Τζουζέπε Βέρντι, Ναμπούκο στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών

Το Μέγαρο Μουσικής Αθηνών παρουσιάζει την όπερα του Τζουζέπε Βέρντι, Ναμπούκο την Παρασκευή 22 Φεβρουαρίου 2013.

Το Μέγαρο Μουσικής Αθηνών παρουσιάζει την όπερα του Τζουζέπε Βέρντι, «Ναμπούκο» την Παρασκευή …

22 Φεβρουαρίου 2013.

«Είναι η όπερα με την οποία αρχίζει η καλλιτεχνική μου καριέρα. Και παρόλο ότι αντιμετώπισα πολλές δυσκολίες μαζί του, είναι σίγουρο ότι ο Ναμπούκο γεννήθηκε με τυχερό άστρο». Λόγια του Τζουζέπε Βέρντι, για την όπερα που στα 28 του χρόνια, τον έστεψε κυρίαρχο της ιταλικής μουσικής σκηνής, άνοιξε ένα καινούργιο, τεράστιο κεφάλαιο στο μουσικό θέατρο και χάρισε στους αιώνες το πιο εμβληματικό χορωδιακό, το Va Pensiero, ύμνο για κάθε αντίσταση.

Με αυτό το έργο-σύνορο για την ιστορία της όπερας, το Μέγαρο Μουσικής σε συνεργασία με την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών γιορτάζει τα 200 χρόνια από τη γέννηση του συνθέτη, με μαέστρο τον Γιώργο Πέτρου, την συμμετοχή της Χορωδίας του Δήμου Αθηναίων και της Χορωδία της ΕΡΤ και με οκτώ από τους λαμπρότερους λυρικούς τραγουδιστές του ελληνικού λυρικού θεάτρου. Στο ρόλο του Ναμπούκο, ο Δημήτρης Πλατανιάς, της Αμπιγκαΐλε η Δήμητρα Θεοδοσίου, της Φενένα η Ειρήνη Καράγιαννη, του Ισμαήλ ο Μάριο Τσεφίρι, του Ζαχαρία ο Χριστόφορος Σταμπόγλης, της Άννα η Αντωνία Καλογήρου, του Αμπντάλο ο Χρήστος Κεχρής και του Αρχιερέα ο Χρήστος Κεχρής. Τη διεύθυνση της Χορωδίας του Δήμου Αθηναίων έχει ο Σταύρος Μπερής και της Χορωδίας της ΕΡΤ ο Δημήτρης Μπουζάνης.

Ο Ναμπούκο θα παρουσιαστεί σε συναυλιακή μορφή, με το λιμπρέτο του Τεμίστοκλε Σολέρα σε ελληνικούς υπέρτιτλους  και σε μετάφραση της Λένας Ταχμαζίδου.

Για τους μικρούς φίλους της όπερας, αποσπάσματα από την όπερα, με τους ίδιους συντελεστές και τη Χορωδία του Δήμου Αθηναίων, θα παρουσιαστούν την Κυριακή 24 Φεβρουαρίου στις 11.30 το πρωί, στο πλαίσιο της δημοφιλούς Σειράς Κυριακή πρωί στο Μέγαρο.

Ο Ναμπούκο έκανε την πρεμιέρα του στη Σκάλα του Μιλάνου, το 1842 και ήταν μια τεράστια επιτυχία. Τον επόμενο χρόνο παρουσιάστηκε 67 φορές σε διάφορα λυρικά θέατρα της Ιταλίας και του εξωτερικού και είναι η μοναδική από τις πρώτες όπερες του Βέρντι που παραμένει στον κανόνα και σταθερά στο ρεπερτόριο όλων των μεγάλων λυρικών θεάτρων του κόσμου.

Το βιβλικό αυτό δράμα του Βέρντι, που γράφτηκε πάνω στο λιμπρέτο του εκκεντρικού και πολυμήχανου Τεμίστοκλε Σολέρα, είναι ένα σχόλιο για την εξουσία με σκηνικό την κατάκτηση της Ιερουσαλήμ από τον βασιλιά της Βαβυλώνας Ναβουχοδονόσορα (Ναμπούκο), την εκδίωξη των Εβραίων από τον τόπο τους και την καταστροφή του ναού του Σολομώντα. Εκτυλίσσεται στην Ιερουσαλήμ, στους Κρεμαστούς Κήπους της Βαβυλώνας και τα ανάκτορά της, αλλά και στις όχθες του Ευφράτη ποταμού. Στυλιστικά ισορροπεί ανάμεσα στο bel canto και τα πυκνότερα και πλουσιότερα έργα της ωριμότητας του συνθέτη και αναγγέλλει την μετα-bel canto επανάστασή του, το αλάνθαστο ένστικτό του για δράμα και τη μουσική του ιδιοφυία.

Ο Ναμπούκο ήταν αποφασιστικός για το μέλλον της όπερας και του Βέρντι. Ο συνθέτης είχε ήδη τριετές συμβόλαιο με τη Σκάλα και είχε προηγηθεί η παταγώδης αποτυχία της δεύτερης όπεράς του,  «Un giorno di regno» (Μια Μέρα Βασιλιάς) που μαζί με άλλες συμφορές της ζωής του τον έκανε να αποφασίσει να αλλάξει δουλειά και να εγκαταλείψει τη σύνθεση. Το 1840 είχε χάσει μέσα σε λίγους μήνες την πρώτη του γυναίκα και τους δύο γιούς του και μέσα του βάραινε επίμονα η κατοχή της Ιταλίας από τους Αυστριακούς.

