Άγγελος Δεληβοριάς: Τα Μουσεία είναι τα πρώτα θύματα της οικονομικής κρίσεως

Η συντακτική ομάδα του Περιοδικού Momento έθεσε στον κ. Άγγελο Δεληβοριά – διευθυντή του Μουσείου Μπενάκη 8 ερωτήματα σχετικά με το παρόν και το μέλλον των Μουσείων ως κοιτίδες πολιτισμού στη νέα σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα.

Μπορεί η Κρίση να αποτελέσει ευκαιρία και πρόκληση για την ομάδα ενός Μουσείου ή πλήττονται και αυτές οι πολιτιστικές μονάδες από τη γενικότερη ύφεση αξιών; Είναι το Μουσείο το πρώτο θύμα της οικονομικής κρίσης;

Ας μην κοροϊδευόμαστε. Τα Μουσεία μπορεί κάλλιστα να θεωρηθεί ότι είναι τα πρώτα θύματα της οικονομικής κρίσεως, ακριβώς επειδή έχουν ως αποδέκτη τους το ευρύτερο κοινωνικό σώμα. Άλλο πράγμα είναι όμως η κρίση των οικονομικών αξιών και άλλο η γενικότερη ύφεση των αξιών στην οποία αναφέρεστε, κάτι που μου προκαλεί την υποψία ότι εννοείτε τις ηθικές αξίες. Η κρατούσα κατάσταση, οπωσδήποτε, επιβάλλει στους πολιτιστικούς οργανισμούς να επεξεργαστούν νέα συστήματα ιδεών, νέα υποδείγματα λειτουργίας για να αναζωπυρώσουν το ενδιαφέρον του κοινού και να αυξήσουν την επισκεψιμότητά τους. Τους επιβάλλει ακόμη να αναθεωρήσουν παγιωμένες απόψεις για το ύψος των απαιτούμενων ετήσιων αναγκών, αλλά και να αναζητήσουν νέες χρηματοδοτικές πηγές, να συμφιλιωθούν εντέλει με το γενικευμένο πλέον αίτημα της καινοτομίας.

Ποιοι είναι οι βασικοί εχθροί μιας συλλογικής προσπάθειας που καταβάλλει το Μουσείο; Η έλλειψη πόρων, το έλλειμμα ενδιαφέροντος και γενικότερης ή η ασθενική δυναμική των ανθρώπων της Τέχνης που έχουν τεθεί ή αυτoτεθεί στο περιθώριο για να μην καταστούν άλλοθι ή βορά του κυρίαρχου ισοπεδωτικού συστήματος μιας γενικευμένης υπεραπλουστευμένης τηλεοπτικής λογικής;

Ας απαλλαγούμε επιτέλους από τη μανιχαϊστική λογική του ή ετούτο ή το άλλο. Τα  πολιτισμικά φαινόμενα, όπως ακριβώς και τα φαινόμενα της φυσικής,  είναι κατά κανόνα πολύ πιο σύνθετα. Η έλλειψη πόρων, ως αποτέλεσμα του ελλειμματικού ενδιαφέροντος της Πολιτείας, σχετίζεται βεβαίως άμεσα με το επίπεδο της παρεχόμενης Παιδείας. Σχετίζεται ωστόσο και με τη γενικευμένη τάση της υπεραπλούστευσης που έχει καθιερώσει η τηλεοπτική λογική, εδραιώνοντας ένα κυρίαρχο ισοπεδωτικό σύστημα, στην επικράτηση του οποίου συμβάλλουν και πολλοί άλλοι παράγοντες. Η δυναμική των ανθρώπων της Τέχνης –και του Πνεύματος θα μου επιτρέψετε να προσθέσω, συνυπολογίζοντας αυτονόητα και τους ανθρώπους της Επιστήμης– δεν είναι καθόλου ασθενική. Ας σταματήσουμε να επαναλαμβάνουμε ανερυθρίαστα τέτοιες κατηγόριες. Για να κατανοήσουμε τη στάση τους είμαστε υποχρεωμένοι να κοιτάξουμε προς τα πίσω και να την εκτιμήσουμε ιστορικά. Τότε θα διαπιστώσουμε ότι δεν πρόκειται για κάποια υποχώρηση στο περιθώριο, αλλά για το αντιστάθμισμα που επιτάσσει η επίγνωση της πραγματικότητας, ορίζοντας ως πρώτιστο χρέος την πνευματική επιβίωση, την προστασία της έκφρασης και την ελεύθερη παραγωγή δημιουργικού έργου.

