Αγάπη, μυρωδάτη

Ο Μαγιακόφσκι όντας ακόμα παντρεμένος με την Λιλι, έφυγε για το Παρίσι Στην πόλη του Φωτός και του Έρωτα, θα ήταν «ανόητος» όποιος θα έλεγε πως ο ποιητής θα γλύτωνε. Μέσω κοινής παρέας, γνωρίστηκε με την Τατιάνα Γιακόβλεβα, την οποία ερωτεύτηκε παράφορα με όλη του την ατίθαση καρδιά. Εκείνη μια πανέμορφη γυναίκα της υψηλής κοινωνίας λάτρης της κλασσικής τέχνης, δεν θα μπορούσε να συναισθανθεί τον νεαρό ποιητή, «στρατιώτη» της σοβιετικής ποίησης με τους επαναστατικούς και οργισμένους του στίχους.

Ο Βλαντίμιρ, ποιητής με διεθνή φήμη και κύρος, πάντα σε παθιασμένη κόντρα με το καταστημένο και την συμβατή ζωή, δεν κατάφερε όσο ανέπνεε, να πείσει την γυναίκα που ήταν ερωτευμένος, πως θα της χάριζε κάθε αναπνοή του. Έτσι, απογοητευμένος από την άρνηση της Τατιάνα Γιακόβλεβα, επιστρέφει στην Μόσχα, μόνος του.

Πριν όμως αποχωρήσει, αιώνια πιστός στον έρωτα του για την αγαπημένη του, καταθέτει όλα του τα χρήματα από τις ζωντανές του εμφανίσεις σε μια παριζιάνικη τράπεζα. Δίνει εντολή σε ένα ανθοπωλείο της πόλης, να αντλούν χρήματα από αυτόν τον λογαριασμό μέχρι να τελειώσουν, ώστε να στέλνουν στην Γιακόβλεβα λουλούδια κάθε εβδομάδα, για να μην της περάσει ποτέ η ιδέα, πως ίσως την ξέχασε. Τουλίπες, ορχιδέες και τριαντάφυλλα στολίζουν κάθε εβδομάδα το σπίτι της.

Η αυτοκτονία του ποιητή, ήρθε για να λυγίσει συναισθηματικά την γυναίκα που ήταν πια παράφορα ερωτευμένη μαζί του, καθώς σε ένα χαώδη κόσμο με χιλιόμετρα να τους χωρίζουν, ο ποιητής δεν την ξέχασε ποτέ, μεταφράζοντας της όλα τα «σ’ αγαπάω» του κόσμου με πολύχρωμα λουλούδια.

Ακόμα και μετά τον θάνατο του ποιητή, τα λουλούδια συνέχιζαν να στέλνονται κανονικά. Δύο φορές την εβδομάδα η Τατιάνα, έβλεπε στην πόρτα της, τους νεαρούς από το ανθοπωλείο, να της φωνάζουν «Από τον Μαγιακόφσκι!». Στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, αυτά τα λουλούδια ήταν που έσωσαν την ίδια από την πείνα, καθώς ζούσε από το αντίτιμο των ανθέων αυτών, των οποίων αναγκάστηκε να πουλάει στον δρόμο.

Καιρό μετά, όταν οι Ρώσοι μπήκαν στο Βερολίνο, τα λουλούδια συνέχιζαν να στέλνονται, με τους ανθρώπους που συνήθιζαν να της τα παραδίδουν, να έχουν γεράσει. Οι νεότεροι που ανέλαβαν την αποστολή γνωρίζοντας την ιστορία από διηγήσεις, ένιωθαν πως ήταν χαρακτήρες ενός παραμυθιού χωρίς τέλος.

Η ιστορία με τα λουλούδια είχε πλέον γίνει γνωστή, στους απανταχού σοβιετικούς κύκλους. Έτσι, ο μηχανικός Αρκάντι Ρίβλιν, όταν επισκέφτηκε το Παρίσι, θέλησε να επισκεφτεί και την συμπατριώτισσα του. Εκείνη με χαρά τον δέχτηκε. Καθώς έπιναν το τσάι τους και συζητούσαν, ο μηχανικός πήρε το θάρρος και την ρώτησε εάν είναι αστικός μύθος η απόλυτη ιστορία ρομάντζου με τα λουλούδια. Εκείνη απάντησε χαρακτηριστικά «Ελπίζω να μην βιάζεστε, πιείτε το τσάι σας». Λίγη ώρα μετά ακούστηκε από την πόρτα : «Από τον Μαγιακόφσκι!»

