Ο Γλάρος – Κώστας Φιλίππογλου: Κριτική θεάτρου

Η Ερριέττα Μπελέκου γράφει κριτική για την παράσταση του έργου “Ο Γλάρος”, του Αντόν Τσέχωφ, την οποία παρακολούθησε στο Θησείον, ένα θέατρο για τις τέχνες, σε σκηνοθεσία Κώστα Φιλίππογλου.

«Να βλέπεις τη ζωή όχι μόνο μέσα από τις κορυφές και τις αβύσσους της, αλλά και μέσα από την τριγύρω σου καθημερινότητα.» Αντόν Πάβλοβιτς Τσέχωφ

Ο φορτωμένος «πέντε καντάρια έρωτα»[1], Γλάρος του Τσέχωφ, που αποδοκιμάστηκε στις 1896 στο Θέατρο Αλεξαντρίνσκι της Αγίας Πετρούπολης και αποθεώθηκε το 1898, από το Θέατρο Τέχνης της Μόσχας, σε σκηνοθεσία Κ. Στανισλάφσκι, είναι η τραγωδία της καθημερινής ζωής κοινών και ασήμαντων ανθρώπων, που ζουν μέσα σε ένα περιβάλλον διαρκούς φθοράς και παραλογισμού. Οι δυσλειτουργικοί και νευρωτικοί χαρακτήρες του βρίσκονται παγιδευμένοι σε μία δίνη από ανεκπλήρωτες επιθυμίες, ελπίδες και καταναγκασμούς, και πασχίζουν για αγάπη, καλλιτεχνική επιτυχία, αποδοχή και ικανοποίηση.

Οι ίδιοι οι ήρωες του Γλάρου, που μελαγχολούν αλλά και αυτοσαρκάζονται, που προσπαθούν να επικοινωνήσουν αλλά δεν τα καταφέρνουν, που θέλουν να ξεφύγουν αλλά δεν μπορούν, παρά τη φαινομενική τους αδράνεια, γεννούν τη δράση.

Κίνηση και σύμβολα

Το πιο ετερογενές έργο του “ανατόμου της ανθρώπινης ψυχής και των υπαρξιακών αδιεξόδων της”, επέλεξε ο Κώστας Φιλίππογλου να ανεβάσει τη νέα θεατρική σεζόν, στο Θέατρο Θησείον, μετά την εξαιρετική Τίρζα, τον υπαρξιακό Μένγκελε –που συνεχίζεται για δεύτερη χρονιά στο Faust– και τον πολυσυζητημένο Φιλοκτήτη.

Ο σκηνοθέτης, που γοητεύεται ιδιαίτερα από το δισυπόστατο της ανθρώπινης ύπαρξης, διαμορφώνει τα τελευταία χρόνια μία δική του θεατρική αισθητική, πάνω στο σωματικό – δημιουργικό θέατρο. Υφαίνει ένα πλέγμα από εικόνες, κινήσεις, αισθήματα και σύμβολα, που προτείνουν πάντα μια παραγωγική ανάγνωση. Το ίδιο επιχειρεί να κάνει και στον Γλάρο.

Τους έξι βασικούς χαρακτήρες του έργου (Αρκάντινα, Τριγκόριν, Σόριν, Νίνα, Μασα, Κόστια) που προσπαθούν να πιάσουν το –ερωτικό, συναισθηματικό, επαγγελματικό- πάντα άπιαστό- τους όνειρο, υποδύονται έξι ηθοποιοί. Οι υπόλοιποι τέσσερις χαρακτήρες (Πωλίνα, Ντορν, Σαμράγιεφ, Μεντβεντένκο) παίζονται από αδειανά κουστούμια/ ανδρείκελα –απόηχος από το Κουστούμι του Πήτερ Μπρούκ-, τα οποία χειρίζονται με άψογο συντονισμό οι ίδιοι οι ηθοποιοί, δίνοντας τους λόγο και “ζωή”.

Η μετάφραση της Χαράς Σύρου, δημιουργεί τον ιδανικό λόγο- όχημα για την συγκεκριμένη σκηνοθετική οπτική. Ενώ ξεφεύγει από τα όρια του ρεαλισμού, διατηρεί ζωντανό το γλυκόπικρο χιούμορ και τη σημασιολογική αξία του τσεχοφικού λόγου.