Έχει ανάγκη σήμερα ο τόπος από λαμπρά μυαλά για να ξαναλάμψει πολιτισμικά ή αρκεί μια σωστή πολιτισμική πολιτική από την πλευρά της Πολιτείας με τα λαμπρά μυαλά να έρχονται σε δεύτερη μοίρα; Μήπως χρειάζεται πέραν την θέλησης και η οικονομική «μπόρεση» ιδιωτών που θα βάλουν τον όβολό τους για να πάει μπροστά πολιτιστικά η χώρα;

Η ερώτηση με υποχρεώνει να περιμαζέψω ό,τι μου απόμεινε από τα αποθέματα της αισιοδοξίας μου, να αναφερθώ για μια ακόμα φορά στην ενόχληση που μου προκαλούν τα διαζευκτικής φύσεως διλήμματα και να επαναλάβω για πολλοστή φορά ό,τι πιστεύω για την πολιτιστική πολιτική, για την Πολιτεία και για τα λαμπρά μυαλά. Ότι η Πολιτεία δεν είναι σε θέση έτσι κι  αλλιώς να εκμεταλλευτεί τα μυαλά της έχει αποδειχθεί περίτρανα από καιρό. Χειρότερο θεωρώ, ωστόσο, ότι δεν είναι σε θέση να εκμεταλλευτεί ακόμα και τα φυσιολογικής λάμψεως μυαλά. Θα πρέπει όμως να καταλάβουμε κάποτε ότι η πολιτιστική πρόοδος δεν θα μπορούσε ποτέ να είναι της αποκλειστικής δικαιοδοσίας ή των μεν ή των δε, όπως άλλωστε και δεν θα μπορούσε και να εκχωρείται εις τους μεν ή τους δε. Όσο για την οικονομική «μπόρεση» των ιδιωτών που θα βάλουν τον όβολό τους, αισθάνομαι την υποχρέωση να υπενθυμίσω ότι στα ευνομούμενα κράτη ο ιδιωτικός τομέας είναι απολύτως συμπληρωματικός του δημόσιου. Έχω μάλιστα ξαναπεί ότι η κοινωνική συνείδηση του ιδιωτικού τομέα αντανακλά ευθέως την κοινωνική συνείδηση αλλά και την ευαισθησία του κρατικού. Αν, επομένως, θέλουμε πραγματικά να πάει μπροστά ο τόπος μας, ας αποφασίσουμε ποιος θα έπρεπε κανονικά να πάρει πρώτος τη σκυτάλη.

Αποτελεί το Μουσείο Ακρόπολης μια φωτεινή ένδειξη ότι «κάτι άσβεστο υπάρχει ακόμη» το οποίο θα πρέπει να μεταλαμπαδευθεί –με οικονομική αρωγή– και σε άλλα Μουσεία της χώρας που παραμένουν αφρόντιστα και ερειπωμένα;

