Το Φωτογραφικό Κέντρο Θεσσαλονίκης σας προσκαλεί την Τρίτη 5 Ιουλίου 2016, στις 8.30 μμ. στο Γενί Τζαμί (Παλαιό Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης), για τα εγκαίνια μίας ξεχωριστής έκθεσης φωτογραφίας της Σουηδού φωτογράφου Katerina Mistal με τίτλο: “Χαρτογραφώντας την Ευρώπη – Ακτογραμμές” (“Mapping Europe – Coastlines”).

H έκθεση πραγματοποιείται με την υποστήριξη της Δημοτικής Πινακοθήκης Θεσσαλονίκης.

Χαρτογραφώντας την Ευρώπη, πως, τι και γιατί;

Τι μπορεί να είναι η Ευρώπη αναρωτιέται κανείς εύκολα! Οι πόλεις της, τα ποτάμια ή μήπως τα ψηλά της βουνά; Μήπως οι ιδέες που κυκλοφορούνε εντός της; Μήπως εκεί που βρίσκεται η πρωτεύουσα, το κοινοβούλιο, η κεντρική της τράπεζα, τα οικονομικό κέντρο, μήπως εκεί που μένει η εξουσία της; Μήπως εκεί που εδρεύουν οι βιομηχανίες της/παραγωγοί πλούτου; Μήπως Ευρώπη είναι οι άνθρωποί της, γενικά ή ειδικά; Απλά ερωτήματα στα οποία ο κάθε φωτογράφος απαντά με το δικό του τρόπο, τη δική του σοβαρότητα, τις δικές του ιδέες.

Πως φωτογραφίζουμε την Ευρώπη του σήμερα και γιατί;

Η φωτογράφος Katerina Mistal αποφάσισε να ασχοληθεί  με το “είδος”, φωτογραφίζοντας τα όρια της Ευρώπης, τις τελευταίες επιφάνειες στεριάς πριν τη θάλασσα, την τελευταία στεριά πριν τον ορίζοντα. Το πραγματικό τέλος ή μήπως την αρχή της ηπείρου; Συμβολικό; Ίσως. Οι αμμουδιές της Λέσβου πχ είναι το Νοτιοανατολικό όριο της Ελλάδας προς την Ασία, άντε και όριο της Ευρώπης ή μήπως αντίθετα είναι η αρχή της (για κάποιον που έρχεται από τη θάλασσα), το πρώτο χώμα;

Η Mistal θα φωτογραφίσει την αέναη μάχη της άμμου με το κύμα, λίγο πριν η θάλασσα ή οι καταιγίδες καταπιούν και αυτές τις τελευταίες λουρίδες χώματος/θρυμματισμένης ύλης (μειώνοντας τις επιφάνειές της) ή μήπως αντίθετα, θα φωτογραφίσει  το “σύνορο” λίγο πριν το κύμα ξεβράσει κι άλλη άμμο, αλλοιώνοντας το όριο και αυξάνοντας (εκτατικά) την επιφάνεια της γηραιάς ηπείρου μας.

Η φωτογραφία ως εργαλείο καταγραφής της υπάρχουσας πραγματικότητας, ως ντοκουμέντο μιας ακτογραμμής στην αρχή του εικοστού πρώτου αιώνα.

Ο φωτογράφος, σε αντίθεση με άλλες μορφές τέχνης, οφείλει πάντα να είναι παρόν. Η φωτογράφος για να το καταφέρει αναγκάζεται να ταξιδεύει (με αρκετή προετοιμασία και οργάνωση) στα πέρατα, τις εσχατιές του αντικειμένου της, της Ευρώπης. Διερευνά τα όρια της γηραιάς, από τα κανάρια νησιά στον Ατλαντικό, το βράχο του Γιβλαρτάρ, το νησί της Λαμπεντούζα, που τόσο επίκαιρο είναι στις μέρες μας με τις καραβιές προσφύγων και οικονομικών μεταναστών, που φτάνουν ή δε φτάνουν σε αυτό, την Κρήτη, τη Γροιλανδία, τα όρια προς βορά ή τις αμμούδες της Πολωνίας στη Βαλτική.     

Κατά τη διαδικασία, όπως συμβαίνει μα όποιον δρά, προκύπτουν ερωτήματα. Τα όρια του χάρτη, είναι μόνο περιφερειακά ή ενδέχεται να βρίσκονται και εντός, να βρίσκονται και εσωτερικά του εξωτερικού αυτού δακτυλίου; Τέσσερα χρόνια πριν την Ειδομένη, η φωτογράφος προβλέπει και αποκρίνεται ναι, τα όρια μπορεί να είναι και εντός της φυσικής περιμέτρου και εντάσσει στο “αποκαλυπτικό” της έργο και τη Θεσσαλονίκη, την πρωτεύουσα των προσφύγων, φωτογραφίζοντας την παραλία της Περαίας με κρυφό νοητό υπόβαθρο τον Όλυμπο (το βουνό των θεών) και θέα προς τα παλαιά οχυρά και πολυβολεία του Αγγελοχωρίου ή μήπως τον φάρο του, που μέρα μεσημέρι μοιάζει να μην φωτίζει πια για κανέναν;

Να λοιπόν το επιφαινόμενο, η φωτογραφία ως βέλος κατάδειξης μιας πιθανώς προαιρετικής πορείας, ως μαρκαδόρος υπογράμμισης για το όριο, για το μεταίχμιο, το εδώ και το εκεί, το τοπίο, τη θάλασσα, τον ορίζοντα, τον ουρανό, με ότι μπορεί να φέρνει αναγωγικά αυτό στον καθένα μας.

