Η εικαστικός Andra Ursuţa παρουσιάζει ένα σύνολο έργων που ταλαντεύεται ανάμεσα στο γκροτέσκο και το μεγαλειώδες, στο προσωπικό και το καθολικό. Γνωστή για τις σκοτεινά χιουμοριστικές και υλικά εφευρετικές γλυπτικές της δημιουργίες, η Ursuţa συνεχίζει εδώ την εξερεύνηση της εκτόπισης, του τραύματος και της πολιτισμικής μνήμης, αλλά με μια εντονότερη αίσθηση οικειότητας και ανησυχίας. Η Ursuţa χρησιμοποιεί συχνά οργανικά και βιομηχανικά υλικά (ρήτινες, μέταλλα, γυαλί) για να δείξει τη διάσπαση του σώματος και της ταυτότητας, μέσα στην ψυχρή βιομηχανική εποχή.
Το βραχώδες τοπίο του νησιού που το γδέρνει ο ήλιος και το κύμα, ανοίγει διάλογο με τη ανησυχητική αισθητική της Ursuţa, δημιουργώντας μια ένταση που διαποτίζει όλη την έκθεση. Η απομόνωση της Ύδρας προσθέτει ένα ακόμα στρώμα στην εμπειρία της θέασης. Σε αντίθεση με τον λευκό κυβιστικό χώρο των γκαλερί, η απόμερη τοποθεσία και ο φορτισμένος χώρος των Σφαγείων επιβάλλει μια πιο αργή, στοχαστική προσέγγιση στα έργα της Ursuţa. Η θάλασσα, ορατή από τον χώρο της έκθεσης, γίνεται μια σιωπηλή μεταφορά—ταυτόχρονα μια δύναμη σύνδεσης και ένα αχανές χώρισμα μέσα στα ίδια της τα γλυπτά. Πολλά από τα έργα επαναπροσδιορίζουν την ανθρώπινη μορφή αγγίζοντας ταυτόχρονα τη σωματική ευθραυστότητα αλλά και την περίεργη ανθεκτικότητα της, με παρόμοιο τρόπο που καταβυθίζονται στο πέλαγο οι καθημαγμένες υφές του βράχου. Το μεσογειακό φως που φιλτράρεται μέσα από την ιστορική αρχιτεκτονική της Ύδρας ρίχνει μεταβαλλόμενες σκιές πάνω σε αυτά τα έργα, ενισχύοντας την απόκοσμη παρουσία τους.
Η ρουμανική καταγωγή της Ursuţa και οι αναστοχασμοί της για τη μετανάστευση και την ιστορική βία αναδύονται συχνά στην τέχνη της, αλλά η φετινή έκθεση φαίνεται ακόμα πιο ενδοσκοπική. Κάποια έργα υποδηλώνουν προσωπικές μυθολογίες, με επαναλαμβανόμενα μοτίβα ακρωτηριασμού και ανασύνθεσης, ενώ άλλα αγγίζουν συλλογικά άγχη—απόηχους πολέμου, περιβαλλοντικής καταστροφής ή την εμπορευματοποίηση του πόνου.
Ένα μακρύ δρεπάνι μας υποδέχεται στην είσοδο το οποίο καταλήγει σε σέλα ποδηλάτου. Πέρα από το Ντανταϊστικό συνονθύλευμα ανόμοιων μεταξύ τους αντικειμένων, το γλυπτό αποτελεί μια πικρή υπενθύμιση ότι κάθε ίχνος αθωότητας μέλλει να σβηστεί από την έμφυτη ροπή του ανθρώπου προς τη βαρβαρότητα και την (αυτο)καταστροφή. Στα τρία “κελιά” της εισόδου, σε δύο διαζώματα, η σειρά “Desolation Ware-τα κουζινικά της μοναξιάς” αποτελείται από μικρότερα γλυπτά, τοποθετημένα σαν σε βιτρίνες, να θυμίζουν λειψανοθήκες ή ιατρικά δείγματα, με την ευάλωτη αδρότητα τους να προκαλεί ταυτόχρονα γοητεία και δυσφορία. Μία υαλωμένη φασματική μορφή πυρώνει από ζωή στο ηλιοβασίλεμα μπροστά από το post-archeological εύρημα ενός μπρούτζινου τόντο που φέρει το κεφάλι μιας μετα-ανθρώπινης sci-fi μέδουσας. Αυτή η διάρρηξη του χρόνου συνεχίζεται με ένα χαλκόχρουν γυναικείο ακέφαλο μπούστο που θυμίζει σαμανική, πλούσια διακοσμημένη, φιγούρα, να επιβλέπει ως άλλη Ιουδήθ το κομμένο μπρούτζινο κεφάλι ενός άνδρα, με τα γυαλιστερά γυάλινα μάτια του θανάτου.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Αυτά τα ψευδοαρχαιολογικά κτερίσματα ολοκληρώνονται με δύο αμφορείς σμιλεμένους σαν από το άλγος της ανθρωπότητας. Ερπύστριες και κόκαλα διαμορφώνουν αυτά τα δοχεία που μας ξεδιψούν μέσα στην έρημο των σπαραγμών, θυμίζοντας ότι η επιβολή της δίψας είναι μία από τις υπέρτατες δοκιμασίες ελέγχου της ύπαρξης.