Οι απόψεις μου για τις αξιολογικού τύπου κατατάξεις των μουσειακών επιτευγμάτων νομίζω πως είναι γνωστές. Θεωρώ ότι το πανόραμα των ελληνικών Μουσείων, Εθνικών και Περιφερειακών, Αρχαιολογικών, Βυζαντινών, Μεταβυζαντινών και Νεοτέρων, Μουσείων Τέχνης και Πινακοθηκών, Ιστορικών και Λαογραφικών,  Επιστημονικών και πάσης άλλης φύσεως Δημόσιων και Ιδιωτικών, συναπαρτίζει μια ισότιμη ενότητα. Μέσα από την ενότητα αυτή μπορεί να μεταλαμπαδευτεί «το άσβεστο», αν βεβαίως εξακολουθεί να υπάρχει. Όπως θα έπρεπε να μεταλαμπαδεύεται και από τα σχολεία. Δυστυχώς όμως δεν έχει γίνει αντιληπτή η σημασία του πρόσθετου ρόλου που θα έπρεπε να παίζουν τα Μουσεία, αφενός ως κέντρα κοινωνικής ψυχαγωγίας και αφετέρου ως παράγοντες βοηθητικοί για την εξωτερική πολιτική.

Είναι δίκαιο το αίτημά μας για επιστροφή ελληνικών μνημείων στη χώρα όταν δεν φροντίζουμε τα δικά μας με την τρυφερότητα και την προσοχή που τους πρέπει;

Η επιστροφή ορισμένων αρχαίων, επειδή γι’  αυτά μιλάμε, δεν έχει να κάνει με τον δείκτη της δικής μας προσοχής και τρυφερότητας. Αλλά με τις επιταγές της ακεραιότητας που θέτει η δική τους υπόσταση. Αναφέρομαι, όπως είμαι βέβαιος ότι γίνεται αυτομάτως αντιληπτό, στα γλυπτά του Παρθενώνα καθώς και σε όσα έχουν τεμαχιστεί βίαια και βρίσκονται τραυματισμένα στην Ελλάδα και αλλού. Κατά τα άλλα δεν καταλαβαίνω γιατί δεν θα έπρεπε να εκπροσωπείται ο Ελληνικός πολιτισμός στο εξωτερικό, και μάλιστα όχι μόνο με έργα της αρχαιότητας. Να μην αναμεταδίδονται τα μηνύματά του και στις πιο απομακρυσμένες περιοχές της υφηλίου. Ο πολιτισμός ανήκει άλλωστε στα συστατικά που καλλιεργούν και τη φιλία. Και η φιλία δεν έπαψε ποτέ να μας είναι απαραίτητη.

Η επιτυχία των ελληνικών μουσείων ή ιδρυμάτων εξαρτάται από την εμβέλεια των έργων που φιλοξενούν ή από τη δημοφιλία των καλλιτεχνών μας στο εξωτερικό ή αυτό αποτελεί άλλοθι για να αφεθούν στην τύχη τους; Εχουμε τους καλλιτέχνες που αξίζουν στα μουσεία μας; έχουμε εικαστικούς, μουσικούς, γλύπτες διεθνούς ενδιαφέροντος που έχουν κάτι να πουν;

Το ερώτημα έχει ως αντικείμενο τις Πινακοθήκες. Θα μου επιτρέψετε, ωστόσο, να γενικεύσω την απάντηση υποστηρίζοντας και πάλι κάτι που έχω επαναλάβει με περισσότερες αφορμές. Ότι η όποια επιτυχία τόσο στο εσωτερικό, όσο και στο εξωτερικό εξαρτάται βεβαίως από την ποιότητα των εκθεμάτων, η αξία όμως των οποίων στην αγορά είναι συνάρτηση και της επιστημονικής συνείδησης των υπευθύνων για την προβολή τους. Σχετικά με τις νεότερες δημιουργίες ειδικότερα, έχω αναφερθεί επανειλημμένα στη σημασία της παραγωγής μας και στο γεγονός ότι δεν έχει να ζηλέψει σε τίποτε τις αντίστοιχες καταθέσεις των ξένων δημιουργών. Αν δεν είναι όσο γνωστή θα έπρεπε στα διεθνή πεδία, αυτό οφείλεται και στην αδιαφορία της ελληνικής Πολιτείας για την προβολή και τη διάδοσή της. Στο γεγονός δηλαδή ότι δεν παρακινήθηκε από τα παραδείγματα της Γαλλίας, της Αγγλίας ή της Γερμανίας λ.χ., δεν εκτίμησε ποτέ την οικονομική διάσταση της σημασίας της και δεν επένδυσε στην εξαγωγή της.

