Βασισμένη στο ομότιτλο μυθιστόρημα του Αντόνιο Ντι Μπενεντέτο (1956), ορόσημο στη Λατινοαμερικάνικη λογοτεχνία, μια από τις πολυαναμενόμενες ταινίες της χρονιάς, από τη μεγαλύτερη ίσως δημιουργό του Αργεντίνικου σινεμά, σε παραγωγή του Πέδρο Αλμοδόβαρ.

Σύνοψη

Σε μια μακρινή και απομονωμένη αποικία της Νοτίου Αμερικής, στα τέλη του 18ου αιώνα, ο Ζάμα, ένας αξιωματικός του Ισπανικού Στέμματος, περιμένει μάταια μια μετάθεση σ’ ένα καλύτερο πόστο. Αναγκασμένος να υπομείνει τα μικροπολιτικά παιχνίδια και τους εξευτελισμούς, δεν θα αργήσει να υποκύψει στην λαγνεία και την παράνοια.

Σκηνοθετικό Σημείωμα

Θέλω να κοιτάξω το παρελθόν με την ίδια ασέβεια που δείχνουμε όταν κοιτάμε το μέλλον. Όχι για να τεκμηριώσω τα γεγονότα, αφού ο ΖΑΜΑ δεν έχει  αξιώσεις ιστορικές, αλλά αντίθετα, για να βυθιστώ σε έναν κόσμο που είναι ακόμα αχανής: γεμάτος ζώα, φυτά και, μετά βίας κατανοητούς, ανθρώπους. Ένας κόσμος που ήταν κατεστραμμένος πριν καν ανακαλυφθεί και για αυτό, παραμένει σε ντελίριο.

Το παρελθόν της Ηπείρου μας είναι θολό και μπερδεμένο. Το κάναμε έτσι για να μην αναρωτιόμαστε για την έννοια της ιδιοκτησίας της γης, για τα λάφυρα πάνω στα οποία η άβυσσος της Λατινικής Αμερικής ιδρύθηκε, προκαλώντας και τη γέννηση της δικής μας ταυτότητας. Μόλις ξεκινήσουμε να ξεσκεπάζουμε το παρελθόν, τότε νιώθουμε ντροπή.

Η ταινία ΖΑΜΑ βυθίζεται βαθιά μέσα στην εποχή των θνητών ανθρώπων, σε αυτή τη σύντομη ύπαρξη που μας έχει επιτραπεί, διαμέσου της οποίας προσπαθούμε αγωνιωδώς να γλιστρήσουμε στην αγάπη, καταπατώντας ακριβώς αυτό που θα μπορούσε να αγαπηθεί, αναβάλλοντας συνεχώς το νόημα της ζωής λες και η μέρα που έχει πραγματικά σημασία δεν έχει έρθει ακόμα, λες και δεν μπορεί να είναι η σημερινή. Και όμως, ο ίδιος κόσμος που φαίνεται αποφασισμένος να μας καταστρέψει, γίνεται η δική μας σωτηρία: όταν μας ρωτάνε αν θέλουμε να ζήσουμε περισσότερο, λέμε πάντα ναι.

Συντελεστές

Σενάριο – σκηνοθεσία: Λουκρέσια Μαρτέλ

Με τους:  Ντανιέλ Χιμένεζ Κάτσο, Λόλα Ντουένιας