Σοφία Καραγιάννη: Το έργο «Νεκρές Ψυχές» του Γκόγκολ – ένα οδοιπορικό στην ανθρώπινη απληστία και την πνευματική απονέκρωση

Με αφορμή την επιστροφή της παράστασης «Νεκρές Ψυχές» στο Θέατρο Θησείον, το CultureNow μίλησε με τη σκηνοθέτιδα Σοφία Καραγιάννη, που ζωντανεύει το εμβληματικό έργο του Νικολάι Γκόγκολ με μαύρο χιούμορ, καυστική σάτιρα και διάθεση αντίστασης ενάντια στην κοινωνική απάθεια.

Οι «Νεκρές Ψυχές» από την ομάδα GAFF, μία από τις πιο πολυσυζητημένες και επιτυχημένες παραστάσεις της περασμένης θεατρικής σεζόν, επέστρεψαν στο Θέατρο Θησείον.

Η γκογκολική ιστορία, σε δραματουργική απόδοση και σκηνοθεσία της Σοφίας Καραγιάννη, ζωντανεύει ξανά επί σκηνής, προσφέροντάς μας άφθονο μαύρο χιούμορ και μια σατιρική ματιά πάνω στην ανθρώπινη ματαιοδοξία και τη διαφθορά.

Το CultureNow μίλησε με τη Σοφία Καραγιάννη, με αφορμή την επιστροφή των «Νεκρών Ψυχών» στο Θησείο.

Διαπραγματευτείτε την… τιμή τους κάθε Σάββατο (18:15) και Κυριακή (21:00).

***

-Γιατί επιλέξατε να δουλέψετε ένα κείμενο του Νικολάι Γκόγκολ; Και γιατί προτιμήσατε να διασκευάσετε το μυθιστόρημα «Νεκρές Ψυχές» αντί να σκηνοθετήσετε ένα από τα θεατρικά του έργα;

Ο Γκόγκολ πάντα με γοήτευε, όχι μόνο για την ιδιοφυή παρατήρηση του ανθρώπινου είδους και το λεπτό του χιούμορ, αλλά γιατί πίσω από την κωμικοτραγική του γραφή υπάρχει ένα αμείλικτο πολιτικό βλέμμα. Οι Νεκρές Ψυχές, αν και μυθιστόρημα, είναι κατά τη γνώμη μου το πιο θεατρικό του έργο. Μια διαρκής μεταμφίεση, μια πομπή ακραίων χαρακτήρων, ένα οδοιπορικό στην ανθρώπινη απληστία και την πνευματική απονέκρωση. Γνωρίζαμε από την πρώτη πρόβα πως έπρεπε να βρούμε την σκηνική γλώσσα στο παράλογο ταξίδι του Τσίτσικωφ, αναμετρηθήκαμε με το χάος και την ειρωνεία του, σαν να ανοίξαμε μια αποθήκη με φαντάσματα.

-Πείτε μας λίγα λόγια για τη διασκευή σας: τι θέλατε να αναδείξετε, τι να αποφύγετε, και μερικές από τις μεγαλύτερες προκλήσεις που αντιμετωπίσατε – δεδομένου και του ανολοκλήρωτου χαρακτήρα του έργου.

Η πρόκληση ήταν ακριβώς αυτή, το έργο είναι μια τεράστια τοιχογραφία χωρίς καθαρό τέλος. Δεν προσφέρει κάθαρση και αυτό είναι δύναμη αλλά και παγίδα. Προσπαθήσαμε να κρατήσουμε τον ειρμό του ταξιδιού του Τσιτσίκωφ παράλληλα με μια εσωτερική διαδρομή. Ήθελα να φωτίσω την ακινησία μέσα από την κίνηση, την επανάληψη των προσώπων με ελαφρώς γκροτέσκα προσωπεία, σαν μια κοινωνία που αναπαράγει τα ίδια κενά πρότυπα. Φυσικά δεν υπήρχε λόγος να καταφύγουμε στη ρεαλιστική ή την ιστορική αναπαράσταση, αυτός ο κόσμος είναι παντού και πάντα.

-Μάλιστα, στο σύνολό τους οι χαρακτήρες που περιδιαβαίνουν από μπροστά μας σε αυτό το ιδιότυπο road trip του Τσιτσίκωφ είναι αρνητικοί – γιατί πιστεύετε πως λείπει το αντιπρόταγμα; Ένας θετικός χαρακτήρας;

Γιατί αυτό ακριβώς είναι το σχόλιο του Γκόγκολ. Σε μια κοινωνία αποσύνθεσης, δεν υπάρχει αντιπρόταγμα ή μάλλον η απουσία του, είναι η πιο δυνατή κραυγή. Δεν υπάρχουν θετικοί χαρακτήρες γιατί έτσι το κενό τους ηχεί περισσότερο. Αν και προσωπικά θεωρώ πως η θετικότητα δεν έρχεται από έναν χαρακτήρα, αλλά από το νόημα που δίνει ο θεατής, αν φεύγοντας νιώσει την ανάγκη να αναζητήσει το φως, τότε έχουμε κάνει ένα βήμα. Ο ρόλος του θεάτρου δεν είναι να δείχνει λύσεις αλλά να ξύνει πληγές.