Το κάτω διάζωμα των κλουβιών αποδεικνύεται ακόμα πιο εννοιολογικά σκοτεινό. Καταλαμβάνεται από περίτεχνες σταθερές έδρες-σύμβολα εξουσίας, σε σχήματα που θυμίζουν την ανθρώπινη λεκάνη ή τα σκελετωμένα πόδια ενός “υπηκόου” ή μίας σιδηράς Παρθένου που υπομένει το άχθος της πίστης, όπως και από όργανα δέσης χεριών με αλυσίδες που συγκρατούν μεταλλικές χειροπέδες, φέρνοντας στο νου dungeons-χώρους κράτησης και βασανιστικής ανάκρισης, μα και απέλπιδας απόλαυσης και ανάγκης θυματοποίησης.
Στον κεντρικό χώρο δύο εντυπωσιακά γλυπτά, ένας κατακερματισμένος, παραμορφωμένος ανθρώπινος τύπος χυμένος σε έγχρωμο και διάφανο γυαλί, φαίνεται ταυτόχρονα απολιθωμένος και πρόσφατα πληγωμένος, σαν να αιωρείται ανάμεσα στην αποσύνθεση και τη διατήρηση, στο ζωικό και στο τεχνητό, στο παρελθόν και στο μέλλον. Αυτή η συνειδητά ημιτελής μορφή, με τον μακρύ δεμένο λαιμό, και το χέρι λυγισμένο σε σχήμα λαβής δοχείου, δημιουργήθηκε από επάλληλες χυτεύσεις της 3D printing φόρμας σε διάφορα ρευστά υλικά, που έχει σαν αποτέλεσμα η μορφή να μοιάζει ότι λιώνει και συμπυκνώνεται στο χώρο του θεατή. Η αίσθηση της διαφάνειας δημιουργεί εφέ “ενσωμάτωσης”, σαν να μπορούμε να διακρίνουμε εσωτερικούς μηχανισμούς κίνησης, θροϊσματος ή τραύματος. Το σχήμα του μπράτσου-αμφορέα, η φιγούρα-κλεψύδρα αλλά και οι πτυχώσεις του “χιτώνα”, δίνουν μια οικεία αίσθηση αρχαϊκής θηλυκότητας, αν και η καλλιτέχνιδα δεν επιλέγει να δημιουργήσει προφανείς συνδέσεις με τη φεμινιστική θεωρία ούτε με την κλασική αρχαιότητα. Πιθανή αναφορά μπορεί να δίδεται και στη μετανάστευση—η μορφή φαίνεται να διαλύεται μεταξύ δύο καταστάσεων, όπως οι, φυλετικές αλλά και έμφυλες, ταυτότητες όσων βρίσκονται σε διαρκή, επιβεβλημένη ή μη, μετακίνηση και φυγή από τόπους και καιρούς.
Τα δύο κεντρικά γλυπτά πλαισιώνονται από μικρά δοχεία-φλασκιά με κρεμαστούς μαστούς, με την ουσία της Τροφού και του τρεφόμενου σώματος- και πνεύματος- ως δοχείου να προκαλεί την γλυκόπικρη ανάμνηση μιας πρωτογενούς φροντίδας κι ενός ταυτόχρονου φόβου απώλειας, όπως συμβαίνει στα φρανκεσταϊνικά γλυπτά της Λουίζ Μπουρζουά. Την ίδια στιγμή στο δωμάτιο-εσοχή, δύο γλωσσόσχημες μορφές σε δοκάρια σκούπας σχολιάζουν τη δυνατότητα επιλογής μεταξύ ελεύθερης ή καθοδηγούμενης μετάφρασης της πολιτισμικής μνήμης και εντέλει της ίδιας της Ιστορίας—πώς δηλαδή οι προφορικές ιστορίες διαστρεβλώνονται ή επαναλαμβάνονται χωρίς τελειωμό.
Αυτή η έκθεση δεν προσφέρει εύκολες λύσεις. Αντίθετα, παραμένει στην ασάφεια, προκαλώντας τους θεατές να την εξερευνήσουν και να συνυπάρξουν με τη δυσανάγνωστες αντιφάσεις της. Η ικανότητα της Ursuţa να συνδυάζει το σπλαχνικό με το διανοητικό είναι πλήρως εμφανής εδώ, κάνοντας αυτήν την έκθεση μια από τις πιο διεισδυτικές της μέχρι σήμερα. Για όσους είναι πρόθυμοι να ταξιδέψουν στις σκιές της, οι ανταμοιβές είναι βαθιές.
Διαβάστε επίσης:
Apocalypse Now and Then: Έκθεση της Άντρα Ουρσούτα στο Ίδρυμα ΔΕΣΤΕ στην Ύδρα