Η κλασική μουσική υπάρχει στην ζωή μου από εμβρυακή ηλικία. Ο πατέρας μου, Ευάγγελος Χριστόπουλος, είναι μουσικός, ομποΐστας. Μία από τις πρώτες μου μουσικές αναμνήσεις είναι ο πατέρας μου να μελετάει «τενούτες» (κρατημένες νότες) στο όμποε.

Photo: Patrick Pfeiffer

Ίσως γι’ αυτό ο ήχος μουσικών ή σπουδαστών μουσικής που μελετούν – για πολλούς δυσβάσταχτα κουραστικός, αφού η διαδικασία εκμάθησης ενός κομματιού είναι συχνά αργή και επίπονη – μου προξενεί ένα συναίσθημα ευχάριστης οικειότητας.

 

Όμποε σπούδασα κι εγώ στο Ωδείο Αθηνών με τον Κλωντ Σιελέ, όμως το όνειρό μου από μικρός ήταν να γίνω μαέστρος κι έτσι έφυγα στη Γερμανία, όπου σπούδασα διεύθυνση ορχήστρας στην Μουσική Ακαδημία του Μονάχου. Δεν γνωρίζω κανέναν Έλληνα μουσικό που να μην έχει περάσει από το εξωτερικό, έστω για λίγο. Δυστυχώς το επίπεδο των μουσικών σπουδών στην Ελλάδα – όπως και γενικότερα της παιδείας – είναι αξιολύπητο. Όχι ότι δεν υπάρχουν αξιόλογοι δάσκαλοι και καθηγητές. Αλλά οι θεσμοί λείπουν, ή πάσχουν. Πάνω από μισό αιώνα συζητούμε σ’ αυτήν την χώρα για την ανάγκη δημιουργίας Μουσικής Ακαδημίας και δεν έχουμε ακόμα καταφέρει να την ιδρύσουμε (βλ. π.χ. Γιώργου Σισιλιάνου: «Για τη Μουσική», σχετικό κείμενο του 1961)· οι φοιτητές στα τμήματα μουσικών σπουδών των πανεπιστημίων εισάγονται με γενικές εξετάσεις· φαιδρά πράγματα…

 

Η κλασική μουσική στην Ελλάδα έχει μεν πιστούς φίλους – ανάμεσά τους και πολλοί νέοι άνθρωποι – δεν είναι όμως όσο διαδεδομένη θα μπορούσε να ήταν. Οι λόγοι γι’ αυτό είναι πολλοί και συνάδουν με γενικότερες παθογένειες της ελληνικής κοινωνίας.

Ασφαλώς η έλλειψη μουσικής παιδείας στο σχολείο παίζει σημαντικό ρόλο σε αυτήν την κατάσταση. Ακόμα κι όταν διδάσκεται, το μάθημα της μουσικής γίνεται βαρετά και ακαδημαϊκά. Παράλληλα έχουμε έναν ανηλεή «βομβαρδισμό» του κοινού με προϊόντα μουσικής υποκουλτούρας από την συντριπτική πλειονότητα των μέσων μαζικής ενημέρωσης. (Δεν είναι μόνο η κλασική μουσική εξοβελισμένη από τα προγράμματα των περισσοτέρων σταθμών. Το ίδιο ισχύει π.χ. και για την δημοτική μουσική).

Πεποίθησή μου είναι ότι η κλασική μουσική απευθύνεται σε όλους κι έχει την δύναμη να συγκινήσει ή να συνεπάρει και τον πιο αμύητο ακροατή, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η μουσική παιδεία και καλλιέργεια δεν διευκολύνουν την παρακολούθηση μίας συναυλίας και δεν εντείνουν την απόλαυση που μπορεί κανείς να αντλήσει από την μουσική.

