Ο Φιλολογικός Σύλλογος Παρνασσός παρουσιάζει μια βραδιά πορτογαλικής φάδο με τίτλο «Maria Severa Onofriana και άλλες ιστορίες», το Σάββατο 2 Μαρτίου 2013, στις 20.30. Με αφορμή αυτή τη συναυλία, η ερμηνεύτρια της βραδιάς, Vânia Conde, απάντησε στις ερωτήσεις μας για τη μουσική, το είδος και το πρόγραμμα που θα παρουσιάσει.

Συνέντευξη: Μαριάννα Παπάκη

Culturenow.gr: Στις 2 Μαρτίου θα σας απολαύσουμε στην Αθήνα σε μια βραδιά με μουσική fado. Πείτε μας μερικά λόγια για το πρόγραμμα και για τις προσδοκίες σας γι’ αυτή  τη συναυλία.
Vânia Conde: Θα είναι η πρώτη φορά που επισκέπτομαι την Αθήνα και οι προσδοκίες μου είναι υψηλές. Οι στόχοι μου για αυτή τη βραδιά είναι να οδηγήσω το κοινό, μέσα από απλά αλλά αισθαντικά αφιερώματα, στους δρόμους της Λισαβόνας και την ιστορία του fado, στην οποία περιλαμβάνονται κάποια υπέροχα πορτογαλικά ποιήματα που έχουν τραγουδηθεί από μερικές από τις σπουδαιότερες γυναικείες φωνές του είδους.

Cul.N.: Ποια ήταν η πρώτη σας επαφή με το Fado; Τι σημαίνει για έναν Πορτογάλο αυτό το είδος της μουσικής και τι για εσάς προσωπικά;
V.C.: Σαν Πορτογαλίδα θα μπορούσα να ακούω πάντα Fado αλλά ως παιδί, δεν μου άρεσε είναι η αλήθεια, μου ακουγόταν πολύ λυπητερό σαν είδος. Σαν ενήλικας όμως, όταν μετακόμισα στη Λισαβόνα για να σπουδάσω νοσηλευτική, άρχισα να ακούω περισσότερο Fado και άρχισα να πηγαίνω και σε συναυλίες του είδους. Ακούγοντας τις τραγουδίστριες, έδωσα προσοχή στους στίχους και ακούγοντας την μουσικότητα του τυπικού παραδοσιακού Fado, το ερωτεύτηκα.

Πιστεύω πως το Fado είναι μέρος της εθνικής μας ταυτότητας. Ακόμα και αν σε κάποιον δεν αρέσει, αναγνωρίζεται ως κάτι που είναι κομμάτι του λαού μας. Είναι σαν ένα κρυφό κομμάτι της ψυχής μας! Σήμερα, θα μπορούσα να πω πως τραγουδάω Fado για να αφήσω τα συναισθήματά μου να βγουν στην επιφάνεια. Είναι ένας τρόπος να εκφραστώ, να εκφράσω τους φόβους μου, τις απογοητεύσεις μου, την αγάπη μου, τη λύπη μου αλλά και τη χαρά και τη διάθεσή μου να διασκεδάσω.

Cul.N.: Ποιες είναι οι επιρροές σας;
V.C.: Στην πραγματικότητα, είμαι αρκετά «πολυσυλλεκτική» σε ό, τι αφορά στη μουσική: Ακούω κλασική μουσική όπως Bach και Tchaikovsky, σύγχρονη μουσική όπως Phillip Glass, ακούω ποπ όπως η Adéle αλλά και ποπ/ροκ όπως οι “The Killers”. Είμαι τρελή για “Queen”, “Rolling Stones” και  “Beatles”. Αγαπώ τη Βραζιλιάνικη μουσική όπως: Elis Regina, Tom Jobim, Chico Buarque, Djavan. Μου αρέσει πολύ η πορτογαλική μουσική της δεκαετίας του ’80. Η αλήθεια είναι πως, στην Πορτογαλία «γεννιόταν» και συνεχίζει να «γεννιέται» καλή μουσική και εννοείται πως ακούω Fado από τους παλιούς έως τους νέους ερμηνευτές. Κλείνοντας, θα έλεγα πως επηρεάζομαι από όλες αυτές τις προσλαμβάνουσες.

Cul.N.: Είναι η Amália Rodrigues, μια τραγουδίστρια – είδωλο για το Fado για όλους τους τραγουδιστές του είδους;
V.C.: Η Amália ήταν και θα είναι πάντα μια μεγάλη κυρία του Fado. Χάρις σε εκείνη, το είδος πέρασε τα σύνορα της Πορτογαλίας, αλλά υπήρξαν πολλές καλές φωνές στη «Χρυσή Εποχή» του Fado. Αναμφισβήτητα, η Amália ξεχώρισε αλλά δεν ήταν η μόνη. Οπότε, κάθε τραγουδιστής επιλέγει το αγαπημένο του πρότυπο-είδωλο. Κατά τη γνώμη μου, είχε ένα μοναδικό και ιδιαίτερο τρόπο να περιλαμβάνει τη δύναμη ενός λαού στην κάθε λέξη που ερμήνευε.

Cul.N.: Αυτή, όπως προαναφέραμε, θα είναι η πρώτη σας εμφάνιση στην Ελλάδα. Πώς νιώθετε γι’ αυτό και τι θα θέλατε να πείτε στο ελληνικό κοινό που αγαπά πολύ το Fado;
V.C.: Είμαι ενθουσιασμένη γι’ αυτή τη βραδιά. Οι προσδοκίες μου, όπως ανέφερα και παραπάνω, είναι πολύ υψηλές επειδή πάντα ήθελα να γνωρίσω την πόλη την οποία θεωρώ λίκνο της κοινωνίας, όπως την ξέρουμε μέχρι τώρα, και φυσικά τους ανθρώπους της.

Ζούμε εποχές στις οποίες και οι δύο χώρες αντιμετωπίζουν δυσκολίες σε κοινωνικό, πολιτικό και οικονομικό επίπεδο. Πιστεύω πως σε περιόδους σαν αυτές, που υπάρχει κοινωνική αναταραχή, πρέπει να κρατήσουμε τα καλύτερα στοιχεία που διαθέτουμε, ο καθένας σαν λαός και σαν χώρα και που είμαστε υπερήφανοι γι’ αυτά και να τα προσαρμόσουμε στην σύγχρονη πραγματικότητα. Το Fado είναι μία μουσική φόρμα που συνδυάζει τη λαϊκή και την παραδοσιακή μουσική της Πορτογαλίας. Ελπίζω το ελληνικό κοινό που θα έρθει στη συναυλία, ακόμα και αν δεν καταλαβαίνει τη γλώσσα, να συνταξιδέψει με τη μουσική μας καθώς οι δύο λαοί έχουμε κοινά συναισθήματα και μουσικούς κώδικες.