Μεγάλωσα στην Καλλιθέα, σε μια εποχή που οι ψυχαγωγίες ήταν λίγες: το ραδιόφωνο, ο κινηματογράφος και τα εικονογραφημένα περιοδικά που ανταλλάσσαμε έναντι 50 λεπτών στα ψιλικατζίδικα. Χρέη τηλεόρασης εκτελούσαν τα βραδινά ραδιοφωνικά σήριαλ κι ένα από τα αγαπημένα μου ήταν οι περιπέτειες του αστυνόμου Μπέκα.

Από τον Μπέκα ως τον Φίλιπ Μάρλοου η απόσταση ήταν μικρή. Κρυφά από τον αυστηρό πατέρα και με την ανοχή της μητέρας μου, η οποία λάτρευε τον Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ, στις τελευταίες τάξεις του δημοτικού άρχισα να διαβάζω τη Μάσκα και το Μυστήριο – το ελληνικό αντίστοιχο του pulp fiction. Τα ονόματα των συγγραφέων τότε δεν έπαιζαν κανένα ρόλο. Σημασία είχε ο ήρωας· ο Νήρο Γουλφ, ο Έλερυ Κουήν, ο Φίλιπ Μάρλοου ήταν για μένα εξίσου συναρπαστικοί με τον Ντετέκτιβ Χ και τον Ρέιντζερ Γερόλυκο. Όταν μπήκα στη Νομική, ως φοιτήτρια που «σεβόταν τον εαυτό της», δεν πάταγα στα μαθήματα αλλά παρακολουθούσα όλα τα αφιερώματα της Κινηματογραφικής Λέσχης στο φιλμ νουάρ. Με τη βοήθεια των αναλύσεων του Χρήστου Βακαλόπουλου, έμαθα τους κώδικες του νουάρ και άρχισα να ξαναδιαβάζω τα «φτηνά» αστυνομικά από διαφορετική σκοπιά.

Κάπως έτσι εξηγείται η απόφασή μου να ασχοληθώ με το αστυνομικό μυθιστόρημα. Δεν ξεπέρασα ποτέ τη μαγεία των βιβλίων μυστηρίου και προσπάθησα να τη μιμηθώ με το δικό μου τρόπο, επενδύοντας στο γράψιμο τις προσωπικές μου εμμονές. Συνειδητοποίησα ότι η φόρμα του αστυνομικού, παρότι αρκετά αυστηρή και γεμάτη υποχρεωτικές συμβάσεις, προσφέρει σ’ ένα συγγραφέα τη δυνατότητα να σχολιάσει πολλά και τελείως διαφορετικά μεταξύ τους πράγματα: την πολιτική και το ρατσισμό (Μανσέτ και Ιζζό), την αποσάθρωση του κοινωνικού ιστού στις δυτικές κοινωνίες (Μανκέλ και Καλλιφατίδης), τα πάθη των απλών ανθρώπων (Χάισμιθ, Τσάντλερ και Ρέντελ).

Κι επειδή η μουσική είναι το δικό μου πάθος, στο πρώτο μου βιβλίο με τίτλο: «Για μια χούφτα βινύλια», προσπάθησα να μιλήσω για τη συλλεκτική μανία της φυλής των εραστών του βινυλίου. Στο «Έχουνε Όλοι Κακούς Σκοπούς», πάλι οι ήρωες αγαπούν τη μουσική, οι περισσότεροι μάλιστα έχουν καταφέρει να ζουν απ’ αυτή. Σκιαγραφώντας τους χαρακτήρες, είχα στο μυαλό μου μια συγκεκριμένη εικόνα: τα παιδιά που έβλεπα τα απογεύματα να βαδίζουν προς τα Ωδεία τους, φορτωμένα με τα ακορντεόν και τις κιθάρες τους. Μας κοιτούσαν με κάποια ζήλεια, όλους εμάς που ξεχυνόμασταν στις αλάνες και στην πλατεία της Νέας Σμύρνης, για να λιαστούμε και να φλερτάρουμε. Σε λίγα χρόνια, θα τα ζηλεύαμε εμείς οι υπόλοιποι, όταν θα γίνονταν το επίκεντρο των πάρτι, φτιάχνοντας τα πρώτα ερασιτεχνικά συγκροτήματα. Παρέες στήνονταν και διαλύονταν γύρω απ’ αυτούς τους, φερέλπιδες μουσικούς, που διέθεταν περισσότερη αίγλη από τους ερασιτέχνες ποδοσφαιριστές και μπασκετμπολίστες, εκείνα τα χρόνια.

Οι ήρωες του «Έχουνε Όλοι Κακούς Σκοπούς» είναι εκείνοι που επέμειναν παρά τις αντιξοότητες και το σχεδόν εχθρικό κλίμα της εποχής. Όσοι κατάφεραν να χτίσουν την ελληνική ροκ σκηνή των αρχών της δεκαετίας του ’80, αγνοημένοι από εταιρείες δίσκων, ΜΜΕ και έντυπα. Οι συναυλίες τους δεν μάζευαν ποτέ τα πλήθη που συνωστίζονταν στα γήπεδα τα πρώτα χρόνια μετά την μεταπολίτευση. Ούτε διασκέδαζαν το κοινό όσο οι ρεμπέτικες κομπανίες που ξεφάντωναν στον Λυκαβηττό και τις «πολιτιστικές» εκδηλώσεις των δήμων απανταχού της χώρας, τη χρυσή δεκαετία του ’80. Λίγο πριν την έναρξη του καινούργιου αιώνα, μπόρεσαν να κάνουν πιο αισθητή την παρουσία τους, παρότι οι κάμερες των τηλεοπτικών συνεργείων προτιμούσαν τα σκυλάδικα και τα ελληνάδικα.

Κάποια από εκείνα τα παιδιά με τις κιθάρες τα συναντώ ακόμα στον Λυκαβηττό και τη Μαλακάσα, στο Γκαγκάριν και το An Club. Έχουν γεράσει, έχουν γκριζάρει και παχύνει, αλλά παραμένουν «νοσταλγοί του ροκ’ εν’ ρολ». Σ’ αυτά τα παιδιά είναι αφιερωμένο το βιβλίο.

Info:

Η Χίλντα Παπαδημητρίου γεννήθηκε στην Καλλιθέα το 1957. Μεγάλωσε στη Νέα Σμύρνη, διαβάζοντας αστυνομικά μυθιστορήματα κι ακούγοντας Neil Young και Bob Dylan. Σπούδασε Νομικά και για μια εικοσαετία είχε το δισκάδικο στην πλατεία της Νέας Σμύρνης. Από το 1994 ασχολείται επαγγελματικά με τη μετάφραση (John Barth, Percival Everett, Bob Dylan, Leonard Cohen, Raymond Chandler, Ross McDonald κ.ά.) Έχει γράψει δύο μονογραφίες για τους Beatles και τους Clash (εκδόσεις Απόπειρα). Υπήρξε συνεργάτης μουσικών εντύπων (ZOO, Pop & Rock, Sonic) και είναι συντάκτης του διαδικτυακού μουσικού περιοδικού MiC. Το Έχουνε όλοι κακούς σκοπούς είναι το δεύτερο μυθιστόρημά της με ήρωα τον αστυνόμο Χάρη Νικολόπουλο, και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ σε όλα τα βιβλιοπωλεία. Προηγήθηκε το Για μια χούφτα βινύλια (ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ, 2011).