Η λιτή, αλλά ευρηματική και επιδέξια, σκηνογραφία του Κέννυ ΜακΛελαν: στρογγυλό τραπέζι πολλαπλών σκηνικών λειτουργιών, καρέκλες με ρόδες, ξύλινες σκάλες, αποτελεί ταυτόχρονα πηγή έμπνευσης και εμπόδιο και στεγάζει το ανθρώπινο παραλήρημα. Στα θετικά της παράστασης εγγράφονται και ενδυματολογικές επιλογές του ιδίου, που ισορροπούν ανάμεσα στο τώρα και στο άλλοτε. Τα κουστούμια και τα παπούτσια παρά την ίδια χρωματική υφολογία, με μικρές λεπτομέρειες αποκτούν άλλες σημάνσεις.

Η αέναη κίνηση των σωμάτων στο χώρο, που ψάχνουν για κάποια σύνδεση που ποτέ δεν υλοποιείται, (Φρόσω Κορρού) και οι φωτιστικές παρεμβάσεις (Νίκος Βλασόπουλος) υποκαθιστούν την ρεαλιστική αναπαράσταση και υποστηρίζουν το σκηνοθετικό όραμα. Τα γνώριμα τεχνολογικά μέσα – μικρόφωνο, κάμερα- σαν μεγεθυντικός φακός, εισβάλλουν στη σκηνή με στόχο να αλλάξουν τον τρόπο θέασης του συγκεκριμένου κλασικού έργου και να κατευθύνουν τη προσοχή του κοινού. Το βίντεο της Άννας Μπουρμά, “ντύνει” έντεχνα τα μη λεχθέντα, προεκτείνει τις εσωτερικές δραματικές εντάσεις των ηρώων, μπαίνει στα μονοπάτια του υποσυνείδητου και βρίσκεται σε αντιστοιχία με όλο το σκηνοθετικό εγχείρημα.

Η μουσική των Lost Bodies –για μία ακόμη φορά αναπόσπαστο κομμάτι της παράστασης- ενσωματώνεται όμορφα στην αφήγηση, δίνει συναισθηματικές αποχρώσεις στις παύσεις και ωθεί τα σώματα.

Ερμηνείες

Αξιέπαινες οι υποκριτικές επιδόσεις όλων των ηθοποιών που: ερμηνεύουν ρόλους, εικονοποιούν μέσω της κινησιολογίας τους τις ψυχικές αμφιταλαντεύσεις και τις απέλπιδες προσδοκίες των ηρώων, χάνουν την ανθρώπινη τους διάσταση, ακροβατούν ανάμεσα στη πραγματικότητα και τη ψευδαίσθηση. Δεν υπάρχουν πρώτοι και δεύτεροι ρόλοι, το “εμείς” θριαμβεύει.

Η Ναταλία Τσαλίκη στήνει μία εγωκεντρική, ματαιόδοξη και αφοπλιστική Αρκάντινα, με ταμπεραμέντο και τις αρμόζουσες ψυχικές μεταπτώσεις. Αυτό που χρειάζεται είναι να καταφέρει να “ξεκλειδώσει” και το σώμα της.

Ο Γιάννης Στεφόπουλος, με τις απαραίτητες κωμικοτραγικές εξάρσεις, ανταποκρίνεται με άνεση στο ρόλο του άβουλου γερο Σόριν. Φωνητικά, μεταμορφώνεται σε επιτακτικό Σαμράγιεφ και προκαλεί τον εαυτό του σωματικά και δημιουργικά.

Η εύθραυστη εμφάνιση της Σοφίας Γεωργοβασίλη αποδίδει την αγνότητα και την παιδική αθωότητα της ρομαντικής Νίνας, προβάλλει τη θηλυκότητά της, αλλά δεν καταφέρνει να διερευνήσει όλες τις ρωγμές της ηρωϊδας, που στην τελευταία πράξη είναι διαλυμένη από την προσωπική και καλλιτεχνική αποτυχία της.

