβάλλεται το εγώ της και ο κοινωνικός της ιστός. Ο άγνωστος συγγραφέας που ουσιαστικά παρακολουθεί την πορεία της και μας την ξεδιπλώνει μέσα από τις λέξεις και τις εικόνες του αναφέρεται σε αυτήν με έναν θαυμασμό για την γυναίκα είδωλο που εξουσιάζει το ανδρικό φύλο και σαγηνεύει με την λάμψη της, μία λάμψη που πηγάζει από την εμπειρία της, την ομορφιά της αλήθειας που εκπέμπει. Αυτήν την λάμψη, θα αναζητήσει και χρόνια αργότερα όταν οι συγκυρίες θα τους επαναφέρουν σαν σε σκηνικό θεάτρου να μοιράζονται το ίδιο πάλκο και να προβάλλουν στον τοίχο τους, στον κοινό τους πλέον τοίχο τα λάθη του παρελθόντος και την προσμονή του μέλλοντος. Το κλάμα και η χαρά της συνεύρεσής τους είναι όπως λέει και ο συγγραφέας «για την χαρά των πραγμάτων, όχι από τον πόνο των αναμνήσεων».

 

Σε μία εποχή που ονόματα όπως ο Θερβάντες και ο Ντοστογιέφσκι, δύσκολα ξαναγεννιούνται αποτελεί ελάχιστη αμοιβή προς τον αναγνώστη που θέλει να γαλουχηθεί λογοτεχνικά, ο συγγραφέας να παίρνει την σκυτάλη γνωρίζοντας και έχοντας στον νου του πως οφείλει να ανοίξει ένα παράθυρο προς το μέλλον χωρίς όμως να κλείνει την πόρτα του παρελθόντος. Ο Μοδινός λοιπόν μας κλείνει το μάτι χωρίς πονηριά αλλά με την θέληση να μας ξεναγήσει σε δρόμους και σοκάκια που πολλοί από εμάς δεν κατέχουμε και δεν έχουμε ξαναπερπατήσει. Ο λόγος του γίνεται περσικό χαλί για να βρεθούμε σε άλλες κοινότητες, μακρινές από εμάς και να τις σεργιανίσουμε νοερά μιας και αυτή η δυνατότητα μας προσφέρεται δωρεάν και χωρίς κόπο, αρκεί εμείς βέβαια να αρπάξουμε την ευκαιρία αυτή. Όπως έλεγε και ο Σολ Μπέλοου: «Αδράξτε την μέρα»!

 

«Οι άνθρωποι δεν είναι προγραμματισμένοι για την ευτυχία – αλλά αυτό είναι κάτι που κατάλαβα πολύ αργότερα. Η ευτυχία δεν είναι μέρος του γενετικού μας εξοπλισμού. Η εξέλιξη έχει επιλέξει άλλες στρατηγικές επιβίωσης, στην πραγματικότητα στρατηγικές κυριαρχίας».

 

Το βιβλίο του Μιχάλη Μοδινού με τίτλο “Άγρια Δύση” κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Καστανιώτη.

x
Το CultureNow.gr χρησιμοποιεί cookies για την καλύτερη πλοήγηση στο site. Συμφωνώ