Λέγε με Καΐρα – Δημήτρης Στεφανάκης: Κριτική βιβλίου

Η κουρτίνα της νοσταλγίας, την οποία ο Στεφανάκης ανοίγει, θυμίζει σε όλους μας ανεξαιρέτως πολλώ δε μάλλον σε αυτούς που έζησαν τις εποχές που περιγράφει πως πάντα θα αναπολούμε το παρελθόν για τις στιγμές που μας χάρισε.

Η κουρτίνα της νοσταλγίας, την οποία ο Στεφανάκης ανοίγει, θυμίζει σε όλους μας ανεξαιρέτως πολλώ δε μάλλον σε αυτούς που έζησαν τις εποχές που περιγράφει πως πάντα θα αναπολούμε το παρελθόν για τις στιγμές που μας χάρισε.

Γιατί ποιος από εμάς δεν έχει χαραγμένες εικόνες στο μυαλό του από την παιδική του ηλικία και ποιος άραγε δεν κοιμάται αγκαλιά με τα όνειρα του μήπως και τύχει να ξαναδεί να περνά από μπροστά του σαν ταινία όλη η αθωότητα του χρόνου που πέρασε και που μεγαλώνοντας ξεθώριασε σαν μια παλιά φωτογραφία; “Λέγε με Καΐρα”, ένα μυθιστόρημα που αγγίζει την ιστορία και αγαπά την λογοτεχνία, γράφεται και υπογράφεται από τον συγγραφέα με αγνή διάθεση τρυφερότητας και λησμονιάς μέσα από τα μάτια, τα δικά του ίσως, ενός πιτσιρικά που ξεμυτίζει για να γνωρίσει τον κόσμο γύρω του μέσα από την γλαφυρή αφήγηση ενός ατίθασου παππού, σαν αυτούς που κανείς συναντά στα παραμύθια. Όλο το βιβλίο είναι ποτισμένο από συναισθήματα, οσμές, συναντήσεις, περιπέτειες και αποτελεί την περιγραφή ενός ολόκληρου κόσμου πικάντικα ανθρώπινου μια ευαίσθητη ματιά στον χρόνο μιας Αθήνας που ήταν ρομαντική, φιλόξενη, απρόσβλητη από την λαίλαπα της δήθεν εξέλιξης στη νέα σελίδα της μεταπολίτευσης και η οποία μεταπολίτευση θα μεταμόρφωνε, μάλλον προς το χειρότερο, την μαγεία της πολλές φορές σκληρής πραγματικότητας της περιόδου εκείνης.

Σε μία συνοικία της Αθήνας, που φυσικά δεν αποκαλύπτεται αλλά οι παλαιότεροι με κάποιο τρόπο ίσως μπορέσουν να αποκρυπτογραφήσουν από τα συμφραζόμενα, στήνεται όλο το πλούσιο σε περιγραφές και αναλύσεις σκηνικό, ένα σκηνικό κινηματογραφικής έμπνευσης έξοχα σκηνοθετημένο. Η επονομαζόμενη από τους ανθρώπους της εποχής “συνοικία του Διαβόλου” ή αλλιώς τα “Πουτανάδικα” κάπου στο ύψωμα της περιοχής Μάτι θα παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο στην ιστορία των αναπολήσεων για την περίοδο του Β’ Παγκοσμίου πολέμου και μετά, τότε που η Αθήνα ζούσε τον πανικό της αλλά και τις πιο όμορφες ανθρώπινες στιγμές της μακριά από τον εφιάλτη της πολυκατοικίας. Τότε που υπήρχαν οι αλάνες να παίζουν τα παιδιά, τότε που στην ταβέρνα του κυρ-Γιώργη και παππού του αφηγητή συγκεντρωνόταν η ξακουστή συμμορία του αρχηγού Μπούλη, τότε που στις αυλές κυριαρχούσε το κουτσομπολιό για τη ζωή του γείτονα και οι κουζίνες των γυναικών χάιδευαν με μυρωδιές τις μύτες των περαστικών, τότε που δεν είχε βασανιστεί άσκοπα και ασυλλόγιστα το αστικό τοπίο και κυριαρχούσε μία αίσθηση αμόλυντης ζωής. Αυτή η βιωματικά φορτισμένη δεκαετία του ’60 και μέχρι τα μέσα του ’70 είναι που διαμόρφωσε ένα ρεύμα επανάστασης, αντίδρασης και αντίστασης, ίσως με την ανάμνηση των συμβάντων του πολέμου. Σε αυτή την κοινωνία που έβραζε, η επικίνδυνη συνοικία αγκάλιασε άντρες και τους χάρισε στιγμές ηδονής και απόλαυσης. Στο νου του Χασέ, όπως τον έλεγε ο παππούς του, όλα αυτά ήταν αναπόφευκτο να μείνουν χαραγμένα όπως η επιγραφή στην πέτρα.