Εκείνο που λέω σε όλους τους ερασιτέχνες φίλους μου είναι να μην απογοητεύονται μετά από μία ανιαρή συναυλία και νομίζουν ότι φταίνε αυτοί που δεν ξέρουν να ακούνε! Συνήθως ευθύνονται οι ερμηνευτές της μουσικής, εάν πλήξει το κοινό, που δεν κατάφεραν να το κερδίσουν. Εάν βαρεθούμε σε μία κινηματογραφική ταινία, δεν θα σταματήσουμε να πηγαίνουμε σινεμά!

Κύριες πηγές καλλιτεχνικής επιρροής για εμένα υπήρξαν, εκτός από τον πατέρα μου, η μεγάλη ερευνήτρια και ερμηνεύτρια της παραδοσιακής μας μουσικής, Δόμνα Σαμίου, που μ’ έμαθε ν’ αγαπώ το δημοτικό τραγούδι, την ομορφιά των στίχων του, την ποικιλία των ρυθμών του, τον θεματικό και εκφραστικό του πλούτο και να εκτιμώ και να σέβομαι το ιδιαίτερο ύφος κάθε περιοχής και κάθε είδους, πράγμα σημαντικό και στην κλασική μουσική· ο καθηγητής μου στο Μόναχο, Χέρμαν Μίχαελ, που με δίδαξε πάρα πολλά για την διεύθυνση ορχήστρας και την τεχνική της πρόβας· από Έλληνες μαέστροι ο Μιλτιάδης Καρύδης, τον οποίο είχα την τύχη να γνωρίσω προσωπικά και να επωφεληθώ από το ήθος του, τις γνώσεις του και την στιβαρή του τεχνική, αλλά και ο Δημήτρης Μητρόπουλος, που μέσα από την αλληλογραφία του, βιογραφίες, μαρτυρίες κλπ λειτούργησε ως φάρος έμπνευσης και πρότυπο πάθους και αφοσίωσης στη Μουσική.

 

Είναι τόσα πολλά τα μουσικά έργα που αγαπώ, που είναι δύσκολο να ξεχωρίσω λίγα. Η απάντηση στην γνωστή ερώτηση (με τις παραλλαγές της) «Ποιες πέντε παρτιτούρες θα έπαιρνες μαζί σου σ’ ένα έρημο νησί;» αλλάζει αναλόγως προς την ψυχική κατάσταση και το ποιούς συνθέτες μελετώ μία δεδομένη χρονική στιγμή. Φέτος είμαι ευτυχής που διευθύνω τον Κύκλο «Μπετόβεν» με την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών και πιστεύω ότι δεν υπάρχει υψηλότερη κορυφή στην συμφωνική μουσική από τις Εννέα Συμφωνίες του Μπετόβεν.

Info: Ο Βασίλης Χριστόπουλος γεννήθηκε το 1975 στο Μόναχο. Σπούδασε όμποε και ανώτερα θεωρητικά στο Ωδείο Αθηνών και διεύθυνση ορχήστρας στην Μουσική Ακαδημία του Μονάχου. Μεταξύ άλλων έχει διευθύνει ορχήστρες όπως η Φιλαρμόνια του Λονδίνου, η Φιλαρμονική της Ραδιοφωνίας του Αννόβερου, η Νέα Φιλαρμονική της Ιαπωνίας, η Συμφωνική Ορχήστρα της Τσέχικης Ραδιοφωνίας, οι Φιλαρμονικές Ορχήστρες της Βρέμης και του Ντούισμπουργκ, οι Συμφωνικές Ορχήστρες του Αμβούργου και του Ντύσσελντορφ και πολλές άλλες. Σήμερα είναι Καλλιτεχνικός Διευθυντής της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών και Κορυφαίος Αρχιμουσικός της Φιλαρμονικής Ορχήστρας της Νοτιοδυτικής Γερμανίας με έδρα την Κωνσταντία. Έχει δύο δίσκους στο ενεργητικό του (την πρώτη ηχογράφηση κοντσέρτων του Νίκου Σκαλκώτα με την Κρατική Ορχήστρα Θεσσαλονίκης (BIS, 2008) και τον δίσκο «Άριες Μότσαρτ»). Έχει λάβει διεθνείς διακρίσεις και βραβεία.