14 – Jean Echenoz: Κριτική βιβλίου

Στην φιλοσοφία του βιβλίου του Έριχ Μαρία Ρεμάρκ, Ουδέν νεώτερον από το δυτικό μέτωπο ο Ζαν Εσνόζ, ένας εκ των κορυφαίων εκπροσώπων της γαλλικής σύγχρονης λογοτεχνίας, επανέρχεται με ένα βιβλίο αφιέρωμα στον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο, εκατό χρόνια μετά. Ένας πόλεμος που ρήμαξε την Ευρώπη και στοίχισε τη ζωή σε τόσες ψυχές, μία σύρραξη που διήρκησε 5 χρόνια και κατέστρεψε περιουσίες, μνημεία και κυρίως την ανθρώπινη ύπαρξη και την αξιοπρέπειά της.

Στην φιλοσοφία του βιβλίου του Έριχ Μαρία Ρεμάρκ, Ουδέν νεώτερον από το δυτικό μέτωπο ο Ζαν Εσνόζ, ένας εκ των κορυφαίων εκπροσώπων της γαλλικής σύγχρονης λογοτεχνίας, επανέρχεται με ένα βιβλίο αφιέρωμα στον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο, εκατό χρόνια μετά. Ένας πόλεμος που ρήμαξε την Ευρώπη και στοίχισε τη ζωή σε τόσες ψυχές, μία σύρραξη που διήρκησε 5 χρόνια και κατέστρεψε περιουσίες, μνημεία και κυρίως την ανθρώπινη ύπαρξη και την αξιοπρέπειά της.

Αναρωτιέται κανείς, θα είναι ο πρώτος ή ο τελευταίος πόλεμος που έλαβε χώρα σε αυτό τον τόσο μάταιο κόσμο που διψάει για αλληλοσπαραγμό και τρέφεται από κακία και εχθρότητα; Δυστυχώς όχι, και μάλιστα, αυτός ο πόλεμος, ο τόσο αιματηρός και διχαστικός θα οδηγούσε, μετά την συντριβή της Γερμανίας και την ταπείνωση που βίωσε, σε έναν ακόμα πιο οδυνηρό πόλεμο που αποτελείωσε ό,τι είχε απομείνει και στιγμάτισε μια για πάντα τον κόσμο του χθες και του σήμερα, τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο. Ο Εσνόζ, με ωμή αποτύπωση και απεικόνιση των σκηνών του πολέμου μέσα από τα μάτια του Αντίμ και του Σαρλ, μας παρουσιάζει την αλλαγή ζωής των δύο αδερφών και καταδεικνύει πόσο ανώφελος είναι ένας πόλεμος, πόσες πληγές εμφανείς και κρυμμένες ανοίγει και πόσες «λακούβες» ανοίγει στον δρόμο της αρμονικής συνύπαρξης των λαών. Το 14 δεν είναι ένα απλό μυθιστόρημα, είναι μία σύντομη ανάμνηση και καταγραφή όσων συνέβησαν κάποτε στην πολύπαθη αυτή ήπειρο, την Ευρώπη και αποτελεί και ένα συγγραφικό επίτευγμα του Εσνόζ, να μπορέσει δηλαδή να συμπυκνώσει σε τόσες λίγες σελίδες τόσες πολλές πληροφορίες.

Από την ηλιόλουστο καιρό και την ανέμελη ζωή του, ο Αντίμ και η παρέα του θα βιώσουν άμεσα και χωρίς χρόνο για προσαρμογή στα νέα δεδομένα έναν όλεθρο πολεμικό και μία ζωή στα χαρακώματα που ποτέ δεν φαντάστηκαν. Εκείνοι είχαν μάθει στην χαρά της υπαίθρου να δουλεύουν για το ψωμί τους και να απολαμβάνουν τις χαρές και τις λύπες μίας ζωής σε φυσιολογικές συνθήκες. Τίποτα όμως πια δεν θα είναι όπως πριν. Θα βρεθούν ενώπιον της ιστορίας να υπηρετήσουν την πατρίδα τους και να αντισταθούν στην σκληρότητα του εχθρού χωρίς οι ίδιοι να είναι προετοιμασμένοι για αυτή την δοκιμασία. Θα περάσουν κακουχίες, θα γευτούν τους καρπούς του προσωπικού εξευτελισμού, θα γίνουν βορά στα χέρια της ιστορίας. Αυτή η επαφή τους με τον κόσμο των όπλων και της σύρραξης αναφέρεται και σχολιάζεται με γλαφυρό τρόπο από τον Εσνόζ: «Λίγο μετά από τη γνωριμία τους μ’εκείνον τον απόηχο των τυφεκισμών, μπήκαν βαθιά κι απότομα στη γραμμή πυρός, σε μία κοιλάδα μετά το Μεσέν. Εκεί, πια, κατάλαβαν ότι τ’αστεία είχαν τελειώσει, ότι έπρεπε να πολεμήσουν, να συμμετάσχουν σε επιχειρήσεις για πρώτη φορά, αλλά ο Αντίμ, μέχρι να σκάσει δίπλα του το πρώτο βλήμα δεν εννοούσε να το πιστέψει».