Ο Γιάννης Καραούλης ενσαρκώνει τον φιλόδοξο και απελπισμένο Κόστια, με πάθος και νεανικό ενθουσιασμό. Ξεχώρισα τη σκηνή που σκίζει τα γραπτά του, τα οποία συμβολίζουν τα λουλούδια, τον γλάρο, τα θραύσματα της ανθρώπινης ψυχής…

Η Ίριδα Μάρα -που μας εξέπληξε με τις υποκριτικές της δυνατότητες στην Τίρζα– στήνει μία έντονη και προκλητική σκηνική παρουσία, που σνιφάρει και πίνει, με αισθησιασμό και κινησιακή επιδεξιότητα. Το ίδιο άρτια είναι και η υποκριτική της δουλειά στο ρόλο της αφηγήτριας.

Ο Αλέξανδρος Λογοθέτης, με κάθε έκφραση, μορφασμό, χειρονομία αποδίδει τις ανασφάλειες και εμμονές του Τριγκόριν, στήνει μία φιγούρα ακαταμάχητα γοητευτική, αλλά και όσο γελοία χρειάζεται, εναρμονίζοντας το κωμικό με το δραματικό. Με τις απαραίτητες εναλλαγές στη φωνή δίνει λόγο στο alter ego του συγγραφέα, τον ορθολογιστή και κυνικό Ντόρν.

Γόνιμες προτάσεις

Σε ένα περιβάλλον σύγχρονο και άχρονο ταυτόχρονα, ένα θεατρικό γκρουπ νέων αλλά και καταξιωμένων ηθοποιών, δρα με συλλογική φαντασία και το αποτέλεσμα είναι σίγουρα αξιόλογο και ενδιαφέρον.

Ο Κ. Φιλίππογλου προτείνει ένα νέο τρόπο προσέγγισης του κλασικού κειμένου, έξω από το τετριμμένο ρεαλιστικό παίξιμο. Το εμπλουτίζει με πολυμέσα, κίνηση και σύμβολα, αναδεικνύοντας παράλληλα την μουσικότητα και την κρυφή του ποίηση. Η σκηνική του ανάγνωση μοντάρει στιγμές και συνθέτει νέες εικόνες, δίνοντας στον θεατή τη δυνατότητα να διαπιστώσει τη μανία και την μηδαμινότητα της σύγχρονης ζωής, μέσα από τους διπολικούς χαρακτήρες του Γλάρου.

Όπως πάντα, από την προσεγμένη δουλειά του σκηνοθέτη, δεν απουσιάζει το βιβλίο- πρόγραμμα που περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τη μετάφραση, καθώς και χρήσιμα κείμενα για το συγγραφέα και το έργο. Έχει ενδιαφέρον να διαβάσει κανείς το επίμετρο του Θανάση Τριαρίδη –συγγραφέα που παίζει με τα όρια του νου- για τη «δεύτερη φύση του Γλάρου».

Η παράσταση αυτή νομίζω μας φέρνει πολύ κοντά με το έργο του Τσέχωφ αλλά και με τον ίδιο μας τον εαυτό! Αξίζει να την δείτε!


[1] Έγραφε χαριτολογώντας ο Τσέχωφ για τον «Γλάρο» στον Αλεξέι Σουβόριν τον Οκτώβριο του 1895.


Ταυτότητα παράστασης

Μετάφραση: Χαρά Σύρου
Aπόδοση – Σκηνοθεσία: Κώστας Φιλίππογλου
Κίνηση – καλλιτεχνική συνεργασία: Φρόσω Κορρού
Σκηνικά – κοστούμια: Κέννυ Μακλέλλαν
Μουσική: Lost Βodies
Φωτισμοί: Νίκος Βλασόπουλος
Βίντεο – Φωτογραφίες – βοηθός σκηνογράφου: Όλγα Μπρούμα
Creative manager: Ελένη Καψαμπέλη
Βοηθός σκηνοθέτη: Εριφύλη Στεφανίδου
Παραγωγή: Λυκόφως

Ερμηνεύουν: Ναταλία Τσαλίκη, Αλέξανδρος Λογοθέτης, Γιάννης Στεφόπουλος, Σοφία Γεωργοβασίλη, Ίριδα Μάρα, Γιάννης Καραούλης

x
Το CultureNow.gr χρησιμοποιεί cookies για την καλύτερη πλοήγηση στο site. Συμφωνώ