«Ο Εχθρός του Λαού» σε σκηνοθεσία Τόμας Οστερμάιερ | Κριτική Θεάτρου

Ο Εχθρός του Λαού

Ο Γερμανός σκηνοθέτης παρουσίασε στην Ελλάδα την εκδοχή του στο γνωστό έργο του Ένρικ Ίψεν αποδεικνύοντας, μεταξύ άλλων, τη διαχρονικότητα της ιψενικής γραφή.

Το έργο

Ο πατέρας του Ρεαλισμού, Ένρικ Ίψεν, έγραψε τον «Εχθρό του Λαού» το 1882. Με το έργο αυτό θέλησε να απαντήσει στην υποκρισία της συντηρητικής βικτωριανής κοινωνίας, η οποία είχε καταδικάσει το προηγούμενο έργο του, τους «Βρικόλακες», ως ανήθικο (R. Farquharson Sharp, ‘An Enemy of the People’, 2017). Η φωνή του συγγραφέα αντηχεί σε αυτό το έργο του περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο. Ήδη, από το χειμώνα του 1880, ο Ίψεν εξέφραζε το σκεπτικισμό του για την «πλειοψηφία», θεωρώντας ότι είναι αυτή που εύκολα ποδηγετείται και παρασύρεται. Χαρακτηρίζοντας την πλειοψηφία «όχλο», θεωρούσε ότι η «ευφυΐα βρίσκεται στη μειοψηφία» (Robert Ferguson, Henrik Ibsen: the man and the mask, 2019).

Ο γιατρός Τόμας Στόκμαν εργάζεται στα λουτρά της πόλης. Έπειτα από κάποια ανησυχητικά περιστατικά, αποφασίζει να στείλει το νερό της λουτρόπολης για ανάλυση. Τα δείγματα επιβεβαιώνουν τους φόβους του, ότι δηλαδή το νερό είναι μολυσμένο και ικανό να προκαλέσει σοβαρές, και ίσως ανεπανόρθωτες, παρενέργειες στους ανθρώπους. Σίγουρος πλέον για τις επιστημονικές του ανησυχίες, τις μοιράζεται αρχικά με την γυναίκα του και τον καλό του φίλο και εκδότη της τοπικής εφημερίδας, Χόβσταντ. Τόσο η κυρία Στόκμαν, όσο και ο Χόβσταντ τον προτρέπουν να δημοσιοποιήσει τα ευρήματά του, τα οποία θεωρούν εξαιρετικά σημαντικά. Στο μεταξύ, την οικία του γιατρού Στόκμαν επισκέπτεται ο αδελφός του, Πέτερ, ο οποίος είναι και ο δήμαρχος της πόλης. Ο Πέτερ αντιδράει από την πρώτη στιγμή στην επιστημονική ανακάλυψη του αδελφού του, η οποία φοβάται ότι μπορεί να προκαλέσει αλυσιδωτές αντιδράσεις και να έχει καταστροφικές οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες στην πόλη. Μολονότι αρχικά ο γιατρός φαίνεται να κερδίζει έδαφος, σταδιακά, οι υποστηρικτές του αρχίζουν να τον εγκαταλείπουν μπροστά στις επιπτώσεις που θα έχει μια τέτοια αποκάλυψη στη ζωή και των ίδιων. Ο Πέτερ επιχειρεί να προειδοποιήσει για μια τελευταία φορά τον αδελφό του πριν από τις αποφάσεις του δημοτικού συμβουλίου. Στο τέλος, ο Τόμας θα απομείνει μόνος, άνεργος, ενώ θα τον έχει χρησιμοποιήσει επίσης προς οικονομικό του όφελος ο πεθερός του, καθιστώντας τον αγώνα του γιατρού για δικαιοσύνη έωλο και ανυπόστατο.

Η σκηνοθεσία

Ο Γερμανός σκηνοθέτης ανέβασε το ιψενικό έργο με όρους πολιτικού θεάτρου συμπεριλαμβάνοντας το κοινό και καθιστώντας το κοινωνό του ηθικού, πολιτικού και κοινωνικού διλήμματος που έθεσε δύο σχεδόν αιώνες πριν ο Νορβηγός συγγραφέας. Η παράσταση, η οποία ανέβηκε για πρώτη φορά τον Σεπτέμβριο του 2012 στο Βερολίνο, επαναλήφθηκε έκτοτε πολλές φορές ανά τον κόσμο, ενώ είναι η δεύτερη φορά που ανεβαίνει στην Ελλάδα.