Η βασική ηρωίδα της συνοικίας του Διαβόλου, η περίφημη εταίρα Καΐρα είναι το κέντρο της προσοχής του μικρού ήρωα-αφηγητή, αυτός ο μύθος της δυναμικής πόρνης που σαν μία άλλη Φρύνη ήταν εκείνη που τον παρέσυρε σε αμέτρητες φαντασιώσεις και του ξύπνησε από νωρίς το ένστικτο και την ανάγκη για επαφή με τον μυστηριώδη γυναικείο κόσμο, μια λαχτάρα να εισχωρήσει στα άδυτα του. Μας αποκαλύπτει στιγμές από την δράση της, την προσωπικότητα της και τους έρωτές της, την παιδεία της, την αμφιλεγόμενη ζωή της την γεμάτη ερωτηματικά και απορίες αφήνοντάς μας με την επίγευση μίας γυναίκας αράχνης που έπιανε στα δίχτυα της κάθε αρσενική φιγούρα. Όπως αυτή του αινιγματικού ποιητή που λέγεται πως της αφιέρωσε την ποιητική συλλογή “Λέγε με Καΐρα” και φρόντισε να την αναγάγει σε υπέρτατη μούσα για χάρη της οποίας χάθηκε στο άπειρο, σαν έναν θνητό Αδάμ που γεύτηκε τον απαγορευμένο καρπό. Αναφέρει ο ποιητής με μία διάθεση σφόδρα ερωτική: “…Το περπάτημά της έχει τη χάρη που σε ξεφνίζει. Την αποθαυμάζω ψηλή, κυπαρισσόκορμη, με τα πελαγίσια της μάτια να διαβαίνει στους κήπους της αιθέρια, αμάραντη, άνθος εν μέσω ανθέων”.

Ο αφηγητής, είναι ο νεαρός παραμυθάς, ένας άλλος Όλιβερ Τουίστ που με σκανταλιάρικη διάθεση καταγράφει πληροφορίες για να μην χάσει στιγμή από τα επεισόδια που διαδραματίζονται μπροστά στα μάτια του. Μοιάζει με έναν κλέφτη που κοιτάει τις ζωές των ανθρώπων από την κλειδαρότρυπα της καλά σφραγισμένης πόρτας αλλά παρ’ όλα αυτά κατορθώνει από την ισχνή χαραμάδα να αντλήσει τις πληροφορίες του για να γράψει το προσωπικό του ημερολόγιο για μια παιδική ζωή που θέλει για πάντα να κρατήσει μέσα του. Σε αυτό το καλεντάρι που έχει κάτι για τον καθένα, αρωγός πολύτιμος καθίσταται ο ζωηρός παππούς του με τις ατέλειωτες ιστορίες του και καταθέσεις που του εξασφαλίζει ανέξοδα και ακούραστα. Ο ίδιος θα πει στο τέλος του βιβλίου με αναφορά στις αναμνήσεις του: “Ίσως ο χρόνος παίζει μαζί μου και ό,τι αντικρίζω δεν είναι παρά μια πλάνη, μια φλούδα απατηλή που άμα την ξύσεις θα φανερωθεί ανέγγιχτο το παρελθόν. Θα ξαναδώ τοπία, ανθρώπους και ιστορίες με τα παιδικά μου μάτια, που δεν έκλεισαν ποτέ, μα συνεχίζουν να κοιτάζουν τον κόσμο από μία γωνιά της ψυχής μου”.