Γράμμα στην Τατιάνα Γιακόβλεβα

Ακόμη και μέσα στα φιλιά των χεριών,
ή των χειλιών,
σε σώματα που τρέμουν
λατρεμένα μου
το κόκκινο
χρώμα
της δημοκρατίας μου
επίσης
οφείλει
να καίει.

Δεν μ’ αρέσει
ο παριζιάνικος έρωτας:
κάθε γυναικάκι
στα μεταξωτά τυλιγμένο,
βαριεστημένο, νυσταγμένο
να λέει –
tu es beau –
με της σκύλας
το κτηνώδες πάθος.

Μόνον εσύ με ’μένα
είσαι στο ίδιο ύψος,
στάσου τώρα δίπλα μου
φρύδι με φρύδι,
έλα
σ’ αυτό
το σημαντικό απόγευμα
να μιλήσουμε
ανθρώπινα.

Πέντε η ώρα,
κι απ’ αυτή τη στιγμή
στίχοι
άνθρωποι
το πυκνό δάσος,
εξαφανίζονται μαζί και
η κατοικημένη πόλη,
άκου μόνον
το αντικρουόμενο σφύριγμα
των τραίνων για την Βαρκελώνη.

Στον μαύρο ουρανό
αστραφτερά βήματα,
βροντές
βλασφημούν
στο ουράνιο δράμα, –
δεν είναι καταιγίδα,
αυτό είναι
μόνον
η κάψα που μετακινεί όρη.

Ηλίθιες λέξεις,
μη τις παίρνεις στα σοβαρά,
μη σε τρομάζουν
αυτά τα τραντάγματα, –
θα χαλιναγωγήσω,
θα καταλαγιάσω,
συναισθήματα
αριστοκρατικής καταγωγής.

Το πάθος κάποτε
φτάνει στο τέλος,
αλλά η ευχαρίστηση
ασταμάτητη,
θα είμαι μακρύς,
θα είμαι απλός,
θα μιλήσω με στίχους εγώ.

Ζήλεια,
σύζυγοι,
δάκρυα…
αρκετά!

Πρησμένα βλέφαρα
ταιριάζουν στα τέρατα.

Εγώ δεν νοιάζομαι για ’μένα,
εγώ
ζηλεύω
την Σοβιετική Ρωσία.

Είδα
στους ώμους τα κουρέλια,
τη φυματίωση
να τούς γλύφει
με την ανάσα της.

Εντάξει,
δεν φταίμε εμείς –
όμως εκατό εκατομμύρια
ήταν εξαθλιωμένοι.

Εμείς
τώρα
μ’ αυτές τις αβρές ασχολίες –
με τα σπορ
δεν βοηθάμε πολλούς, –
εσένα κι εμένα
μάς χρειάζονται στη Μόσχα,
δεν υπάρχουν αρκετά
ξεκούραστα πόδια.

Δεν έχεις
στο χιόνι
και στον τύφο
περπατήσει
μ’ αυτά τα πόδια,
εδώ
σε χάδια
τα δίνεις
σε δείπνα
με εμπόρους πετρελαίου.

Δεν σκέφτεσαι,
ζαρώνεις μόνο τα μάτια
ισιώνοντας τα τόξα των φρυδιών.

Έλα ’δώ
έλα στη διασταύρωση
των μεγάλων μου
και αδέξιων χεριών.

Δε θες;

Θα μείνεις και τον χειμώνα,
κι αυτό θα είναι
προσβολή
στη γενική υπόθεση.

Δεν με νοιάζει τίποτε,
εσένα
κάποια στιγμή θα σε πάρω –
μόνη
ή μαζί με το Παρίσι.

Βλαδίμηρος Μαγιακόφσκυ


Ευελπιστούμε η ιστορία να είναι αληθινή, γιατί της χαρίσαμε όλες μας τις ελπίδες