Σε όλη τη διάρκεια του πολέμου, ο Αντίμ και οι φίλοι του, όπως ο Σαρλ και ο Αρσενέλ, θα βιώσουν στο σώμα τους και στην ψυχή τους την αγριότητα και την βαναυσότητα ενός άδικου πολέμου και θα συναντήσουν πολλές φορές τον θάνατο σε τέτοιο σημείο που κάποιοι από αυτούς όπως ο Σαρλ δεν θα γλιτώσει. Και δεν θα είναι λίγοι αυτοί που θα μεταμορφωθούν σε θύματα ενός αδικαιολόγητου πολέμου που ποτέ κανείς δεν κατάλαβε την σημασία του και την διεξαγωγή του. Γιατί η μοίρα όρισε εκείνους να λάβουν το χρίσμα της ιστορίας και να απολέσουν ο ένας τον άλλο, αυτοί που οραματίζονταν μία ζωή γεμάτη όμορφες στιγμές συντροφικότητας και φιλίας στα χνάρια της παιδικότητάς τους;

Χαρακτηριστικά ο Εσνόζ αναφέρει: «Μετά από σχεδόν δύο χρόνια πόλεμο, με την επιταχυνόμενη επιστράτευση να αφαιμάσσει τη χώρα χωρίς σταματημό, έβρισκες ακόμα λιγότερο κόσμο στους δρόμους». Ενώ την ίδια ώρα στα χαρακώματα και στην πρώτη γραμμή της μάχης συμβαίνουν τα παρακάτω: «Με το κανόνι να ηχεί μπάσο κοντίνουο, με βραδύκαυστες και εκρηκτικές οβίδες κάθε διαμετρήματος, με τις σφαίρες να σφυρίζουν, να κροτούν, να στενάζουν ή να νιαουρίζουν ανάλογα με την τροχιά τους, με τα πολυβόλα, τις χειροβομβίδες και τα φλογοβόλα η απειλή είναι παντού {…} Εκεί που νομίζεις ότι μπορούσες να εκμεταλλευτείς κάποια ηρεμία μπας και κοιμηθείς στο βάθος του χαρακώματος, ακούς τον εχθρό  να σκάβει υπόκωφα πάνω απ’αυτό το ίδιο χαράκωμα, πάνω από σένα τον ίδιο, να σκάβει σήραγγες για να τοποθετήσει νάρκες που θα το αφανίσουν, μαζί μ’εσένα τον ίδιο». Οι λεπτομέρειες των περιγραφών είναι ανατριχιαστικές και ντροπιαστικές για το ανθρώπινο είδος με στρατιώτες όπως ο Αντίμ να παλεύουν με το τέρας της ψείρας και του αρουραίου που κατατρώει την σάρκα και την προσπάθεια επιβίωσης. «Απ’αυτόν τον πόλεμο δεν φεύγεις έτσι. Τα πράγματα είναι πολύ απλά: είσαι στριμωγμένος – μπροστά σου, ο εχθρός, πάνω σου, οι αρουραίοι και οι ψείρες, πίσω σου, οι στρατονόμοι».

Ενώ ο πόλεμος μαίνεται και τα μέτωπα με τους τραυματίες και τους νεκρούς αυξάνονται και πληθύνονται, η ζωή στο χωριό που άφησαν πίσω τους συνεχίζεται. Είναι τόσο επώδυνο να είσαι στην αναμονή ειδήσεων και να μην έχεις καμία ιδέα για το που βρίσκονται οι δικοί σου άνθρωποι και ποια είναι η τύχη τους. Οι οικογένειες με αγωνία και ανησυχία αναμένουν νέα ευχάριστα που πολλές φορές μετατρέπονται σε δυσάρεστα διαλύοντας δεσμούς που θα οδηγούσαν σε γάμο υπό μία κανονικότητα στην ροή της ζωής, όπως αυτόν του Σαρλ με την Μπλανς. Με την σιωπή να κυριαρχεί οι άνθρωποι που μένουν πίσω οδηγούνται στην απογοήτευση και η κοινωνία στην αφαίμαξη ανθρώπινου δυναμικού, με τους άνδρες κυρίως να πληρώνουν το τίμημα της θλιβερής συγκυρίας. Τα χωριά και οι άνθρωποι της Γαλλίας όπως και της υπόλοιπης Ευρώπης άλλαξαν άρδην, οι ανθρώπινες σχέσεις έχουν διαρραγεί, η αλληλεγγύη έχει κάνει φτερά και εν μέσω πολέμου αναδύεται το θέμα του χωρισμού των ανθρώπων σε προδότες που συνεργάστηκαν με τον εχθρό και σε πατριώτες που έδωσαν τα πάντα για τη νίκη. Και σαν ο πόλεμος τελειώσει και οι επιζώντες, αρτιμελείς ή μη επιστρέψουν στον τόπο τους, τότε ο χρόνος αρχίζει με ρυθμούς αργούς αλλά σταθερούς να κυλάει μήπως και καταφέρει να απαλύνει και να επουλώσει τα τραύματα που άνοιξε ελπίζοντας στην μοναδική ευχή, αυτά να μην ξανασυμβούν ποτέ ξανά σε κανέναν, εχθρό ή σύμμαχο.

«Είναι πάντα συγκλονιστικό να παρατηρείς, την άνοιξη, ακόμα κι αν είσαι πια σε μία ηλικία που γνωρίζεις το σύστημα, είναι καλός τρόπος να ξεδίνεις».

Το βιβλίο του Jean Echenoz, με τίτλο 14, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ίκαρος.

x
Το CultureNow.gr χρησιμοποιεί cookies για την καλύτερη πλοήγηση στο site. Συμφωνώ