Ο Στεφανάκης, με ισχυρή δόση ποιητικότητας, φιλοσοφίας για τα πεπραγμένα των ανθρώπων και πολλές φορές με μελαγχολικό τόνο για τον χαμένο χρόνο που αναζητά όπως ο Προυστ, μας μιλά διεξοδικά για αυτή την σαγηνευτικά δύσκολη εποχή με χαρακτηριστική αγάπη: “Οι δύσκολες εποχές είναι λίπασμα για τα ιδανικά. Τότε μόνο οι πράξεις μετράνε σε αντίθεση με τις ομαλές καταστάσεις, όπου τα λόγια φτάνουν και περισσεύουν”. Πράγματι, αυτή η συγκεκριμένη χρονική στιγμή μένει ανεξίτηλη γιατί, πέρα από τα γεγονότα όπως και αν αυτά συνέβησαν και όποια κατάληξη και αν είχαν στο πέρασμα του χρόνου για τον τόπο, κατόρθωσε να εδραιώσει αληθινή πίστη σε ιδανικά και ιδεολογίες, αντοχές και αρχές, έναν τρόπο σκέψης μακριά από τον σημερινό που χάσκει από παντού και οδό να πορευτεί δεν βρίσκει κυρίως σε επίπεδο συνόλου. Και αυτό γιατί ζούμε στην σφαίρα της εσωστρέφειας και του εγωισμού ίσως. Σαν να έσβησε κάποιος με μία γόμα, ένα ασπρόμαυρο σκίτσο που έσφυζε από ζωή και ζωντάνια και να το αντικατέστησε με ένα άλλο πιο όμορφο, χρωματιστό και λαμπερό που όμως κάτι του λείπει για να αγγίξει την ψυχή. Αυτό το αίσθημα της γειτονιάς που μας άφησε καιρούς, ο Στεφανάκης το επαναφέρει μέσα από την ιστορία και τον λόγο του. Θα αναφέρει κάπου στο κείμενο του δια μέσου του ήρωά του: “Τα χρόνια εκείνα κάθε λέξη αποκρυπτογραφούσε το ίδιο το μυστήριο της ζωής. Δεν ήταν απλώς το υποκατάστατο μιας έννοιας, γινόταν κάτι αυθυπόστατο, μία πραγματική περιπέτεια στον κόσμο του λόγου. Καθεμιά σε προκαλούσε να απολαύσεις τη μελωδία της, καθώς ενσωματωνόταν στο αρχιτεκτόνημα μιας φράσης και συνηχούσε αρμονικά με τις διπλανές της”.

“Φαίνεται πως ο πόνος κρύβει μέσα του περισσότερη μνήμη από όσο νομίζουμε”.

“Οι ιδέες που έχουμε για τα πράγματα είναι που μας αναστατώνουν και όχι τα ίδια τα πράγματα”.

“Είναι μεγάλη παρηγοριά για τον άνθρωπο που νιώθει να γερνά η ψευδαίσθηση πως ζει ακόμα στη χαμένη νιότη του”.

Το βιβλίο του Δημήτρη Στεφανάκη, Λέγε με Καΐρα, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ψυχογιός.

x
Το CultureNow.gr χρησιμοποιεί cookies για την καλύτερη πλοήγηση στο site. Συμφωνώ