Ο Οστερμάιερ διασκεύασε το έργο (σε δραματουργική συνεργασία με τον Φλοριάν Μπόρχμάιερ) τοποθετώντας το στο σήμερα. Η σημαντικότερη επέμβαση λαμβάνει χώρα στην τέταρτη σκηνή, όπου στο κείμενο αρχικά η δράση τοποθετείται στο Δημαρχείο, όπου έχουν κληθεί οι πολίτες της λουτρόπολης. Ο Γερμανός σκηνοθέτης στο σημείο αυτό απευθύνεται στο κοινό, από το οποίο ζητά τόσο την ψήφο, όσο και την επιχειρηματολογία τους. Μια ευφυής δραματουργική αλλαγή στο πρωτότυπο, η οποία οδηγεί αφενός, στην ενεργή συμμετοχή του κοινού στην παράσταση και αφετέρου, στην κοινωνικο-πολιτική συνειδητοποίηση του κοινού.

Ωστόσο, ερωτήματα εγείρονται ως προς το κατά πόσο οι θεατές όντως «συμπάσχουν» με τα επί σκηνής τεκταινόμενα ή κρίνουν, επικρίνουν και κατακρίνουν από την ασφάλεια της ταυτότητάς τους ως θεατών και μόνον. Η πλειονότητα δίνει την εντύπωση ότι παραβλέπει τον γιατρό Στόκμαν, ο οποίος στον πύρινο λόγο του λέει ότι είμαστε όλοι «διεφθαρμένοι και διαφθορείς», επιλέγοντας μάλλον την ασφάλεια της αυτό-θυματοποίησης.

Η παράσταση

Σε σύγχρονους και γρήγορους ρυθμούς, η παράσταση ήδη από τα πρώτα λεπτά δημιουργεί την αίσθηση της οικειότητας, καθώς η δράση λαμβάνει χώρα στο σπίτι ενός νέου ζευγαριού, το οποίο ζει με το μωρό τους. Η νέα οικογένεια παλεύει να ορθοποδήσει οικονομικά, ισορροπώντας στις απαιτήσεις της σημερινής κοινωνίας. Πόσο όμως δυνατό είναι να μην συνθλιβεί κάποιος στις συμπληγάδες του καπιταλιστικού συστήματος, όταν σε αυτό επιλέγει να ζήσει και να αναθρέψει την οικογένειά του; Ο Τόμας Στόκμαν κάνει σαφές ότι οι επαναστάσεις γίνονται με προσωπικές θυσίες και προσωπικό κόστος, το οποίο αναπόφευκτα επηρεάζει και όσους βρίσκονται δίπλα σε αυτόν που επαναστατεί. Πόσο εφικτό όμως είναι να επιφορτίσει και άλλους, ειδικά όταν πρόκειται για τα μέλη της οικογένειάς του, με τις ευθύνες των επιλογών και των πράξεών του; Πώς είναι από την άλλη δυνατόν να συνεχίσει να ασκεί το λειτούργημά του, όταν ως επιστήμονας πιστεύει ότι προδίδει τις αρχές και τις αξίες του; Ο σκηνοθέτης αναδεικνύει όλα αυτά τα ερωτήματα τα οποία εγείρονται τόσο από το ίδιο το ιψενικό κείμενο, όσο και από την ευρηματική σκηνοθεσία του Τ. Οστερμάιερ.

Οι Ηθοποιοί

Ο Μιχάλης Οικονόμου (Πέτερ Στόκμαν) κατάφερε με απόλυτη ακρίβεια και ιδιαίτερη υποκριτική καθαρότητα να αποδώσει το ρόλο του. Αποτύπωσε την επιχειρηματολογία, αλλά και την άποψη του εκλεγμένου εκπροσώπου, ο οποίος αναλογίζεται τη ζωή με όρους πρόσθεσης και αφαίρεσης, με μαεστρία και μοναδική υποκριτική οξύτητα, πετυχαίνοντας να αποδώσει έως και τις κωμικές στιγμές που είχαν κάνει τον Ίψεν να αμφιταλαντεύεται για το αν θα έπρεπε να γράψει αυτό το έργο ως δράμα ή ως κωμωδία. Ο Κωνσταντίνος Μπιμπής (Τόμας Στόκμαν) υπήρξε επίσης καλός, αντιτάσσοντας στην εγκεφαλική και τόσο δεξιοτεχνικά δομημένη ερμηνεία του Μ. Οικονόμου μια παθιασμένη και έντονη ερμηνεία. Ξεχωριστή αναφορά χρειάζεται για την Λένα Παπαληγούρα (Ασάλκσεν), η οποία ισορρόπησε ανάμεσα στο κείμενο και τον αυτοσχεδιασμό θέτοντας εαυτόν ενώπιον του κοινού. Εξαιρετική στο ρόλο της ως διευθύντριας της εφημερίδας και εξίσου καλή στον ακανθώδη ρόλο της διαμεσολαβήτριας μεταξύ κοινού και ηθοποιών. Ο Στέλιος Δημόπουλος (Χόβσταντ) υπήρξε τραχύς και ωμός στην ερμηνεία του, αποδίδοντας έτσι με ρεαλισμό τον αμοραλιστή και κυνικό αρχισυντάκτη και φίλο του γιατρού Στόκμαν. Ο Ιερώνυμος Καλετσάνος (Μόρτεν Κίλ) υπήρξε αποστασιοποιημένος προκειμένου να αποδώσει τον αδίστακτο επιχειρηματία, πατέρα της κυρίας Στόκμαν, μη κατορθώνοντας όμως να πείσει απόλυτα για τα κίνητρα του ρόλου του. Η Άληστις Ζιρώ (Καταρίνα Στόκμαν) υπήρξε, σε στιγμές, υπερβολική και διεκπαιρεωτική. Τέλος, ο Ιάσονας Άλυ (Μπίλιγκ) υποδύθηκε με ιδιαίτερη επιτυχία το ρόλο του, αναδεικνύοντας τη φαιδρότητα που κρύβεται πίσω από τον καιροσκοπισμό και το ατομικό συμφέρον.