Τοπίο και ανθρώπινη παρουσία

Μα τι είναι αυτή η σειρά που ακολουθεί τη διαχωριστική ανάμεσά τους γραμμή; Μία σειρά ανθρωπάκια; Ναι, μία σειρά νέων ανθρώπων, κάποιων με στολή, σα να ανήκουν σε ένα ευρύτερο σύνολο, σε μία ομάδα ίσως;

Η Μιστάλ δε φωτογραφίζει στο σύνορο μοναχικούς ανθρώπους που να κοιτούν είτε προς τον εαυτό τους είτε προς το βάθος του ορίζοντα, σχεδιάζοντας  ταξίδια και άλλου είδους καταστάσεις φυγής, δε φωτογραφίζει ανταριασμένα ή ήρεμα δειλινά, για αισθητικής απόλαυσης φωτογραφίες, δε φωτογραφίζει ερωτευμένα ζευγαράκια στον άχρονο τόπο τους, δε φωτογραφίζει τους εργάτες καθαριότητας της παραλίας ή τις δράσεις των οικολόγων, ούτε καν παιδάκια να βιώνουν με το δικό τους ξεχωριστό τρόπο την ελευθερία ενός παιχνιδιού στη φύση.

Φωτογραφίζει μόνο ομάδες μαθητών και μάλιστα μαθητών που ανήκουν στη χορωδία ενός σχολείου του τόπου. Φωτογραφίζει, εν ολίγης, μελλοντικά πιθανώς “άτομα” μιας όχι και τόσο μακρινής από το σήμερα εποχής, που έχουν, όμως, βιώσει από νεαρή ηλικία τη χαρά του να ανήκεις δημιουργικά κάπου, να βρίσκεσαι με ανθρώπους της ηλικίας σου, να συνδημιουργείς με αυτούς, προσφέροντας, στο ευρύτερο σύνολο της περιορισμένης έστω κοινωνίας του τόπου διαμονής, την τέχνη σου. Τα μέλη μιας χορωδίας βιώνουν  με έναν ξεχωριστό τρόπο την απόλαυση της τέχνης τους, αυτής, που ο καθένας ως μέρος ενός συνόλου, ούτε προεξέχων, ούτε αφανής, παράγει, με άπειρες πρόβες, με άπειρες ώρες εργασίας,  που ποτέ δε γίνονται αντιληπτές από όποιον δε γνωρίζει, από αυτόν που δε βάζει τον εαυτό του να το σκεφτεί.

Μήπως τότε αυτή η φωτογραφία δεν είναι φωτογραφία τοπίου, αλλά φωτογραφία ομαδικού πορτρέτου;

Τα μοντέλα της γνωρίζοντας από την πειθαρχία που απαιτεί η τέχνη μέχρι να καταφέρει να μετατραπεί σε υπέρβαση, ακολουθούν με προσοχή τις σκηνοθετικές και άλλες οδηγίες, πχ για την πόζα ή τη θέση τους στο τοπίο κτλ, που τους υποδεικνύει η σκηνοθέτης/φωτογράφος με τη ντουντούκα της, κάπου ψηλά ανεβασμένη (οι θεσσαλονικείς ας θυμηθούνε εδώ τον Γιάννη Κυριακίδη και τη σκάλα του) για το πληρέστερο κάδρο της. (Η σκηνοθετημένη Φωτογραφία)

Για έναν ενεργό θεατή

Φυσικά, για τον προσεκτικό παρατηρητή των φωτογραφιών, δε διαφεύγει της προσοχής το γεγονός πως σε όλες τις εικόνες, τα μέλη των νεανικών αυτών κοινοτήτων, σε όλους μα σε όλους τους τόπους, κοιτούν προς τα εμάς και ταυτόχρονα δεν κοιτούν προς τη θάλασσα. Γιατί;

Θα ήθελα από τους θεατές της έκθεσης απόψεις.

Γιατί πχ η φωτογράφος από το ίδιο σημείο δεν τοποθετεί τα μοντέλα της να κοιτούν προς το πέλαγος, προς τον ορίζοντα; Τι θα σήμαινε αυτό;

Γιατί η φωτογράφος, ως άλλη αναδυόμενη Αφροδίτη, δεν στέκεται στη θάλασσα και τα μοντέλα της να κοιτούν προς αυτήν; Τι θα σήμαινε να την παρατηρούν με έναν τέτοιο τρόπο;

Γιατί η φωτογράφος από τη θάλασσα δε φωτογραφίζει ανθρώπινες φιγούρες που αποστρέφοντας τα μάτια από το θαύμα της, θα κοίταγαν προς την ενδοχώρα;

Γιατί δε στέκεται στο σημείο που το νερό βρέχει τη στεριά κτλ, κτλ;

Γιατί καμία φωτογραφία δε μπορεί να είναι τυχαία;

Σε τελική ανάλυση τι χαρτογραφεί η δημιουργός;

Τελικά τι είδους φωτογραφία κάνει η Katerina Mistal;

Τοπίου, ομαδικού πορτρέτου, μίνιμαλ, εννοιολογική;