-Αν και στο σκηνοθετικό σας σημείωμα χαρακτηρίζετε το κείμενο του Γκόγκολ «αφοπλιστικά επίκαιρο», υπήρχε κάποιο συγκεκριμένο σημείο που θελήσατε να τονίσετε σε σχέση με τα όσα απασχολούν σήμερα την ελληνική κοινωνία;

Με απασχόλησε πολύ η σχέση μας με τη διαφθορά, όχι μόνο τη θεσμική, αλλά και την υπαρξιακή. Αυτό που ανέδειξε η παράσταση είναι η κούφια αναζήτηση ταυτότητας μέσω του χρήματος, της κατοχής, της επίφασης ζωής. Ο Τσιτσίκωφ δεν αγοράζει απλώς νεκρές ψυχές, αναζητά αναγνώριση, μια θέση, μια ψευδαίσθηση νοήματος και αυτό, μέσα από σχήματα παράλογα και ύποπτα, γίνεται εντελώς σημερινό.

-Αντιμετωπίζετε τον πρωταγωνιστή του έργου ως θύμα, ή θύτη; Άλλωστε δε φαίνεται να παραβαίνει τους νόμους της ρωσικής αυτοκρατορίας…

Ο Τσιτσίκωφ είναι και τα δύο και αυτή είναι η γοητεία του. Δεν είναι ούτε ήρωας, ούτε αντιήρωας, είναι ένας μηχανισμός. Ενσαρκώνει το «σύστημα», αλλά και το πώς το σύστημα ενσωματώνεται στο άτομο. Δεν παραβαίνει τον νόμο αλλά τον εκμεταλλεύεται, τον τεντώνει, τον στρεβλώνει με μαεστρία. Είναι ένα είδος χαμαιλέοντα και με ενδιέφερε να τον αναδείξω όχι σαν καρικατούρα, αλλά σαν καθρέφτη. Όχι για να τον συμπαθήσουμε, αλλά για να αναγνωρίσουμε ίσως ένα κομμάτι του εαυτού μας.

-Ο τίτλος έχει μια διπλή ανάγνωση: αναφέρεται φυσικά στους νεκρούς δουλοπάροικους που ο Τσίτσικωφ επιχειρεί να αγοράσει, αλλά και στους ίδιους τους χαρακτήρες του έργου – τους έχοντες «παλμό». Με ποιον τρόπο αναδείξατε αυτή την διάσταση σε αυτό το ανέβασμα;

Επέλεξα να δουλέψω με ένα σκηνικό τοπίο, μικρά ξύλινα τροχήλατα πατάρια που έφτιαξε για την παράσταση η Γεωργία Μπούρδα, και έτσι δημιουργήθηκε ένας ενδιάμεσος κόσμος, όπου οι μορφές ξεπηδούν σαν σκιές ή απομεινάρια. Ένας κόσμος φαινομενικά ζωντανός, αλλά εσωτερικά άδειος. Η ίδια η γλώσσα της παράστασης, ο ρυθμός, η επαναλαμβανόμενη κίνηση του σώματος, το βλέμμα, οι παύσεις, υπαινίσσεται αυτή την απονεύρωση. Θέλησα να γίνει αισθητή η παρουσία αυτών των «νεκρών ψυχών» όχι σαν φαντάσματα του παρελθόντος, αλλά σαν καταστάσεις του παρόντος.

-Εμείς, πώς θα αντισταθούμε στο να γίνουμε «νεκρές ψυχές»;

Με το να κρατήσουμε το βλέμμα μας ξύπνιο, με το να ακούμε, να στοχαζόμαστε, να θυμώνουμε. Το θέατρο είναι ένας τρόπος αντίστασης, δεν είναι καταφύγιο, είναι παρατηρητήριο. Η τέχνη μάς καλεί να επανασυνδεθούμε με τη συνείδησή μας, με τη συλλογικότητα, με το ερώτημα «ποιοι είμαστε και τι επιλέγουμε να είμαστε». Αν η παράσταση αυτή λειτουργεί ως υπενθύμιση, τότε ίσως προσφέρουμε ένα μικρό όπλο στην αντίσταση απέναντι στην απάθεια.

Διαβάστε επίσης:

Νεκρές Ψυχές, του Νικολάι Γκόγκολ από την ομάδα GAFF για 2η χρονιά στο θέατρο Θησείον

x
Το CultureNow.gr χρησιμοποιεί cookies για την καλύτερη πλοήγηση στο site. Συμφωνώ