Υπάρχουν εξειδικευμένοι μουσειολόγοι στην Ελλάδα που θα μπορούσαν να δώσουν πνοή σε αίθουσες που βρίσκονται από πλευράς παρουσίασης και έκθεσης και σε επίπεδο τεχνολογικής υποδομής στη δεκαετία του ’70;

Αναμφισβήτητα υπάρχουν εξειδικευμένοι μουσειολόγοι στον τόπο μας. Όπως εξάλλου είχε παρατηρήσει ο Γιάννης Τσαρούχης, εδώ ο καθένας είναι ό,τι δηλώσει. Κατά την ταπεινή μου εντούτοις άποψη το πρόβλημα δεν έχει να κάνει με το επίπεδο της τεχνολογικής υποδομής των ελληνικών Μουσείων. Ούτε με την όποια ιδιοφυΐα των μουσειολόγων να το επιλύσουν, εμφυσώντας μια νέα πνοή στην παρουσίαση των εκθεμάτων. Το πρόβλημα των ελληνικών Μουσείων έχει να κάνει με το πνεύμα που διέπει τον διοικητικό τους μηχανισμό, με τις δυνατότητες της ελευθερίας και της αυτενέργειας που διαθέτουν, με την απουσία ενός συγκροτημένου ιδεολογικού στόχου και με τη συνειδητοποίηση του λεγόμενου κοινωνικού χρέους. Θέλω να πω ότι θα έπρεπε επιτέλους να αρχίσουμε να μιλάμε υπεύθυνα για ζητήματα πιο ενδιαφέροντα από τα τετριμμένα και τα προφανή.

Θα συμφωνούσατε να αναλάμβαναν ξένοι μάνατζερ τις ελληνικές κοιτίδες πολιτισμού; Ενδεχομένως και ξένα κεφάλαια και επιχειρήσεις ή δεν πρέπει να εκχωρήσουμε και το τελευταίο κεφάλαιο πολιτισμού μας;

Η ιδέα των μάνατζερ με απωθεί. Σε περιόδους πιο δύσκολες και οικονομικά εξίσου ασφυκτικές, όπως η μετεμφυλιακή, η μοίρα των ελληνικών πολιτισμικών οργανισμών ήταν σε χέρια ελληνικά, στιβαρά και υπεύθυνα, καθαρά και επιστημονικά αναγνωρισμένα. Παρά τη γραφειοκρατημένη κομματικοποίηση των ελληνικών υπηρεσιών το είδος αυτό, ευτυχώς, δεν έχει εκλείψει. Αν οι αρμόδιοι ενδιαφερθούν πραγματικά για την οργανωτική δομή των σχετικών υπηρεσιών, δεν νομίζω πως θα χρειαστεί να προσφύγουμε σε ξένα κεφάλαια ή στην εκχώρηση περιουσιακών μας στοιχείων.

Info:

Ο Άγγελος Δεληβοριάς από το 1973 διευθύνει το Μουσείο Μπενάκη, τη ριζική ανάπλαση του οποίου ανέλαβε και ολοκλήρωσε τον Ιούνιο του 2000. Για την οργάνωση των νέων εκθεσιακών χώρων έτυχε διεθνούς αναγνωρίσεως και τιμήθηκε με το χρυσό μετάλλιο της Ακαδημίας Αθηνών. Το 1992 εξελέγη καθηγητής της Ιστορίας της Τέχνης στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Άρθρα και εργασίες του έχουν δημοσιευθεί σε πολλές ελληνικές και διεθνείς εκδόσεις.


Photo: Βιργίλιος Τσιούλλι

x
Το CultureNow.gr χρησιμοποιεί cookies για την καλύτερη πλοήγηση στο site. Συμφωνώ