Οι Συντελεστές

Η μετάφραση (Αντώνης Γαλέος) έφερε το κείμενο πολύ κοντά όχι μόνον στο ελληνικό κοινό, αλλά ειδικά στην Ελλάδα του 2025, ενσωματώνοντας ακόμα και στοιχεία από την επικαιρότητα. Το σκηνικό (Jan Pappelbaum) ήταν εξαιρετικά λειτουργικό και ευρηματικό πετυχαίνοντας να υπηρετήσει τους πολλαπλούς σκοπούς του έργου, ενώ παράλληλα έφερε μηνύματα που αποτυπώνονταν είτε άμεσα (για παράδειγμα, γραμμένα στους τοίχους), είτε έμμεσα σημειολογικά (για παράδειγμα, το μικρό διαμέρισμα υποδηλώνει τη δυσχερή κοινωνική-οικονομική θέση του γιατρού Στόκμαν). Εξίσου σημειολογικά φορτισμένα και ενδιαφέροντα ήταν και τα κοστούμια της παράστασης (Νατάσσα Παπαστεργίου). Οι φωτισμοί (Erich Schneider) τέλος, υπήρξαν ατμοσφαιρικοί και δηλωτικοί της εκάστοτε κατάστασης, με έντονη σημειολογική φόρτιση, όπως ενδεικτικά όταν ο Τόμας Στόκμαν, όντας τυφλωμένος από το λευκό φως, ζητάει να ανοίξουν τα φώτα και στο κοινό. Καθιστά έτσι το λαό-κοινό συμμέτοχους στις όποιες αποφάσεις πρόκειται να ληφθούν.

Εν κατακλείδι

Η ευρηματική και ευφυής παράσταση του Τόμας Οστερμάιερ αρχικά, καταφέρνει να επ-ανακαλύψει ένα έργο της δραματουργίας του δέκατου-ένατου αιώνα, αποδεικνύοντας ότι ο Ίψεν παραμένει διαχρονικός μέχρι και σήμερα. Επίσης, ο σκηνοθέτης πορεύεται στο δρόμο του πολιτικού θεάτρου, αποδεικνύοντας τη δραματουργική του καταγωγή από τον Έρβιν Πισκάτορ και τον Μπέρτολντ Μπρεχτ. Απεμπολώντας τον διδακτισμό, θέτει το κοινό μιας παράστασης προ των κοινωνικών του ευθυνών. Το αποτέλεσμα είναι εκρηκτικό και ασφαλώς ενδιαφέρον. Πόσο το κοινό ταυτίζεται, όντως, με τα επί σκηνής τεκταινόμενα και πόσο συνεχίζει να κρίνει ‘εκ του ασφαλούς’; Πόσο συνειδητοποιημένο ή έστω προβληματισμένο εξέρχεται της θεατρικής αίθουσας;

Το πείραμα του σκηνοθέτη είναι προκλητικό, ακραίο ενδεχομένως, αλλά αδιαμφισβήτητα μοναδικό και σίγουρα επιτυχημένο, αφού κατορθώνει να ανοίξει τη δημόσια συζήτηση αναφορικά με την έννοια της ευθύνης σε μια κοινωνία.

Διαβάστε επίσης:

Ιάσων Άλυ: Ο «Εχθρός του Λαού» δείχνει πως το κοινό καλό μπορεί να γίνει πρόσχημα για κάθε συμβιβασμό
Εχθρός του λαού, του Χένρικ Ίψεν από τον Τόμας Όστερμάιερ στο Θέατρο Κνωσός
Θέατρο του Νέου Κόσμου: Οι Παραστάσεις για τη σεζόν 2024 – 2025

x
Το CultureNow.gr χρησιμοποιεί cookies για την καλύτερη πλοήγηση στο site. Συμφωνώ