Στην έκθεση “SUMMERtime” εκτίθενται για πρώτη φορά 37 υδατογραφίες μικρών διαστάσεων, μέρος μίας ενότητας που η άρχισε να δημιουργείται κατά την διάρκεια του πρώτου lockdown το 2020.

Η Ιστορικός Τέχνης Χριστίνα Σωτηροπούλου, στο κείμενό της που είναι τυπωμένο στον συνοδευτικό Κατάλογο της Έκθεσης, γράφει:

Summertime
And the livin’ is easy
Fish are jumpin’
And the cotton is high
Oh, your daddy’s rich
And your ma is good-lookin’
So hush, little baby
Don’t you cry

«Στους διάσημους στίχους του Summertime που έγραψε ο Τζορτζ Γκέρσουιν για το μιούζικαλ Porgy and Bess, το καλοκαίρι παύει να δηλώνει απλώς μια εποχή. Μετουσιώνεται σε κάτι τελείως διαφορετικό, εκφράζει ψυχική διάθεση, παραπέμποντας σε μια αρχετυπική αντίληψη του συλλογικού ασυνείδητου που τείνει να αναζητά επίμονα μέσα στις αντιξοότητες της καθημερινότητας έναν τόπο παραδείσιας ευτυχίας, τις νήσους των Μακάρων ή την Εδέμ όπου κατοικούσαν οι άνθρωποι πριν το προπατορικό αμάρτημα.

Αυτήν την μόνιμη ανάγκη διαφυγής συνοδεύει συχνά μια αίσθηση γλυκιάς νοσταλγίας, μια ενόρμηση διαρκούς αναζήτησης όχι αυτού που πράγματι υπήρξε, αλλά εκείνου που δεν κατακτήθηκε ποτέ. Αυτό συμβολίζει το καλοκαίρι, λειτουργώντας στο θυμικό ως μια μεταχρονολογημένη επιταγή ευτυχίας που παραδόξως παραμένει πάντα ανοιχτή προς εξαργύρωση.

Το ίδιο συναίσθημα είναι που αποτυπώνεται εικαστικά στην σειρά των υδατογραφιών της Βιργινίας Φιλιππούση με τίτλο Summertime. Η διαφάνεια που επιτρέπει το συγκεκριμένο μέσο στην δημιουργό συνδυάζεται με την ταχύτητα της εκτέλεσης, με αποτέλεσμα την δημιουργία έργων γεμάτων φρεσκάδα, χωρίς την εκζήτηση περίπλοκων συνθέσεων. Τοποθετημένα παρατακτικά, λειτουργούν με την αμεσότητα της κινηματογραφικής σεκάνς όπου τα πλάνα διαδέχονται με ταχύτητα το ένα το άλλο. Ο θεατής αιφνιδιασμένος στέκεται κρατώντας την ανάσα του μπροστά σε αυτόν τον ορυμαγδό χρωμάτων, σχημάτων και εντυπώσεων.

Η ίδια η καλλιτέχνης δηλώνει πως θέλησε να εκμεταλλευτεί την διαφάνεια που δημιουργεί στην υδατογραφία το νερό και την ταχύτητα με την οποία στεγνώνει προκειμένου να εκφράσει μεταφορικά την βιασύνη του χρόνου, έτσι ακριβώς όπως λειτουργεί μια φωτογραφική μηχανή όταν ανοιγοκλείνει το διάφραγμα για την στιγμιαία αναμνηστική φωτογραφία. Αυτού του είδους η αισθητική της polaroid.

Ανέκαθεν γοήτευε τους μεταπολεμικούς καλλιτέχνες, οι οποίοι σε εικονικά έργα όπως, για παράδειγμα, η Betty του Gerhard Richter ή η Pontiac του ‘61 του Robert Bechtle, προσπάθησαν να διερευνήσουν τις εικαστικές της δυνατότητες. Ωστόσο, αυτό που διαφοροποιεί τις συνθέσεις της Φιλιππούση είναι ο ιδιότυπος λυρισμός της γραφής της, ο οποίος την ωθεί να απορρίψει την σαγήνη της πρόκλησης της υπερρεαλιστικής αποτύπωσης και να στραφεί συνειδητά σε μια ιδιόμορφη ποιητικότητα την οποία συνθέτει χρησιμοποιώντας υπαινιγμούς που παραπέμπουν σε έργα του μαγικού ρεαλισμού, χωρίς όμως να πέφτει θύμα του επιφανειακού συναισθηματισμού που συχνά τον χαρακτηρίζει. Αντιθέτως, παρόλο που σε μια πρώτη ανάγνωση επικρατεί η καλοκαιρινή διάθεση των θεμάτων της, τα οποία φαίνεται να ανακαλούν στιγμές των θερινών διακοπών μέσω της φωτεινότητας του χρώματος, της αμεσότητας της σύνθεσης και την ταχύτητα της πινελιάς, αισθάνεται κανείς πως κάτι πιο σκοτεινό ελλοχεύει. Πρόκειται για μια αδιόρατη μελαγχολία που οφείλεται στην υποψία πως η εικονιζόμενη ανεμελιά, η εντύπωση της απόλυτης ευτυχίας και ξενοιασιάς που δονεί την ζωγραφική επιφάνεια είναι τόσο πλαστή όσο και η αντίληψή μας για το καλοκαίρι. Δεν υπήρξε ποτέ πραγματικά παρά μόνον στη φαντασία μας.»