Ο ιμπρεσάριος της Σκάλα, ο φοβερός Μπαρτολομέο Μερέλι, τον εμπόδισε, του έδωσε το λιμπρέτο του Σολέρα και χρειάστηκαν πέντε μήνες για να πείσει τον Βέρντι να καθίσει και πάλι στο πιάνο και άλλοι επτά για να τελειώσει την όπερα. Το λιμπρέτο χτύπησε την πατριωτική χορδή του συνθέτη, έθιγε τα αγαπημένα του θέματα της εθνικής υπερηφάνειας και με τη μουσική του πρόσφερε στην κατάλληλη στιγμή έναν ανεπίσημο ύμνο, θούριο μιας νεαρής εθνικής συνείδησης. Ο Βέρντι εγκατέλειψε το πιάνο μετά από 29 ακόμα όπερες και λίγους μήνες πριν πεθάνει, το 1901.

Ο Ναμπούκο οφείλει την αντοχή του στο χρόνο, αλλά και τη διαχρονική  συμβολική του σημασία στα εξαίσια χορωδιακά, που συνήθως κλέβουν την παράσταση από τους πρωταγωνιστές-τραγουδιστές. Το «Va Pensiero sull’ alli dorate», ο θρήνος των Εβραίων σκλάβων για τη «όμορφη και χαμένη πατρίδα» τους στην τρίτη πράξη, απέκτησε ρίζες στη λαϊκή κουλτούρα και μια δική του ανεξάρτητη ζωή, έγινε σύμβολο της δύναμης των ιδανικών, διαμαρτυρία για τη διαφθορά της εξουσίας, μήνυμα για όσους απειλούν ιερά και όσια.

Το «Va Pensiero» έγινε ο ανεπίσημος εθνικός ύμνος του Risorgimento, του κινήματος για την ενοποίηση της Ιταλίας τον 19ο αιώνα και το όνομα του Βέρντι προτροπή απελευθέρωσης. Οι εξεγερμένοι έγραφαν στους τοίχους το σύνθημα «Viva VERDI»,  κώδικας για  το «Ζήτω ο Vittorio Emanuele Re d’Italia» (Βιτόριο Εμανουέλε Βασιλιάς της Ιταλίας), το πρόσωπο που συμβόλιζε την ανεξαρτησία της χώρας.

Η Ιταλία, ενωμένη πια από το 1861, αποχαιρέτησε τον  αγαπημένο της εθνικό συνθέτη, το 1901, με το χορωδιακό αυτό,  «Πέτα, με χρυσά φτερά…» που τραγούδησαν 900 χορωδοί από όλα τα λυρικά θέατρα της Ιταλίας, υπό τη διεύθυνση του Αρτούρο Τοσκανίνι. Το πλήθος που ακολουθούσε το φέρετρο του Βέρντι, το μεγαλύτερο που συγκεντρώθηκε ποτέ σε δημόσιο γεγονός στην Ιταλία, συνόδευε κι αυτό τους τραγουδιστές.

Ο Αρτούρο Τοσκανίνι έκανε το «Va Pensiero» αντιφασιστικό ύμνο στη δεκαετία του 30 και  το διηύθυνε το 1946 την πρώτη μέρα που ξαναλειτούργησε η  Σκάλα του Μιλάνου, μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Το 1957 οι Ιταλοί και ο κόσμος αποχαιρέτησαν τον Αρτούρο Τοσκανίνι με τον ύμνο αυτόν.

Ο διάσημος μαέστρος Ρικάρντο Μούτι, επί χρόνια διευθυντής στη Σκάλα, διηύθυνε το 2011 τον Ναμπούκο στην Όπερα της Ρώμης, σε μια παραγωγή για τα 150 χρόνια από την ενοποίηση της Ιταλίας. Είχε προηγηθεί, λίγους μήνες πριν, η απόφαση  της κυβέρνησης Μπερλουσκόνι  για περικοπή του προϋπολογισμού για τις παραστατικές τέχνες κατά 40% σχεδόν.

Στην πρεμιέρα και μετά το χορωδιακό «Va Pensiero», το κοινό ξέσπασε με χειροκρότημα που κράτησαν 2 λεπτά και κάπου από το βάθος ακούστηκε μια φωνή, «Viva l’Italia». Ο Μούτι, που σπάνια είχε αναμειχθεί στα πολιτικά, γύρισε προς το κοινό και με ήρεμη και στοχαστική φωνή είπε, «Ναι, συμφωνώ με αυτό το «Ζήτω η Ιταλία». Όταν η χορωδία τραγουδούσε «O mia patria si bella e perduta», σκέφτηκα πως αν δολοφονήσουμε τον πολιτισμό που βρίσκεται στα θεμέλια της ιταλικής ιστορίας, η χώρα μας θα είναι πραγματικά «ωραία και χαμένη» και μετά διηύθυνε κοινό και χορωδία σε μια επανάληψη του “Va pensiero». Οι κάμερες κατέγραφαν τα βουρκωμένα και δακρυσμένα πρόσωπα των τραγουδιστών και του κοινού.

Η αντίδραση ήταν άμεση. Ο Yπουργός Oικονομικών Τζούλιο Τρεμόντι, που λίγο καιρό πριν είχε δηλώσει ότι «δεν μπορείς να χορτάσεις με πολιτισμό», συνάντησε τον Μούτι και ακύρωσε τις περικοπές.

Συμπαραγωγή του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών και της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών

x
Το CultureNow.gr χρησιμοποιεί cookies για την καλύτερη πλοήγηση στο site. Συμφωνώ